Δικαστές-Τραμπ: 1-0, μέχρι νεοτέρας
Ο Ντόναλντ Τραμπ έφαγε… πόρτα, για την πόρτα που ήθελε να επιβάλει. Φυσικά δεν το δέχτηκε καλά, αν και το αντίθετο θα μας προκαλούσε μεγαλύτερη εντύπωση. Και βέβαια υποσχέθηκε ότι η δικαστική μάχη θα συνεχιστεί, υπονοώντας προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όμως, η αναγωγή της υπόθεσης και σε μπρα ντε φερ μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, αναμφίβολα δίνει διαφορετική διάσταση σε ένα θέμα που έχει διχάσει βαθύτατα την αμερικανική κοινωνία.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι οι τρεις δικαστές του εφετείου, που εξέτασαν το προσωρινό πάγωμα του μπλόκου που είχε αποφασιστεί πρωτόδικα, συμφώνησαν ομόφωνα στη διατήρηση του, κρίνοντας ότι η κυβέρνηση που ήθελε την αποκατάσταση του δεν παρουσίασε επαρκή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι είναι απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια. Κοινώς, ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι πολίτης κάποιας από τις επτά χώρες της λίστας έχει πραγματοποιήσει τρομοκρατική επίθεση στο αμερικανικό έδαφος, ενώ επεσήμαναν ότι το διάταγμα αφαιρούσε από ξένους πολίτες σημαντικά δικαιώματα που προβλέπονται στο σύνταγμα.
Θυμίζουμε δε, ότι υπέρ του παγώματος του μπλόκου είχαν καταθέσει υπομνήματα μεγάλες εταιρίες που εξηγούσαν ότι απειλούνται με οικονομικές ζημιές, όπως και πανεπιστήμια που επεσήμαναν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με φοιτητές ή μέλη του προσωπικού τους από τις επίμαχες επτά χώρες.
Έτσι, το πάγωμα διατηρήθηκε και ο πρόεδρος… τα πήρε στο κρανίο, όπως φάνηκε από μια νέα σειρά από επιθετικά μηνύματα στο twitter. Όμως, τα ξεσπάσματα του, πέρα από γραφικά, έχουν αρχίσει να στρέφονται εναντίον, αν λάβουμε υπόψη ότι πολλοί αναλυτές είχαν επισημάνει ότι η θερμοκέφαλη αντίδραση του κατά της πρωτόδικης υπόθεσης είχε δημιουργήσει αλγεινή εντύπωση στην… κλειστή οικογένεια των αμερικανών δικαστών, που στις ΗΠΑ, όπως και στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη σύμπνοια που έχει σαν κοινό παρανομαστή την απαίτηση από τους… έξω να σέβονται το ρόλο και την ανεξαρτησία του.
Η πρωτοφανής επίθεση που είχε εξαπολύσει προ ημερών ο κ. Τραμπ κατά του δικαστή του Σιάτλ, Τζέιμς Ρόμπαρτ, που αποφάσισε πρωτόδικα το πάγωμα της εφαρμογής του διατάγματος, δεν στεκόταν σε νομικά επιχειρήματα, αλλά είχε απόλυτα προσωπικό και προσβλητικό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο δικαστής δεν απάντησε ποτέ, απαξιώνοντας να σχολιάσει το θέμα, αλλά απάντησαν πολλοί άλλοι εκ μέρους, από το σύνολο της κοινωνίας, την πολιτική σκηνή και το δικαστικό σώμα. Κάπως έτσι, η υπόθεση ξεπέρασε τα όρια μιας νομικής διαμάχης ή μιας πολιτικής διαμάχης, αλλά εμπλουτίστηκε και με στοιχεία μιας προσωπικής κόντρας μεταξύ του Λευκού Οίκου και των… αόρατων εχθρών του στις τάξεις των δικαστών.
Σημειωτέον, ο δικαστής Ρόμπαρτ είχε διοριστεί από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους. Το ίδιο ίσχυε και για έναν από τους τρεις δικαστές του εφετείου που επικύρωσε ομόφωνα την πρωτόδικη απόφαση. Στοιχεία που αν μη τι άλλο εκθέτουν τα επιχειρήματα του κ. Τραμπ περί πολιτικής απόφασης, που φωτογραφίζει εμπλοκή των Δημοκρατικών.
Τι θα συμβεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, που φαίνεται να είναι και το επόμενο βήμα. Προφανώς δεν μπορούμε να ξέρουμε. Όμως, στον αμερικανικό, και όχι μόνο Τύπο, έπαιξε πολύ ψηλά, χθες, η είδηση ότι ο Νιλ Γκόρτσιτς, ο δικαστής που μόλις προ ημερών επέλεξε –με πάσα επισημότητα- ο κ. Τραμπ για να καλύψει την κενή θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας τον… άδειασε στη ψύχρα, επικρίνοντας τις προσωπικές επιθέσεις του προέδρου κατά του δικαστικού σώματος. Ο κ. Γκόρσιτς επέλεξε με τον τρόπο αυτό να τιμήσει τους άγραφους κανόνες της… οικογένειας του και το μήνυμα της επιλογής του δεν διέφυγε του Τύπου και πιθανότατα ούτε του Λευκού Οίκου, που στη προκειμένη περίπτωση επέλεξε να σιωπήσει. Όμως, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο κ. Τραμπ θα καταφέρει να τιθασεύσει το ταμπεραμέντο του, σε μια υπόθεση που φαίνεται να έχει ακόμη πολύ δρόμο.
Στο μεταξύ, άλλωστε, το διάταγμα του θα παραμένει μπλοκαρισμένο και αυτό σίγουρα θα κρατά ζωντανό το θυμό του.