(Ευρω)ζώνη φθίνουσας ανταγωνιστικότητας…
Η ιστορία των ευρωομολόγων επαναλαμβάνεται ως φάρσα τη στιγμή που η κρίση κάνει μετάσταση στον σκληρό πυρήνα των κρατών μελών της ΟΝΕ, δείχνοντας σε όλους πως δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό και πρέπει να δούμε επιτέλους στα σοβαρά τι -και όχι τις- πταίει για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, αλλά και ποια ακριβώς είναι αυτή η κατάσταση. Η ιστορία των ευρωομολόγων επαναλαμβάνεται ως φάρσα τη στιγμή που η κρίση κάνει μετάσταση στον σκληρό πυρήνα των κρατών μελών της ΟΝΕ, δείχνοντας σε όλους πως δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό και πρέπει να δούμε επιτέλους στα σοβαρά τι -και όχι τις- πταίει για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, αλλά και ποια ακριβώς είναι αυτή η κατάσταση.
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι πρόκειται για μία παγκόσμια κρίση χρέους, δεδομένου ότι αν και οι χώρες της ευρωπεριφέρειας και του ευρωπαϊκού νότου είναι οι «αγαπημένες» των αγορών, τα υπέρογκα χρέη δεν συσσωρεύονται μόνο στη γηραιά ήπειρο. ΗΠΑ, Ιαπωνία και χώρες του τρίτου κόσμου είναι αντιμέτωπες με εξίσου μεγάλα αν όχι και μεγαλύτερα δημόσια χρέη σε ποσοστό επί του ΑΕΠ σε σύγκριση παραδείγματος χάριν με την Ισπανία ή την Πορτογαλία.
Αντίθετα, όμως, με το πως αντιμετωπίζουν οι αγορές τους Ίβηρες και τους λοιπούς υπερχρεωμένους γείτονες τους, εμφανίζονται πολύ πιο μαλακές με τις προαναφερθείσες χώρες ή ομάδες κρατών. Τυχαίο
Όσο κι αν πολλές φορές στη ζωή ενός ανθρώπου η συνομωσιολογία και η προσφυγή στην τύχη συνιστούν καταφύγιο, σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποτελεσματικές μεθόδους επίλυσης κρίσεων. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ότι η ευρωζώνη έχει την τιμητική της στο διάβα της κρίσης χρέους θα πρέπει να βρούμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Και δυστυχώς για όσους αρέσκονται στα σενάρια, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι απλή, σύντομη και ακούει στο όνομα ‘φθίνουσα ανταγωνιστικότητα‘.
Μια ματιά σε σχετικούς δείκτες είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς για τι πράγμα μιλάμε. Από τη μία η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου, μετά τη σκόπιμη υποτίμηση του αμερικανικού νομίσματος από τις ΗΠΑ, και από την άλλη η διάχυση της υψηλής τεχνολογίας μέσω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που έγινε κτήμα χωρών με ιδιαίτερα χαμηλό μισθολογικό κόστος, όπως η Κίνα και η Ινδία, συνιστούν δύο πολύ καλούς λόγους για τους οποίους η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας καταγράφει φθίνουσα πορεία εν συγκρίσει με αυτήν των ανταγωνιστών της.
Η παραπάνω διαπίστωση τελεί εν γνώση των ηγεσιών τόσο της ευρωζώνης όσο και των κρατών μελών της ΟΝΕ εδώ και χρόνια. Αμφότερες προσπάθησαν μάλιστα να περιορίσουν τις ζημιές που αυτή συνεπάγεται, καταφεύγοντας αφενός στον προστατευτισμό και αφετέρου στον δανεισμό. Μια ματιά στις κόντρες μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και τις καταγγελίες των πρώτων για νόθευση του ανταγωνισμού από τη δεύτερη είναι ένα καλό επιχείρημα που επαληθεύει τον προηγούμενο ισχυρισμό. Παράλληλα βρίθουν και τα παραδείγματα δασμολογικών και λοιπών περιορισμών που θέτει η ΕΕ στα κινεζικά προϊόντα για να πειστούν και οι πλέον δύσπιστοι.
Σε ότι αφορά, δε, το ζήτημα του δανεισμού μία απλή ανάγνωση της πορείας των δημοσίων χρεών των κρατών μελών της ΟΝΕ είναι αφοπλιστική.
Έτσι, λοιπόν, η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής-ευρωζωνικής οικονομίας εξηγεί και γιατί γιγαντώθηκαν τα χρέη αλλά και γιατί αυτά τα χρέη είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμα από τα αντίστοιχα χωρών που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, βάζοντας στην ευρωζώνη στο επίκεντρο της τρέχουσας κρίσης.
Και το ερώτημα πλέον είναι: Είναι το ευρωομόλογο και η αγορά κρατικού χρέους απάντηση στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη
ΥΓ: Η απάντηση στο δεύτερο μέρος