Ένας καλός τζίρος ορίζει την συνέχεια
Με δεδομένο ότι η Αγορά προσπαθεί να πείσει ότι διαθέτει ένα ισχυρό «αντίδοτο» κόντρα στην τραπεζική αδυναμία, ο Γενικός Δείκτης προσπαθεί να παραμείνει στα επίπεδα των 820 μονάδων.
Αν και οι τράπεζες «κοκκινίζουν» και σήμερα, με -3% για σχεδόν το σύνολο τους, ο γενικός τζίρος συνεχίζει και είναι ικανοποιητικός, στα 45 εκατ. ευρώ και στα 48 εκατ. μετοχές.
Μετοχές όπως η ΔΕΗ, η ΑΔΜΗΕ, ο ΟΤΕ και η Ιντραλότ, σημειώνουν ικανοποιητικά κέρδη, από 6% μέχρι 1,85%, όπως και ο όγκος είναι αξιοσημείωτος. Το σημαντικότερο σημείο της σημερινής συνεδρίασης είναι ότι η αγορά δείχνει να θέλει να ξεφύγει από το τραπεζικοκεντρικό της χαρακτήρα και να δείξει ότι και οι υπόλοιπες επιλογές είναι άξιες ενδιαφέροντος και προοπτικής. Σίγουρα η ερώτηση «πόσο πάνω μπορεί να πάει η Αγορά, χωρίς την βοήθεια των τραπεζών» είναι σημαντική και δύσκολα μπορεί να απαντηθεί σε μια μόνο συνεδρίαση. Η κόπωση των τραπεζών φαίνεται από μακριά, αλλά ίσως να είναι και προσωρινή.
Με την Ευρώπη να «σέρνεται» γύρω από +- 0%, ο Γ.Δ. της Σοφοκλέους δείχνει αξιοσημείωτες αντοχές. Ενώ οι δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων είναι αισιόδοξες (δήλωση Ρέγκλινγκ), οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εμφανίζουν οριακές μεταβολές, παραμένοντας κάτω του τεχνικού ορίου του 5,60%. Ενδεικτικά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αυξάνεται κατά 0,9 μονάδα βάσης στο 5,586%, ενώ η απόδοση του 2ετούς ομολόγου μειώνεται κατά 4,9 μονάδες βάσης στα 4,220%.
Να προσθέσουμε ότι οι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής για μια μελλοντική συμφωνία για το χρέος, ενώ η έκθεση της Κομισιόν για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια, με το πιο αισιόδοξο σενάριο το χρέος το 2060 να υποχωρήσει στο 75,4%.
Τέλος, η προσοχή των επενδυτών στρέφεται και στο διεθνές περιβάλλον, όπου «μονοπωλεί» η νέα κατακρήμνιση της τιμής του πετρελαίου. Η τιμή του «μαύρου χρυσού» υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 10 μηνών, με τις απώλειες του α’ εξαμήνου να είναι οι μεγαλύτερες από το 1997 και να υπερβαίνουν το 20%. Η αναζωπύρωση των πιέσεων αποδίδεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, στις ανησυχίες για την περαιτέρω άνοδο των παγκόσμιων αποθεμάτων.