Ελληνικά Πετρέλαια: «Είναι αναγκαία η λήψη μέτρων αντιμετώπισης κρίσεων ενεργειακού εφοδιασμού»
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Γρηγόρης Στεργιούλης, μίλησε σήμερα στο 2ο πετρελαϊκό συνέδριο στην Αθήνα και αναφέρθηκε στις δράσεις των Ελληνικών Πετρελαίων για την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.
Ο κ. Στεργιούλης αναφέρθηκε στην τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας καυσίμων που επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών της αγοράς επί 90 ημέρες, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στην πολιτική διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας αργού και πρώτων υλών με τη σύναψη συμβολαίων απευθείας με παραγωγές χώρες όπως Ιράν, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Ρωσία. Τόνισε επίσης τη δυναμική επάνοδο του ομίλου στον τομέα της Έρευνας και Παραγωγής Υδρογονανθράκων, με τη δραστηριότητα σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές και σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας.
Ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΠΕ έθεσε και την ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος, τονίζοντας ότι η ΕΕ εισάγει το 53% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνει και έχει έντονη εξάρτηση από εισαγωγές για το αργό (90%) και το Φυσικό αέριο (66%), και σε μικρότερο βαθμό για στερεά καύσιμα (42%) και πυρηνικά (40%). Είναι ενδεικτικό ότι οι εισαγωγές πετρελαίου και προϊόντων ξεπερνούν τα 300 δις. ευρώ ετησίως.
«Τα παραπάνω στοιχεία, τόνισε ο κ. Στεργιούλης, καταδεικνύουν την ευάλωτη θέση της Ε.Ε. σε πιθανές ενεργειακές κρίσεις, γεγονός που ήρθε αρχικά στην επιφάνεια το 2006 και το 2009, όταν η Ρωσία διέκοψε την τροφοδοσία του αγωγού Φυσικού αερίου εξαιτίας διένεξης με την Ουκρανία, και πιο πρόσφατα με τα γεγονότα της Κριμαίας. Η κρίση του φετινού χειμώνα ανέδειξε επίσης τα προβλήματα που προκύπτουν από την έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών πηγών ενέργειας, καθώς ο συνδυασμός ακραίου ψύχους σε πολλές περιοχές της Ε.Ε. με την προσωρινή απόσυρση των πυρηνικών εργοστασίων της Γαλλίας οδήγησε σε μια γενικευμένη ενεργειακή κρίση που έπληξε όλη την Ευρώπη».
Τέλος, επεσήμανε την ανάγκη ανάπτυξης μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., αύξησης της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ, μείωσης της ζήτησης με μέτρα ενεργειακής απόδοσης και περαιτέρω αύξησης των αποθηκευτικών χώρων.