Η κάλπη είναι γκαστρωμένη και η Ευρώπη… κοιλοπονάει
Όλα «παίζονται» την Κυριακή το βράδυ για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ευρώπης. «Η κάλπη είναι γκαστρωμένη», λένε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής στη Γηραιά Ήπειρο, γνωρίζοντας ότι από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, εξαρτάται το κοινό μας μέλλον!
Οι αναλύσεις για την «επόμενη ημέρα» της Γερμανίας (και όλης της Ευρώπης) δεν επικεντρώνονται στους δύο πρώτους πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά στο ποιο κόμμα θα αναδειχθεί τρίτο κατά την ψηφοφορία της Κυριακής.
Τα κέντρα αποφάσεων στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες μεγάλες χώρες έχουν επεξεργαστεί μία σειρά από σενάρια, με βάση τα ενδεχόμενα που θα προκύψουν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Στην ουσία, όλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το «μίγμα πολιτικής» της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης εξαρτάται και το ποιοι θα κυβερνήσουν την ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε.
Επί ποδός
Αυτό προκύπτει από απόρρητες εκθέσεις Ευρωπαίων διπλωματών μεγάλων χωρών της Ε.Ε., που συνυπολογίζονται στη λεγόμενη «Ομάδα του Νότου». Τα κείμενα (είναι στη διάθεση της «F&M Voice») αποτυπώνουν τη σημερινή γερμανική πολιτική πραγματικότητα, με στόχο να υπάρξει όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα για το αποτέλεσμα και «προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε μία από αυτές τις εκθέσεις.
Διπλωματικοί και πολιτικοί παράγοντες επικεντρώνουν εάν θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, τις σχέσεις της Γερμανίας με τις μεγάλες δυνάμεις εντός και εκτός Ευρώπης. Κι αν το μυαλό πάει αμέσως στις ΗΠΑ (του Τραμπ) και στη Ρωσία (του Πούτιν), το μεγάλο ερώτημα που αναδεικνύεται είναι: Πώς θα διαμορφωθεί ο νέος συσχετισμός δυνάμεων στον λεγόμενο «γαλλο-γερμανικό άξονα» και πόσο θα επηρεάσει το επονομαζόμενο «όραμα Μακρόν», για ριζικές αλλαγές στις ευρωπαϊκές δομές και για «θεραπεία των δομικών προβλημάτων της Ευρώπης.
Βάζουν φρένο
Τόσο η Μέρκελ, όσο και ο Σόιμπλε προσπαθούν να δείξουν ότι αποδέχονται ορισμένες από τις ιδέες του Γάλλου ηγέτη, όπως το «ευρωπαϊκό ΔΝΤ», ή ο ορισμός υπουργού Οικονομικών στην Ευρωζώνη, έστω κι αν, στην πράξη, θέλουν να λειτουργεί εντελώς διαφορετικά, απ’ ό,τι οραματίζεται ο Εμμανουέλ Μακρόν.
Συγκεκριμένοι κύκλοι του CDU κι άλλων «συγγενών» δυνάμεων (δέσμιοι του «γερμανικού μεγαλοϊδεατισμού» και της υπεροχής του Βερολίνου) δεν καλοβλέπουν τον αναβαθμισμένο ρόλο του Γάλλου προέδρου, όπως προκύπτει από όσα διαρρέουν κύκλοι προσκείμενοι στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τη χαρακτηριστική φράση: «Το Παρίσι δεν θα συγκυβερνήσει στην Ευρώπη, εάν δεν βάλει τάξη στην οικονομία του».
Από την άλλη, ο ηγέτης της Γαλλίας δείχνει να επιδιώκει τη διαμόρφωση κοινών θέσεων με τη γερμανική κυβέρνηση και γι’ αυτό, ανέβαλλε για τις 26 Σεπτεμβρίου (δύο 24ωρα μετά τις γερμανικές κάλπες) την επίσημη παρουσίαση των θέσεών του, για τις δομικές αλλαγές στην Ευρώπη. Τότε, θα γνωρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους συσχετισμούς δυνάμεων στο Βερολίνο και θα έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να αποτυπώσει τις προτάσεις του.
Το «ελληνικό ζήτημα» πάντα παρόν…
Μπορεί να μην είχε την ίδια βαρύτητα και την ίδια δημοσιότητα, σε σύγκριση με τις εκλογές του 2013, αλλά το λεγόμενο «ελληνικό ζήτημα» ήταν και πάλι ένα από τα θέματα της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία.
Άλλωστε, όλο και περισσότεροι πολίτες, όπως και πολιτικοί παράγοντες της χώρας έχουν, πλέον, πεισθεί ότι η κρίση δεν είναι «μεμονωμένο φαινόμενο», ενώ τα υπερβολικά γερμανικά πλεονάσματα καταστρέφουν ό,τι είχε κτισθεί επί δεκαετίες στην ενωμένη Ευρώπη.
Οι θέσεις των κομμάτων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας συγκλίνουν μόνο στη διαπίστωση ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για πορεία εξόδου από την κρίση. Σε όλα τα άλλα, όπως στα μέτρα, τους τρόπους και τις μεθόδους, υπάρχει τεράστιο χάσμα πολιτικών θέσεων.
Το γερμανικό κατεστημένο είναι διασπασμένο
Βασικό ρόλο (και) σε αυτές τις εκλογές, αναμένεται να διαδραματίσει η τελική στάση που θα τηρήσουν στην κάλπη οι μεγάλοι επιχειρηματίες και οι άνθρωποι, που κινούν τα νήματα της γερμανικής (και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής) οικονομίας.
Όπως διαπιστώνουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες, με διασυνδέσεις σε Βερολίνο και Βρυξέλλες, οι πολιτικές απόψεις της επιχειρηματικής κοινότητας της Γερμανίας είναι αποκλίνουσες. Αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι τα στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα, που επωφελήθηκαν τα μέγιστα από τη «γερμανική γραμμή» της τελευταίας δεκαετίας, τάσσονται ανεπιφύλακτα υπέρ του CDU και των συμμάχων του, ως αποτέλεσμα της «ιδιαίτερης σχέσης» με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ένα σημαντικό τμήμα της βιομηχανίας, από την άλλη, βλέπει με καλό μάτι το SPD, από το πρόγραμμα του οποίου δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αντιθέτως, μπορεί να επωφεληθεί από προγράμματα δημοσίων ή ευρωπαϊκών επενδύσεων.
Το ξενοφοβικό AfD καθώς και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες λειτουργούν περισσότερο ως αντίβαρο (ή και φόβητρο) για «αριστερές» παρεκκλίσεις, ενώ οι Πράσινοι αποσπούν την προσοχή ενός μικρού τμήματος της επιχειρηματικότητας, που ασχολείται με τις «καθαρές» τεχνολογίες και διατηρεί περιβαλλοντικές ανησυχίες.