Η χθεσινή παρέμβαση του Ανδρέα Βγενόπουλου για τα τεκτενόμενα στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έδωσε πολλές απαντήσεις. Αλλά γέννησε και πλείστα ερωτήματα, για τις προθέσεις, τους στόχους και τις επιδιώξεις του πρώην επικεφαλής του ομίλου Marfin Popular Bank, νυν Λαϊκής. Η χθεσινή παρέμβαση του Ανδρέα Βγενόπουλου για τα τεκτενόμενα στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έδωσε πολλές απαντήσεις. Αλλά γέννησε και πλείστα ερωτήματα, για τις προθέσεις, τους στόχους και τις επιδιώξεις του πρώην επικεφαλής του ομίλου Marfin Popular Bank, νυν Λαϊκής.
Ο έμπειρος manager έχει δίκιο ότι το τραπεζικό σύστημα της χώρας θα πρέπει να παραμείνει ιδιωτικό, κάτι που ισχύει εν πολλοίς και για τις ελληνικές τράπεζες, προκειμένου να υπάρξει ταχύτερη ανάπτυξη και προσέλκυση επενδυτών.
Πιθανόν έχει δίκιο και για την ανάγκη συγκέντρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερα και ισχυρότερα σχήματα, περισσότερο ανθεκτικά στις φουρτούνες. Εάν αυτό το σχήμα θα είναι επιτυχημένο με μια σύμπραξη Τράπεζας Κύπρου και Λαϊκής είναι κάτι που το μέλλον θα δείξει και θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο καθοριστική θα είναι η συμμετοχή του κυπριακού δημοσίου στα διοικητικά αυτών των τραπεζών.
Ο κ. Βγενόπουλος έκανε λόγο για «λαϊκίστικους αφορισμούς, λάσπη και συκοφαντίες από συγκεκριμένα συμφέροντα, πολιτικά παιχνίδια και σκοπιμότητες», τα οποία στερούν την δυνατότητα να εκτιμήσει κανείς την κατάσταση με καθαρό μυαλό, ψυχραιμία και επαγγελματισμό.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μιλήσει ανοικτά με ονόματα και… διευθύνσεις για το ποιοι είναι οι λασπολόγοι και ποια τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Και πρωτίστως, αν αυτοί εντοπίζονται και εντός της Λαϊκής, την οποία ο όμιλος Marfin εμμέσως πλην σαφώς παρέδωσε στην νέα της διοίκηση. Μια διοίκηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει πλέον αλλάξει, μετά την κρατικοποίηση της τράπεζας, που οδηγήθηκε σε πλήρη ρίξη με την πλευρά Βγενόπουλου ανταλλάσσοντας κατηγορίες και υπονοούμενα.
Η εξέλιξη για την Λαϊκή είναι γνωστή. Ενώ η τράπεζα αναζητούσε ιδιωτικά κεφάλαια, όπως επισήμανε ο κ. Βγενόπουλος, οι πολιτικοί ακύρωσαν την προσπάθειά της με δύο «απαγορευτικά» για κάθε σοβαρό επενδυτή: το κράτος έβαλε πέντε μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας και ξεκαθάρισε ότι αν χρειασθούν έστω και λίγα κρατικά χρήματα η Διοίκηση θα ασκείται επί της ουσίας από το κράτος και μπήκε ανώτατο μισθολογικό όριο για τα ανώτερα στελέχη της τράπεζας.