Κυβερνητική προσπάθεια να μειωθούν κάτω του 2% του ΑΕΠ οι απαιτήσεις των Θεσμών (upd)
Προσπάθεια να χαμηλώσει το ύψος των επαχθών δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου 2019-2020 αρκετά κάτω από τα 3,6 δισ. ευρώ ή το 2% του ΑΕΠ που ζητούν οι δανειστές καταβάλλει η κυβέρνηση, όπως προέκυψε από τα όσα συζητήθηκαν κατά την τετράωρης διάρκειας συνάντηση των υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας και Εργασίας με τους επικεφαλής των κλιμακίων των δανειστών στο ξενοδοχείο Χίλτον, η οποία ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 9:00 το απόγευμα της Τετάρτης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η προσπάθεια ελάττωσης του «λογαριασμού» των νέων μέτρων λιτότητας έλαβε τη μορφή υποβολής συγκεκριμένων προτάσεων για «αντίμετρα» που, σύμφωνα με την άποψη της κυβέρνησης, πρέπει να νομοθετηθούν και να εφαρμοστούν ταυτόχρονα. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να πείσει τους εκπροσώπους των δανειστών για τη μη αναγκαιότητα νομοθέτησης τόσο μεγάλου ύψους περιοριστικών μέτρων, υποστηρίζοντας ότι τα οριστικά στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης κατά το έτος 2016 θα δείξουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα εκτινάχθηκε σε επίπεδα υψηλότερα του 2,5% του ΑΕΠ, έναντι στόχου για 0,5% του ΑΕΠ, εξέλιξη η οποία σημαίνει ότι η υπέρβαση του στόχου έφθασε τα 3,6 δισ. ευρώ ή το 2% του ΑΕΠ και μ’ αυτήν καλύπτεται πλέον ένα σημαντικό μέρος από τα όποια δημοσιονομικά κενά εκτιμούν οι δανειστές τόσο για το 2018 όσο και για την διετία 2019-2020. Η διαπραγμάτευση για το ακριβές ύψος των περιοριστικών μέτρων που απαιτούνται καθώς και για τα «αντίμετρα» που θα πρέπει να ισχύσουν ταυτόχρονα θα συνεχιστεί πλέον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Η συζήτηση για τα δημοσιονομικά θέματα σε επίπεδο υπουργών δεν αναμένεται να επαναληφθεί πριν την Παρασκευή. Για αύριο έχουν προγραμματιστεί συζητήσεις για εξωδικαστικό συμβιβασμό και ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Κυβερνητικό στέλεχος ανέφερε μετά το πέρας της συνάντησης ότι «παρουσιάσαμε τις προτάσεις μας, ορισμένα μέτρα είναι σε πολύ καλό δρόμο, σε κάποια άλλα οι πιστωτές ζητούν τεχνικές λεπτομέρειες, σε κάποια άλλα διαφωνούν». Η κυβερνητική πηγή άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο, οι τελικές απαιτήσεις των δανειστών να είναι μικρότερες από τα 3,6 δις. ευρώ ή το 2% του ΑΕΠ, παραπέμποντας στην επισήμανση του ΔΝΤ, όπως αποτυπώνεται στην έκθεση του άρθρου 4, σύμφωνα με την οποία, οι προβλέψεις και οι απαιτήσεις του Ταμείου δεν έχουν ενσωματώσει τα στοιχεία μετά το Νοέμβριο.
«Αυτή η συζήτηση θέλει χαρτί και μολύβι», ανέφερε η ίδια πηγή, τονίζοντας ότι είναι πολύ σημαντική παράμετρος το μέγεθος του κενού για τα επόμενα χρόνια.
Επιβεβαιώνει το Υπ.Οικ.
Λίγο αργότερα πηγές από το υπουργείο Οικονομικών επιβεβαίωσαν όλες τις προαναφερθείσες πληροφορίες επισημαίνοντας ότι κατά τη συνάντηση με τους επικεφαλής των κλιμακίων των δανειστών «έγινε μια πρώτη κουβέντα για τις προτάσεις μας για τα μέτρα και τα «αντίμετρα». Οι εκπρόσωποι των θεσμών ακούσανε προσεκτικά αυτά που είπαμε. Μερικά θεωρούν ότι είναι σε πολύ καλό δρόμο, άλλα θεωρούν ότι χρειάζονται περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες και για ορισμένα έχουν κάποιες διαφωνίες. Οπότε τώρα το θέμα θα συζητηθεί σε τεχνικό επίπεδο».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές:
- «Αύριο (σ.σ. την Πέμπτη) εργάζονται όλα τα τεχνικά κλιμάκια. Επίσης, σε επίπεδο υπουργών και εκπροσώπων θεσμών προγραμματίζεται συνάντηση για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και την παρέμβαση στην αγορά εργασίας».
- «Σημαντικό θέμα επίσης, είναι η συζήτηση σε τεχνικό επίπεδο για το μέγεθος του δημοσιονομικού κενού ώστε να συγκλίνουν οι προβλέψεις μας, λαμβάνοντας υπ όψιν και την ανάπτυξη».
Οι ίδιες πηγές υπενθύμισαν και πάλι ότι το ΔΝΤ στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία (“άρθρο 4”) λέει ότι οι προβλέψεις του δεν ενσωματώνουν τα καινούρια στοιχεία μετά τον Νοέμβριο, άρα η συζήτηση για το τι σημαίνει να ενσωματωθούν τα νέα στοιχεία μετά το Νοέμβριο πρέπει να γίνει σε τεχνικό επίπεδο. «Αυτή είναι πιο δύσκολη δουλειά», τόνισαν. Διευκρινίζουν δε ότι «σε επίπεδο υπουργών και επικεφαλής θεσμών δεν θα συζητηθεί πριν την Παρασκευή».
Απαντώντας εξάλλου σε ερώτηση για το εάν η κυβέρνηση συζητά την απαίτηση των δανειστών για μέτρα 2% του ΑΕΠ, κυβερνητική πηγή απάντησε ότι: «Το 2% είναι η άποψη του ΔΝΤ, αλλά αυτό το λέει χωρίς να έχει ενσωματώσει τα στοιχεία μετά το Νοέμβριο».