Η Ανάσταση ήρθε, την ανάπτυξη την είδε κανείς;
Επιστρέφοντας στην καθημερινότητα μετά τις ημέρες του Πάσχα και πριν καλά καλά προλάβουμε να… χωνέψουμε το αρνί, πέσαμε πάνω στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την οικονομία της ευρωζώνης, αλλά και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα στοιχεία, για το σύνολο της γηραιάς ηπείρου, δείχνουν αισιόδοξα: Η ευρωπαϊκή οικονομία σημείωσε πέρυσι ανάπτυξη 2,5% και στο τέλος του 2017 είχε καταγράψει 18 συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης, ενώ η απασχόληση σημείωσε άνοδο 1,6% και η ανεργία, αντίστοιχα, έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 9 ετών. Ο δε σούπερ Μάριο εμφανίζεται βέβαιος ότι ο ρυθμός της οικονομικής επέκτασης θα παραμείνει και φέτος ισχυρός.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΚΤ, η χώρα μας εμφάνισε τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των μελών της Ε.Ε. με το «κοντέρ» να γράφει 1,4% έναντι μέσου όρου της ευρωζώνης 2,3%. Δεν μπορεί κανείς, βεβαίως, να παραγνωρίσει ότι, μέχρι πριν λίγα τρίμηνα, η Ελλάδα βρισκόταν σε παρατεταμένη ύφεση, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις τωρινές οικονομικές της επιδόσεις. Όμως, πώς ακριβώς θα ξεκολλήσουμε από το τέλμα των μνημονιακών χρόνων, αν δεν πετύχουμε να φτάσουμε σε ρυθμούς που να υποδηλώνουν ένα αναπτυξιακό άλμα; Με άλλα λόγια, δεν αρκεί πλέον το βάδην. Είναι η ώρα του σπριντ.
Αιτίες, σύμφωνα με την έκθεση, για τη συγκριτικά χαμηλή επίδοση της Ελλάδας είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση στη χώρα μας αυξήθηκε μόνο κατά 0,1% το 2017, έναντι μέσης αύξησης στο 1,6% στα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, ενώ, παράλληλα, στην κρατική δαπάνη καταγράφεται συρρίκνωση κατά 1,1%, όταν κατά μέσο όρο αυτή αυξήθηκε κατά 1,2% στη ζώνη του ευρώ. Με βάση τα στοιχεία του 2016, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές και προσαρμοσμένο με βάση το κόστος ζωής) είναι 19.900 ευρώ, ετησίως, για κάθε Έλληνα, όταν στη μεταμνημονιακή Πορτογαλία ανέρχεται σε 23.100 ευρώ, στην Κύπρο σε 24.600 ευρώ και κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη στα 31.700 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πορτογαλία το 2016 είναι 5.000 ευρώ υψηλότερο απ’ ότι ήταν πριν την οικονομική κρίση.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ανάγλυφα -όχι ότι δεν το ξέραμε και χωρίς την έκθεση της ΕΚΤ- ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα είναι. Η Ελλάδα, αν δεν πετύχει -όχι αύριο, σήμερα- να βάλει μπρος ένα πραγματικό αναπτυξιακό θαύμα, διατρέχει τον κίνδυνο να παραμείνει, επ’ αόριστον, εγκλωβισμένη σε μία στάσιμη κατάσταση, η οποία θα ισοδυναμεί με νέα οπισθοδρόμηση. Σε αυτή την περίπτωση, έστω κι αν έχει γλιτώσει από το σπιράλ της ύφεσης -κυρίως από «σπόντα», αφού η Ευρώπη, στο σύνολό της, δεν θα άντεχε να μένει για πάντα στο κόκκινο- δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγει από τη μιζέρια και τις χαμηλές πτήσεις των τελευταίων ετών. Θα είναι σαν να βρίσκεται για πάντα σε μνημόνιο, είτε υπάρχει «πρόγραμμα» είτε όχι.
Τρεις προϋποθέσεις πρέπει να ισχύσουν για να υπάρχει ελπίδα να γίνει το πολυπόθητο «μπουμ». Πρώτα απ’ όλα, το περιβόητο αναπτυξιακό σχέδιο, που μέχρι και προαπαιτούμενο από τους δανειστές μας είναι, πρέπει να πάψει να αποτελεί ιδεολόγημα και να γίνει άμεσα πρακτικό, συγκεκριμένο και εφαρμόσιμο πρόγραμμα. Οι εξαγγελίες για την παραγωγική ανασυγκρότηση ή όπως αλλιώς θέλει να την αποκαλέσει κανείς, έχουν ακουστεί ήδη από το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. ήρθε στα πράγματα. Διανύουμε το 2018 και το πρόγραμμα ακόμη βρίσκεται υπό επεξεργασία, ενώ θα έπρεπε να είναι έτοιμο εδώ και μήνες ή και χρόνια.
Δεύτερον, είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχουν πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις του τόπου που επενδύουν στην αποδόμηση της «καθαρής εξόδου». Επιστροφή στην κανονικότητα με capital controls δεν γίνεται και άρση των capital controls με προληπτική γραμμή και εντός προγράμματος στήριξης, επίσης, δεν γίνεται. Ούτε μπορεί ποτέ η Ελλάδα να ελπίζει σε λογικά επιτόκια δανεισμού από τις αγορές, όσο αυτές ξέρουν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στον «ορό». Άρα η «καθαρή έξοδος» δεν είναι ιδεολογικό κόλλημα του Τσακαλώτου και των συν αυτώ, αλλά απαραίτητα προϋπόθεση για να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Όποιος βάλλει, λοιπόν, εναντίον της δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στον τόπο, τελεία και παύλα.
Τρίτο και τελευταίο, η όξυνση στα εθνικά θέματα* τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν είναι ασύνδετη με την προσπάθεια της χώρας να επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης και ευημερίας. Δεν πρέπει, λοιπόν, ούτε οι κορώνες του οικονομικά ετοιμόρροπου Ερντογάν ούτε οι σειρήνες στο Αιγαίο ούτε το θέμα των Σκοπίων -που δεν είναι, άλλωστε, το μέγιστο πρόβλημα της Ελλάδας αν δεν μπορεί να λυθεί με συμφέροντα για εμάς τρόπο- να σκιάζουν το τοπίο και να μας κάνουν να χάνουμε τον στόχο. Με προσοχή, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα οι Έλληνες, πολίτες και πολιτικοί, πρέπει διαρκώς να έχουμε κατά νου ότι το στοίχημα της τρέχουσας περιόδου είναι η ανάπτυξη. Μέσα από αυτή θα λυθούν πολλά άλλα.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην F&M Voice της Πέμπτης 12 Απριλίου 2018. Την ίδια μέρα η Ελλάδα θρήνησε ένα αχρείαστο θύμα της όξυνσης αυτής. Είναι ανεπίτρεπτο μία χώρα μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ να μετράει ξανά θύματα του ακήρυκτου πολέμου των λέξεων και των εντυπώσεων…