Η νέα αμερικανική επανάσταση;
Υπάρχουν πολλές λέξεις που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς: έκπληξη, σοκ, ανατροπή, εξέγερση ή ακόμη και τρόμος. Όλες τους αντανακλούν ένα μικρό κομμάτι του παζλ που σχηματίζεται σήμερα, καθώς η διεθνής κοινότητα ξυπνά αντιλαμβανόμενη ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επόμενος πλανητάρχης και τι σημαίνει αυτό, αν ο εκκεντρικός μεγιστάνας εννοεί να πράξει, έστω τα μισά από όσα έχει δηλώσει.
Η Χίλαρυ Κλίντον πάλεψε, αλλά ήδη από νωρίς το πρωί είχε διαφανεί ότι δεν θα μπορέσει να καλύψει τη διαφορά στους εκλέκτορες που είχε διασφαλίσει ο αντίπαλος της. Ο χάρτης των πολιτειών βάφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του «κόκκινο», το χρώμα των συντηρητικών, και αυτό λέει πολλά, όχι τόσο για την καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ, όσο για αυτούς που τον άκουσαν και τον ψήφισαν.
Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολύς κόσμος δεν συμφωνούσε με τον τρόπο του, το ύφος του και τη φρασεολογία που χρησιμοποιούσε, όμως άκουγε τι έλεγε και στην πραγματικότητα συμφωνούσε. Εξού και η αποτυχία των δημοσκοπήσεων που στην πραγματικότητα δεν συνδέεται τόσο με τη ψήφο των μέχρι χθες αναποφάσιστων, όσο με τον ενοχικό παράγοντα, το γεγονός, δηλαδή, ότι προφανώς μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τον προτιμούσε και είχε αποφασίσει να τον ψηφίσει, αλλά δίσταζε να το εκδηλώσει δημοσίως.
Χαστούκι στο κατεστημένο
Το τελευταίο, έχει να κάνει προφανώς με τα ακραία χαρακτηριστικά και τις διχαστικές απόψεις του κυρίου Τραμπ. Όμως, το πρόβλημα για το πολιτικό κατεστημένο της Αμερικής, και αμφότερα τα κόμματα, όχι μόνο τους Δημοκρατικούς, είναι γιατί ο κόσμος ανταποκρίθηκε θετικά στις απόψεις αυτές, ποια είναι τα συναισθήματα που εξέπεμψε με τη ψήφο του και ποιες είναι οι βουλές του για το μέλλον της χώρας.
Η γενικότερη αίσθηση ενός θυμού που βγήκε στην επιφάνεια από τον απλό κόσμο, κατά του πολιτικού και επιχειρηματικού κατεστημένου που φαινόταν να στηρίζει αναφανδόν (και με εκατομμύρια δολάρια) τη Χίλαρυ και αντιστοίχως να πολεμά με λύσσα τον Τραμπ, είναι διάχυτη. Και αυτό είναι ένα μήνυμα που η Ουάσιγκτον είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της κατά την (αυτό)κριτική της επόμενης ημέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη κάποιοι αναλυτές μιλούν για τη νέα αμερικανική επανάσταση.
Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να ήταν επισήμως ο μονομάχος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά στην πραγματικότητα είχε ελάχιστη στήριξη από το κομματικό μηχανισμό, με πολλά στελέχη του να έχουν δηλώσει δημοσίως ότι δεν τον υποστηρίζουν και δεν θα τον ψηφίσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που έκανε μεγάλη αίσθηση χθες το βράδυ, η ανακοίνωση του ζεύγους Τζορτζ Μπους (ο Τζορτζ Μπους είναι ο πιο πρόσφατος Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος) ότι ψήφισαν «λευκό», γυρίζοντας τη πλάτη στον επίσημο υποψήφιο του κόμματος τους, γεγονός που δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική πολιτική ιστορία.
Βεβαίως, το πώς ένας πάμπλουτος μεγιστάνας και στυγνός επιχειρηματίας (και επιπλέον σεξιστής και ρατσιστής) κατάφερε να μετατραπεί και να «παίξει» το χαρτί του αντισυστημικού υποψηφίου, θα γίνει αντικείμενο εξονυχιστικών μελετών από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Όμως, καλώς ή κακώς το κατάφερε, οδηγώντας τον στο Λευκό Οίκο, γεγονός που συνιστά ένα ηχηρότατο ράπισμα προς το κατεστημένο, τα διαπλεκόμενα, και όσους, εντός και εκτός Αμερικής, τον πολέμησαν.
Η εκδίκηση των λευκών;
Παρά το γεγονός ότι η ανάλυση των δημογραφικών στοιχείων των ψήφων, που θα αποσαφηνιστούν αργότερα, θα δώσει τροφή για καλύτερες αναλύσεις, αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η λευκή ψήφος πήγε στο μεγαλύτερο μέρος της στον Ντόναλντ Τραμπ, white collars και blue collars, αγρότες και συνταξιούχοι. Οι Λατίνοι και γυναίκες (υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου) πιθανότατα ψήφισαν τη Χίλαρυ, όμως δεν είναι βέβαιο σε τι ποσοστό πήγαν τελικά να ψηφίσουν. Το ίδιο ισχύει για τους Αφροαμερικανούς, οι οποίοι φαίνεται ότι έμειναν μακριά από τη κάλπη, μαζί με τους νεότερους ψηφοφόρους, δύο δηλαδή πληθυσμιακές κατηγορίες που ήταν κλειδί στις προηγούμενες εκλογές για την επανεκλογή του Μπάρακ Ομπάμα.
Η επιβεβαίωση των στοιχείων αυτών θα φανερώνει μια Αμερική βαθύτατα διχασμένη, κυρίως εθνολογικά, ίσως περισσότερο από ποτέ, και αυτό θα είναι ένα πρόβλημα που ο επόμενος πρόεδρος δεν θα μπορεί εύκολα να αγνοήσει.
Μία εξήγηση για το αποτέλεσμα αυτό, προφανώς είναι η ακραία ρητορική του κ. Τραμπ στο μεταναστευτικό, που φαίνεται ότι τελικά του «βγήκε» επιτυχημένη, με έναν τρόπο (ανησυχητικό) που κανείς δεν περίμενε. Όμως, υπάρχουν σαφώς και άλλες αιτίες: η γενικότερη βαθύτατη αντιπάθεια για τη Χίλαρυ Κλίντον, η διάθεση τιμωρίας του κατεστημένου, και βέβαια η επιτυχία του κεντρικού συνθήματος του Τραμπ «να ξανακάνουμε την Αμερική ισχυρή». Οι Αμερικανοί αρέσκονται να θυμούνται ότι είναι η μοναδική υπερδύναμη, και δεν μπορούν να αντισταθούν εύκολα στην ιδέα ότι πρέπει να το ξαναθυμίσουν στη διεθνή κοινότητα, με έναν ισχυρό ηγέτη που δεν διστάζει να τα λέει «έξω από τα δόντια» και βάζει τη πυγμή πάνω από τη διπλωματία.
Η επόμενη τετραετία, αν μη τι άλλο, δεν θα είναι διόλου βαρετή…