Στουρνάρας: Να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, δηλαδή εμπιστοσύνη στο μέλλον
Στην εκτίμηση ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς ήταν αυτός ο παράγοντας που δυσχέρανε την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες που ακολούθησαν παρόμοια προγράμματα, προχώρησε ο Γιάννης Στουρνάρας, διότι σύμφωνα με τον ίδιο «οι πολίτες έμειναν χωρίς πυξίδα και προοπτική, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς».
Σε ομιλία του σε συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εξέφρασε την πεποίθηση ότι δεν αρκούν η δημοσιονομική προσαρμογή, οι επενδύσεις και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος προκειμένου η χώρα να επιτύχει υψηλούς αλλά και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με κοινωνική δικαιοσύνη. «Πρέπει επίσης, να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, κάτι που είναι συνώνυμο με την εμπιστοσύνη στο μέλλον. Αδύναμοι, κλειστοί θεσμοί παράγουν αβεβαιότητα και απώλεια προσανατολισμού» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, άσκησε κριτική στο πολιτικό σύστημα, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάστηκε καθοριστικά από τις κοινωνικές αμφιθυμίες και ταλαντεύσεις και προσαρμόσθηκε σ’ αυτές, αποφεύγοντας δράσεις που θα δυσαρεστούσαν τους πολίτες ή θα διατάρασσαν τις σχέσεις τους με μεγάλες ή μικρές ομάδες συμφερόντων. Η πελατειακή διάσταση του πολιτικού συστήματος, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, επέδρασε αρνητικά στη λειτουργία των θεσμών.
Όπως διευκρίνισε, οι πελατειακές σχέσεις επέδρασαν καθοριστικά: α) στο ασφαλιστικό σύστημα (βλέπε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, «ευγενή» και «φτωχά» ταμεία), β) στις αγορές προϊόντων (βλέπε κλειστά επαγγέλματα), γ) στην αγορά εργασίας (βλέπε μισθολογικές διαφορές), δ) στη δημόσια διοίκηση (βλέπε έλλειψη αξιολόγησης και κινήτρων), ε) στο φορολογικό σύστημα (βλέπε απαλλαγές ομάδων, ειδικά καθεστώτα), αναφέρει το ΑΠΕ.
Παρατήρησε δε, ότι «οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτών των ομάδων δημιούργησαν «χαμένους» και «κερδισμένους», τροφοδότησαν συγκρούσεις και κυρίως υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη και την αποδοχή, τις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών».
Κατέληξε, δε, υποστηρίζοντας ότι έχει ενισχυθεί ο λαϊκισμός, επιτρέποντας «σε κόμματα, κυβερνήσεις και πολίτες να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους, να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση».