ΙΟΒΕ: Οι προκλήσεις για τον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα
Εκδήλωση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την παρουσίαση της μελέτης με τίτλο: «Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με ορίζοντα το 2050», πραγματοποιήθηκε σήμερα με βασικό ομιλητή τον υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου. Εκδήλωση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την παρουσίαση της μελέτης με τίτλο: «Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με ορίζοντα το 2050», πραγματοποιήθηκε σήμερα με βασικό ομιλητή τον υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου.
Η μελέτη εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ενέργειας – Οικονομίας – Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πανεπιστημίου (ΕΜΠ), με την ευγενική χορηγία του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος Α.Ε..
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης παρουσίασε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος. Για τις ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας αλλά και τις μεγάλες προκλήσεις που οφείλει να αντιμετωπίσει η ενεργειακή πολιτική στις σημερινές οικονομικές συνθήκες μίλησαν οι κ.κ. Ιωάννης Δεσύπρης, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) – Διευθυντής Ρυθμιστικών Θεμάτων του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος Α.Ε., Αναστάσιος Καλλιτσάντσης, Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ) – Πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Α.Ε. και Ραφαήλ Μωυσής, πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής – Αντιπρόεδρος ΙΟΒΕ.
Το συντονισμό της συζήτησης είχε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας. Στην παρέμβασή του ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στις προκλήσεις σε επίπεδο στρατηγικής και σχεδιασμού που οφείλει να αντιμετωπίσει ο ενεργειακός τομέας και, εμμέσως, η ελληνική οικονομία, σε μια προοπτική που φθάνει το 2050. «Πέρα όμως από τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες», τόνισε, «που συνδέονται με την τρέχουσα, ιδιαίτερα δυσμενή, συγκυρία, η ιστορία μάς δείχνει ότι κάθε προσπάθεια – ενεργειακού ή άλλου – σχεδιασμού στη χώρα μας, και δη μακροχρόνιου, έχει να αντιμετωπίσει σημαντικά εμπόδια, τα οποία αποτρέπουν την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών και καθιστούν εκ προοιμίου δυσεπίτευκτους τους στόχους που έχουν τεθεί». Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «η μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, θα απαιτήσει το δραστικό μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος και την προετοιμασία και συγκρότηση ενός ακόμα πιο φιλόδοξου σχεδίου για την μετά το 2020 περίοδο, με άξονες που σταθερά περιλαμβάνουν την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ΑΠΕ, το φυσικό αέριο, τα «έξυπνα» δίκτυα και τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών».
Ο Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Μωυσής στην ομιλία του τόνισε τη σπουδαιότητα του ενεργειακού τομέα για την ανάπτυξη της χώρας και την ανάγκη χάραξης Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής. «Ωστόσο στην παρούσα συγκυρία», τόνισε ο κ. Μωυσής, «υπέρτατος στόχος θα πρέπει να είναι η αποτροπή της χρεοκοπίας μπροστά στο ενδεχόμενο της οποίας όλοι οι άλλοι στόχοι, περιβαλλοντολογικοί, συμβατικοί ή πολιτικοί, πρέπει να θεωρηθούν δευτερεύοντες». «Η προοπτική της Ελληνικής Οικονομίας έχει γίνει το μεγάλο αίνιγμα για τους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές όλης της γης οι δε προβλέψεις καλύπτουν όλο το φάσμα, από τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση μέχρι την αλματώδη ανάπτυξη. Την πρώτη άποψη φαίνεται να συμμερίζονται κυρίως οι Διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης Οικονομικών Κινδύνων ενώ την δεύτερη υποστηρίζουν με λόγους και έργα τα επίσημα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Είναι γνωστό ότι τη δεύτερη και πιστεύω πιο φωτισμένη άποψη, υποστηρίζει και τεκμηριώνει με τις μελέτες του το Ίδρυμά μας», υπογράμμισε ο Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ.
Παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος τόνισε ότι «ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας, όπως και της ΕΕ, βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση για να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα πολύ πιο αποδοτικό ενεργειακά και με δραστικά μειωμένες εκπομπές CO2». Επισήμανε επίσης ότι «βασικές ενεργειακές επιλογές του παρελθόντος, όπως η διατήρηση του λιγνίτη ως στρατηγικού καυσίμου, τα επίπεδα τιμών ενέργειας που δεν αντανακλούν το κόστος, οι μικρές δαπάνες επένδυσης σε ενεργειακό εξοπλισμό και κτήρια, η κυριαρχία του πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών και το απόλυτα συγκεντρωτικό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, θα πρέπει να αλλάξουν». Στη συνέχεια σκιαγράφησε τις νέες επιλογές και πρακτικές που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την ενεργειακή στρατηγική. Αυτές περιλαμβάνουν:
* Την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα, την ανάπτυξη υποδομών και την αξιοποίηση του φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση φορτίου,
* Τιμές που ανακτούν το πλήρες κόστος, καθώς και το κόστος αποφυγής των εκπομπών,
* Υψηλές δαπάνες επένδυσης σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε πιο αποδοτικό ενεργειακό εξοπλισμό (και μικρότερες λειτουργικές δαπάνες),
* Εξηλεκτρισμό των μεταφορών και επέκταση της χρήσης βιοκαυσίμων,
* Ανάπτυξη αποκεντρωμένης ηλεκτροπαραγωγής με έξυπνα δίκτυα και μετρητές.
Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η πρόκληση συνίσταται τελικά στο πώς θα αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε όλους τους τομείς, καθώς εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 200 δισ. Ευρώ επενδύσεων μέχρι το 2050 επιπλέον αυτών του σεναρίου αναφοράς. Στο πλαίσιο αυτό περιέγραψε τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν προκειμένου να προσελκυστούν νέες επενδύσεις και τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να κατευθυνθούν οι επενδύσεις αυτές.
Στην ομιλία του ο κ. Ιωάννης Δεσύπρης, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και Διευθυντής Ρυθμιστικών Θεμάτων του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος σημείωσε: «Ζούμε μεγάλες αλλαγές στο θεσμικό και οικονομικό μας γίγνεσθαι, τα δε τελευταία χρόνια υποχρεωνόμαστε σε ταχύτερους ρυθμούς ενσωμάτωσης των θεσμών και της οικονομίας στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως αυτές έχουν εκφραστεί σε νομοθεσίες και οδηγίες». Ο κ. Δεσύπρης αναφέρθηκε ακόμα στις σοβαρές αδυναμίες του ενεργειακού τομέα που αναφέρονται στη μελέτη:
* Αργή ανάπτυξη των ΑΠΕ και μεγάλη έλλειψη διασυνδετικών δικτύων
* Στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έλλειψη κοστοστρέφειας των τιμών, έλλειψη διμερών συμβάσεων, συνεχής λειτουργία παλαιών ρυπογόνων μονάδων, επιμονή σταυροειδών επιδοτήσεων, χρόνιες αγκυλώσεις.
* Καθυστερήσεις στην ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών έξυπνων δικτύων, βιομάζας και βιοκαυσίμων, μεγάλης κλίμακας μονάδων συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης και αιολικών.
«Οι αδυναμίες αυτές», συνέχισε ο κ. Δεσύπρης, «έχουν πραγματικό κόστος στον καθένα από εμάς ως καταναλωτές, στην παραγωγική βιομηχανία και ιδιαίτερα την εξαγωγική που καλείται να ανταγωνιστεί ίδια προϊόντα που παράγονται αλλού στην ευρωζώνη, στους επενδυτές παραγωγούς ενέργειας είτε θερμικών είτε ανανεώσιμων. Οι αδυναμίες κοστίζουν εν τέλει στην εθνική οικονομία».
Ο κ. Αναστάσιος Καλλιτσάντσης, Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ) και Πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, στην ομιλία του στάθηκε ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας. «Το ότι ως χώρα βρισκόμαστε ενώπιον κινδύνου αδυναμίας εκπλήρωσης των οικονομικών μας υποχρεώσεων, η οποία θα σήμαινε πλήρη αδυναμία πρόσβασης στις αγορές και κατά συνέπεια αδυναμία υλοποίησης οποιασδήποτε επένδυσης, θα πρέπει να οδηγήσει σε νέα ιεράρχηση προτεραιοτήτων», σημείωσε χαρακτηριστικά. «Υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες», συνέχισε, «οι αλληλοεπιδράσεις της ενεργειακής πολιτικής με το ΑΕΠ, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, με την εξέλιξη του χρέους, με τη δυνατότητα ή την αδυναμία άντλησης κεφαλαίων για τις απαιτούμενες επενδύσεις αποκτά βαρύνουσα σημασία. Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή της Ελλάδας στις εκπομπές CO2 παγκοσμίως είναι απειροελάχιστη. Με αυτά τα δεδομένα κρίνεται σκόπιμο να εστιάσουμε στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για το 2020 και να τοποθετήσουμε σε νέα βάση τους μετά το 2020 στόχους». «Ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας», κατέληξε ο κ. Καλλιτσάντσης, «δεν μπορεί να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα λαμβάνοντας υπ’ όψη το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το κόστος του χρήματος και τη βέλτιστη αξιοποίηση των υπαρχουσών επενδύσεων».
Βασικά συμπεράσματα
Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:
* Η τρέχουσα πολιτική, η οποία αποτυπώνεται στο Σενάριο Αναφοράς της μελέτης, επιφέρει σημαντικές αλλαγές μέχρι το 2020, ενισχύοντας τις ΑΠΕ και προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας.
* Το μερίδιο των ΑΠΕ στην Ηλεκτροπαραγωγή πλησιάζει το 40% το 2020, ενώ το μερίδιο του λιγνίτη περιορίζεται στο 1/3 το 2020 και στο 10% το 2040, έναντι 60% το 2005.
* Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές δικτύων και σε υποδομές εξισορρόπησης φορτίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
* Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο μέχρι το 2020 σχετικά με τις εκπομπές, η τρέχουσα πολιτική δεν επαρκεί για να οδηγηθεί το σύστημα στο απαιτούμενο επίπεδο χαμηλών εκπομπών μετά το 2020.
* Οι τιμές και το κόστος της ενέργειας αυξάνονται σημαντικά, συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα, κυρίως λόγω των πληρωμών αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών από το ETS αλλά και λόγω του επιπλέον κόστους των αλλαγών.
* Η ηλεκτρική ενέργεια θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετάβαση προς οικονομία χαμηλών εκπομπών και πρέπει να απαλλαγεί από εκπομπές ώστε να υποκαταστήσει ορυκτά καύσιμα σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας.
* Η μέγιστη δυνατή ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεχνικά εφικτή, και μάλιστα με συμμετοχή στοχαστικών ΑΠΕ άνω του 60%. Θα απαιτηθούν συστήματα αποθήκευσης και μονάδες επικουρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για πρωτοφανή τεχνική πρόκληση που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.
* Η ηλεκτροπαραγωγή χωρίς εκπομπές αλλά με ελεγχόμενη λειτουργία και παραγωγή φορτίου βάσης θα είναι ευεργετική για το σύστημα, για το κόστος, για την ενεργοβόρο βιομηχανία αλλά και για τις εξηλεκτρισμένες μεταφορές.
* Η τεχνολογία CCS παρέχει τα οφέλη αυτά και επιτρέπει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λιγνιτών, εφόσον όμως λυθεί το πρόβλημα της γεωλογικής αποθήκευσης (ή εξαγωγής σε άλλες χώρες) του CO2. Η τεχνολογία CCS πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με προοπτική εφαρμογών μετά το 2025.
* Η πυρηνική τεχνολογία θα είναι ιδιαίτερα ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα, η τυχόν ανάπτυξή της προσδιορίζεται για την περίοδο μετά το 2030 και τα οφέλη είναι πολύ μικρά, τόσο για το κόστος όσο και για τη μείωση των εκπομπών.
* Η πορεία προς μεγιστοποίηση της ανάπτυξης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι επομένως ενδεδειγμένη. Εάν η τεχνολογία CCS επιτύχει, τότε το μελλοντικό σύστημα κυρίως με ΑΠΕ και συνεισφορά του CCS είναι απολύτως βέλτιστο.
* Το φυσικό αέριο είναι το στρατηγικό καύσιμο της μεσοχρόνιας προοπτικής για την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί εξισορροπεί την παραγωγή από ΑΠΕ και έχει χαμηλές εκπομπές ανά παραγόμενη kWh.
* Η αγορά φυσικού αερίου πρέπει να διασφαλίσει απρόσκοπτη παροχή σε ανταγωνιστικές τιμές καθώς και ευελιξία. Η ανάπτυξη μέσω σταθμών υγροποιημένου αερίου προσφέρεται για το σκοπό αυτό.
* Η ανάλυση κατέδειξε ότι η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα χρειασθεί μεγάλης έκτασης επενδύσεις σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας, στην ηλεκτροπαραγωγή και στις δικτυακές υποδομές.
* Παρά τη μείωση του λειτουργικού κόστους, οι δαπάνες εκ μέρους των καταναλωτών για τις ενεργειακές υπηρεσίες θα αυξηθούν εφόσον η εξυπηρέτηση κεφαλαίου συνυπολογισθεί στο κόστος. Επιπλέον οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούν σημαντικά από τα σημερινά επίπεδα, κυρίως μέχρι το 2020 στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού ETS αλλά και μακροχρόνια με βραδύτερους ρυθμούς.
* Το επιπλέον κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών αντιστοιχεί σε δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που σε σημαντικό ποσοστό θα παράγονται εγχωρίως και έτσι θα αποτελέσουν παράγοντα ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία νέας ανάπτυξης.
* Δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες (και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τη δυνατότητα πληρωμών για κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότερη ενέργεια. Ο κίνδυνος «ενεργειακής φτώχειας» θα είναι πιο αυξημένος στο πλαίσιο της πορείας προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών.
* Είναι επομένως αναγκαίο να εφαρμοσθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανισμοί καθολικής υπηρεσίας και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και ενισχύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.