Γύρω γύρω όλοι και στη μέση ο Αλέξης
Μετά τη συνάντηση Βαρουφάκη –Σόιμπλε πολλοί διακήρυτταν ότι «η διαπραγμάτευση ξεκίνησε». Ωστόσο, ίσως η διαπραγμάτευση αφενός να ξεκίνησε νωρίτερα και αφετέρου να έχει και αποτελέσματα νωρίτερα του αναμενόμενου και συγκεκριμένα πριν τις 12 Φεβρουαρίου και τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Αποτελέσματα, τουλάχιστον ως προς το γενικό περίγραμμα για το εάν η Ευρώπη θα αρχίσει να απομακρύνεται από την κυριαρχία της λιτότητας.
Μοναδική ίσως βεβαιότητα, εκείνη που ισχύει για κάθε διαπραγμάτευση: Δεν υπάρχει μόνο ένα επίπεδο και οι πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται πάντα στο προσκήνιο.
Ακολουθώντας το χρονικό των μέχρι τώρα εξελίξεων αλλά και αυτών που αναμένονται το αμέσως επόμενο διάστημα μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Στις 29 Ιανουαρίου, τέσσερις μόλις μέρες μετά τις εκλογές, γίνεται η έκτακτη σύνοδος των ΥΠΕΞ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Έλληνας υπουργός αρνείται μεν την επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, δέχεται ωστόσο την χρονική επέκταση των ήδη ειλημμένων κυρώσεων. Μάλλον ήταν η πρώτη διαπραγμάτευση ελληνικής κυβέρνησης εδώ και χρόνια.
Τρεις μέρες μετά, την 1η Φεβρουαρίου, ο Μπάρακ Ομπάμα δηλώνει ότι «δεν μπορείς να συνεχίζεις να ξεζουμίζεις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση». Παρά τον ελληνικό ενθουσιασμό για τη στήριξη, το μήνυμα δεν απευθύνονταν σε εμάς τους… ξεζουμισμένους. αλλά μάλλον σε εκείνους που μας ξεζουμίζουν. Το μήνυμα απευθύνονταν στην Γερμανία. Και βέβαια το μήνυμα δεν στάλθηκε επειδή ξαφνικά ο Ομπάμα συμπόνεσε εμάς και αντιπάθησε την Μέρκελ.
Είναι γνωστή η αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας για το χειρισμό της κρίσης, όπως επίσης και το γεγονός ότι οι όποιες -μάλλον διακριτικές- προσπάθειες των Αμερικανών στο παρελθόν να πείσουν τους Γερμανούς να χαλαρώσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή που επιβάλλουν σε όλη την Ευρώπη έπεσαν σε… τοίχο. Το διαφορετικό στην παρούσα συγκυρία δεν είναι μόνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αλλά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει τον Ομπάμα στην τελευταία του θητεία ως πρόεδρο των ΗΠΑ και άρα μάλλον απελευθερωμένο από την ανάγκη να διατηρήσει ισορροπίες που υποχρεούνταν να διατηρήσει έως τώρα.
Η αμερικανική οικονομία ανακάμπτει και χρειάζεται την ευρωπαϊκή που παραπαίει μεταξύ αναιμικής ανάπτυξης και ύφεσης. Βέβαια δεν είναι το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομιών σε αυτή τη κατάσταση. «Φωτεινή» εξαίρεση η γερμανική, που είναι και η βασική ωφελούμενη από την κατάσταση των υπολοίπων. Σίγουρα η γερμανική οικονομία θα ωφελούνταν ακόμα περισσότερο εάν και οι γείτονές της τα πήγαιναν καλύτερα (έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του ο όρος «εξαγωγικός εθνικισμός», ως χαρακτηριστικό της γερμανικής οικονομίας) αλλά μπροστά στο δίλημμα μικρότερα κέρδη και αυστηρός γερμανικός έλεγχος ή μεγαλύτερα κέρδη χωρίς γερμανικό έλεγχο στην Ευρώπη, η κα. Μέρκελ επιλέγει σταθερά και με εμμονή το πρώτο.
Μετά τις δηλώσεις Ομπάμα ακολούθησαν αλλεπάλληλες συναντήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες καθώς και συναντήσεις του υπουργού Οικονομικών με ομολόγους του και στελέχη της ΕΕ. Και βέβαια η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να ενεργοποιήσει από τις 11 Φεβρουαρίου την εξαίρεση των ελληνικών ομολόγων, διακόπτοντας έτσι τη μία από τις δύο πηγές χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών. Μια απόφαση, στην οποία δικαίως αποδόθηκε μεγαλύτερη πολιτική σημασία παρά οικονομική καθώς απλώς μετατέθηκε χρονικά ένα deadline που υπήρχε για το τέλος του μήνα, προφανώς σε μια προσπάθεια άσκηση πίεσης και προφανώς σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ενδεχομένως δε, η ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει την απόφαση αυτή και ως απόδειξη ισχυρών πιέσεων και συμμόρφωσης προς την Γερμανίδα καγκελάριο, στη δική τους, παράλληλη, διαπραγμάτευση. Την ίδια μέρα (11 Φεβρουαρίου) είναι προγραμματισμένο το έκτακτο Eurogroup στις Βρυξέλλες.
Δύο μέρες νωρίτερα όμως, το πιθανότερο είναι ότι θα έχουν ληφθεί οι αποφάσεις. Την Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου η Άγκελα Μέρκελ θα συναντηθεί με τον Αμερικανό Πρόεδρο, ενώ την Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου στη Σύνοδο Κορυφής ενδεχομένως να έχουμε την αρχή του τέλους για τις γερμανικές πολιτικές λιτότητας. Όχι άνευ όρων βέβαια και όχι χωρίς υποχωρήσεις. Δεν υπάρχει άλλωστε διαπραγμάτευση χωρίς υποχωρήσεις.