Διεκδικούν 5,7 δισ. ευρώ για το PSI με την έγκριση της Κυπριακής κυβέρνησης
Ποσό 1,7 δις ευρώ λόγω της συμμετοχής τους στο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους μέσω του PSI , διεκδικεί από το ελληνικό δημόσιο- δηλαδή από την Ελλάδα – η Τράπεζα Κύπρου. Παράλληλα η Κρατική Τράπεζα της Κύπρου στην δικαιοδοσία της οποίας «πέρασαν» οι απαιτήσεις της πρώην Λαϊκής Τράπεζας διεκδικεί από την πλευρά της και για την ίδια υπόθεση ποσό 4 δις ευρώ.
Οι προσφυγές αυτές βέβαια δεν έχουν καμιά τύχη όπως αφού ήδη υπάρχει πρόσφατο δεδικασμένο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και κατά νομικούς κύκλους γίνονται για «κάλυψη» των διοικήσεων των δύο τραπεζικών ιδρυμάτων. Πάντως δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα γιατί από τις δεκάδες τράπεζες παγκοσμίως που κατείχαν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου βρέθηκαν μόνο τρείς – οι δύο κυπριακές και μια γαλλική – που διεκδικούν αποζημιώσεις.
Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται αν ληφθούν υπόψη δύο γεγονότα: Η προσφυγή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου έγινε όπως αναφέρουν τα κυπριακά μέσα ( εφημερίδα «Πολίτης» ) με την έγκριση του υπουργού Οικονομικών της Κύπρου . Επίσης μεγαλομέτοχος της Τράπεζας Κύπρου ( που προφανώς επηρεάζει τις αποφάσεις της διοίκησης ) είναι ο Γουίλμπουρ Ρος στενός φίλος του αμερικανού Πρόεδρου Ντοναλτ Τραμπ. Ο κ. Ρος πρόκειται να αναλάβει το υπουργείο Εμπορίου στην νέα αμερικανική κυβέρνηση και λόγω των περιορισμών του αμερικανικού νόμου δεσμεύτηκε ότι εντός έξι μηνών θα πωλήσει όλες τις συμμετοχές του στο ομώνυμο επενδυτικό ταμείο WL Ross private equity funds.
Το ταμείο αυτό έχει κάνει επενδύσεις σε επιχειρήσεις εκτός των ΗΠΑ, όπως στην Eurobank, την Τράπεζα Κύπρου και την κινεζική Huaneng Group, μία κρατική εταιρεία παραγωγής ενέργειας. Ο Ρος θα παραιτηθεί, επίσης, από τις θέσεις που κατέχει στην Τράπεζα Κύπρου και στη Nexeo.
Όμως όπως αναφέρουν νομικοί κύκλοι ακόμα και ο αμερικανικός αυστηρός νόμος αφήνει περιθώρια διατήρησης στο «παρασκήνιο» των συμμετοχών μέσω άλλων επενδυτικών σχημάτων .
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» ( η μεγαλύτερη και θεωρούμενη πιο έγκυρη κυπριακή εφημερίδα ) , ο λόγος για τον οποίο η Τράπεζα κινείται νομικά έναντι του ελληνικού δημοσίου είναι επειδή υπάρχει διακρατική συμφωνία Ελλάδας – Κύπρου του 1992 για την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων. Η Τράπεζα Κύπρου έκρινε ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή να κινηθεί νομικά, καθώς λήγει το χρονικό περιθώριο που έχει στη διάθεσή της για προσφυγή.
Σημειώνεται ότι και η Λαϊκή Τράπεζα κατέθεσε προσφυγή εναντίον του ελληνικού δημοσίου τον Οκτώβριο του 2015 και διεκδικεί πόσο ύψους 4 δισ. ευρώ.
Όμως με απόφασή του στις αρχές Ιανουαρίου του Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε αμετάκλητα ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τις εμπορικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα για τη ζημία που υπέστησαν στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ελληνικού χρέους (PSI) το 2012. Η απόφαση ελήφθη μετά από προσφυγή μιας γαλλικής εταιρείας και μιας γαλλικής τράπεζας που κατείχαν ελληνικά ομόλογα και ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αποκαταστήσει τη ζημία ύψους 11 εκατ. ευρώ που προκάλεσε το PSI.
Η απόφαση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, οι εμπορικές τράπεζες θεωρείται ότι γνώριζαν την εξαιρετικά ασταθή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην προσωρινή διατήρηση από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των τίτλων αυτών και επομένως προέβησαν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου». Κατά το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι τόσο οι εμπορικές τράπεζες που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα όσο και η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση».