Alpha Bank: Οι δύο παράγοντες που μπορούν να θέσουν τέλος στην ύφεση
Η έξοδος της οικονομίας από την ήπια ύφεση και η αποφυγή μιας περιόδου στασιμότητας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την εξέλιξη δύο κυρίως ζητημάτων, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Πρώτον, την ταχύτητα εκκαθαρίσεως των συσσωρευμένων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα προς τον ιδιωτικό, ώστε να περιορισθούν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις και δεύτερον, την επιτάχυνση της θετικής πορείας που ακολουθούν οι επιχειρηματικές προσδοκίες και η επενδυτική εμπιστοσύνη μέσω της προκλήσεως ορισμένων θετικών shocks.
Αναφορικά με το πρώτο μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Ο Ιούλιος απετέλεσε τον πρώτο μήνα του τρέχοντος έτους, κατά τον οποίον παρατηρείται, όπως αναμενόταν, μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους € 330 εκατ. σε μηνιαία βάση. Επομένως, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, συμπεριλαμβανομένων και των εκκρεμών επιστροφών φόρων διαμορφώθηκαν στα € 6,89 δισ.. Τους επόμενους μήνες προβλέπεται εκ νέου μείωση των οφειλών αυτών, καθώς ποσό ύψους € 1,8 δισ. εκταμιεύθηκε με την πρώτη υπο-δόση για τον σκοπό αυτό, ενώ επιπλέον ποσό ύψους € 1,7 δισ. εκτιμάται ότι θα διατεθεί με την εκταμίευση της δεύτερης υπο-δόσεως ύψους € 2,8 δισ. Συνεπώς, γίνεται προφανές ότι η ταχύτητα ολοκληρώσεως, τόσο των προαπαιτούμενων για την εκταμίευση της δεύτερης υπο-δόσεως, όσο και της δεύτερης αξιολογήσεως καθίσταται καθοριστικής σημασίας. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτεροι οφειλέτες του δημοσίου εξακολουθούν να είναι οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και κυρίως ο ΕΟΠΠΥ, με οφειλές που ανέρχονται στα € 1,85 δισ. στο τέλος Ιουλίου του 2016 και τα νοσοκομεία (€ 1,2 δισ.).
Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, της βελτιώσεως δηλαδή των επιχειρηματικών προσδοκιών, απαιτείται ένα θετικό shock που μπορεί να προκύψει από μία ουσιώδη ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πνεύμα της συμφωνίας του Eurogroup του περασμένου Μαΐου, η οποία με τη σειρά της θα προετοιμάσει το έδαφος για τη ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως της ΕΚΤ. Το τελευταίο δύναται να αποτελέσει τον καταλύτη για πολλές επενδυτικές αποφάσεις, καθώς σηματοδοτεί τη δυνατότητα επιστροφής της χώρας στις διεθνείς αγορές, ώστε να εξέλθει οριστικά από προγράμματα διασώσεως-προσαρμογής.
Παρά το γεγονός ότι τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα ελαφρύνσεως που έχουν συμφωνηθεί δεν περιλαμβάνουν τη δυνατότητα περικοπής της ονομαστικής αξίας, είναι δυνατόν υπό ορισμένες εύλογες μακροοικονομικές συνθήκες, να αποδειχθούν ιδιαίτερα αποτελεσματικά για τη μείωση του βάρους εξυπηρετήσεως του χρέους, δηλαδή την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς του.
Μια μεταβολή της δομής (reprofiling) του ελληνικού χρέους δύναται κυρίως να περιλαμβάνει σε βραχύ χρονικό διάστημα, (α) την διαχρονική εξομάλυνση της αποπληρωμής τόκων για τα δάνεια προς τους πιστωτές του επίσημου τομέα, (β) την επιμήκυνση των λήξεων και (γ) την περαιτέρω προσαρμογή των επιτοκίων, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η απομείωση του χρέους σε όρους παρούσης αξίας. Επιπλέον, μέτρα όπως η επανέναρξη της αποδόσεως των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και η ανταλλαγή των δανείων του ΔΝΤ με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας μπορούν να υποστηρίξουν περαιτέρω την ελάφρυνση του χρέους.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι τα ανωτέρω μέτρα ελαφρύνσεως του χρέους ενισχύουν τον ρυθμό αναπτύξεως μέσω της επενδυτικής δαπάνης, αφού απελευθερώνουν «δημοσιονομικό χώρο» μέσω της καθοδικής προσαρμογής των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Συγκεκριμένα, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα με βάση το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής έχει ορισθεί στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Ωστόσο, εάν ληφθούν τα μέτρα ελαφρύνσεως του χρέους μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολογήσεως, τότε η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ακόμη και σε επίπεδα γύρω στο 2% του ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα είναι συνεπής με την βιωσιμότητα του χρέους.
Όσον αφορά στο τρέχον έτος, η θετική πορεία εκτελέσεως του κρατικού Προϋπολογισμού στο επτάμηνο του 2016 επιτρέπει την επίτευξη μεγαλυτέρου πρωτογενούς πλεονάσματος για το έτος συνολικά περί του 0,8% του ΑΕΠ έναντι στόχου για 0,5%. Το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβερνήσεως το 2016 επιτρέπει την απελευθέρωση πόρων για το επόμενο έτος, καθιστώντας έτσι εφικτό τον στόχο του 1,75% του ΑΕΠ το 2017.
Η ταχεία ολοκλήρωση της αξιολογήσεως των υπολειπόμενων προαπαιτούμενων, που ξεκίνησε αυτήν την εβδομάδα, έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν επιπλοκές του ζητήματος εξαιτίας των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων στο επόμενο έτος σε Γαλλία και Γερμανία. Ακόμη και μικρότερης κλίμακας εάν είναι η ελάφρυνση του χρέους, θα είναι σημαντικό να διευκρινισθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια από τους επισήμους πιστωτές ο οδικός χάρτης για την ελάφρυνση του χρέους, εξέλιξη που δρα θετικά στις επενδυτικές προσδοκίες.