Το νέο «αντάρτικο» του νότου αλλάζει τους όρους του ευρωπαιχνιδιού
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν πρόβλημα. Δεν ξέρουν από ποιον να πρωτο-φυλαχθούν και ποιον να απωθήσουν. Οι «αντάρτες» του νότου, όχι μόνο αυξάνονται σε αριθμό αλλά ενισχύονται σε δύναμη, ενώ παρουσιάζουν ολοένα μεγαλύτερη… θρασύτητα(!) στην πρόθεση τους να… τολμήσουν να επιβάλουν μια διαφορετική οικονομική πολιτική κόντρα στην μέχρι τώρα σκληρή γραμμή του διδύμου Βρυξελλών και Βερολίνου.
Η Ιταλία, βεβαίως, αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει. Όχι μόνο διότι το κείμενο του προϋπολογισμού που έχει καταθέσει περιλαμβάνει αρκετές αποκλίσεις από τα επιθυμητά κατά την Κομισιόν νούμερα, αλλά και επειδή υπερασπίζεται με περισσό θάρρος την πρόθεση της.
Ειδικά ο ηγέτης της Λέγκας, ο Ματέο Σαλβίνι κάνει ότι μπορεί με τις δηλώσεις του για να προκαλέσει και να εκνευρίσει τη συστημική Ευρώπη με την απείθεια του. Γεγονός που προκαλεί εύλογα προβληματισμό στην Κομισιόν, που γνωρίζει ότι το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και βαθιά πολιτικό. Είναι ένα μπρα-ντε-φερ πολιτικών και ιδεολογιών, που μπορεί να έχει ευρύτερο αντίκτυπο σε όλη την Ευρώπη.
Παρά το γεγονός ότι η Ιταλία έχει προσελκύσει τη μερίδα του λέοντος του ενδιαφέροντος, δεν είναι η μόνη που έχει τολμήσει να κινηθεί εκτός πλαισίου. Επιφυλάξεις από την Κομισιόν και όχι μόνο, έχουν διατυπωθεί αναφορικά και με το κείμενο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η Ισπανία, τον πρώτο υπό τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ. Θυμίζουμε ότι μετά την πτώση της συντηρητικής κυβέρνησης Ραχόι, οι Σοσιαλιστές σχημάτισαν κυβέρνηση, τον Ιούνιο, με την κοινοβουλευτική ανοχή των αριστερών Podemos, των κομμάτων των Καταλανών και των Βάσκων.
Η νέα κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να δώσει το διαφορετικό στίγμα της, κυρίως στην οικονομική πολιτική, διαμόρφωσε έναν προϋπολογισμό που ξεφεύγει από την λιτότητα. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει αυξήσεις των δαπανών (για κράτος πρόνοιας, παιδεία, επιδόματα), στοχευμένες αυξήσεις των φόρων για τους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις (ειδικά η νέα φορολόγηση ήταν απαίτηση των Podemos) και σημαντική αύξηση του κατώτερου μισθού από τα 736 στα 900 ευρώ.
Σε νούμερα, η δέσμευση αυτή μεταφράζεται σε μια, όχι ασήμαντη, παρέκκλιση από το δημοσιονομικό στόχο της προηγούμενης συντηρητικής κυβέρνησης (όπως δηλαδή έκανε και η νέα ιταλική κυβέρνηση, σε σχέση με την προηγούμενη). Με τις νέες παροχές, το έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει υπολογιστεί στο 1,8% επί το ΑΕΠ, για το 2019, σε σχέση με το 1,3% που είχε υποσχεθεί στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών ο Ραχόι. Αντιστοίχως το δημόσιο χρέος θα μειωθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Στην ίδια τη χώρα, η συντηρητική αντιπολίτευση έσπευσε να κατηγορήσει τη νέα κυβέρνηση ότι απειλεί να διαγράψει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, θέτοντας την οικονομία και πάλι σε κίνδυνο. Οι δε, Βρυξέλλες σαφώς δεν είναι ευχαριστημένες. Δεν είναι μόνο η παρέκκλιση στα νούμερα, είναι η παρέκκλιση σε επίπεδο ιδεολογίας και πολιτικής. Και μπορεί η Μαδρίτη να κινείται με σαφώς πιο μετριοπαθείς τόνους σε σχέση με τη Ρώμη (μάλιστα προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί όσο μπορεί από τις ιταλικές κορώνες και την όποια σύγκριση μεταξύ τους), αλλά είναι γεγονός πως η βούληση αμφότερων για την εφαρμογή ενός διαφορετικού μείγματος οικονομικής πολιτικής ταυτίζεται.
Η κυβέρνηση Σάντσεθ δεν είναι μια αντισυστημική κυβέρνηση, δεν έχει κανένα στοιχείο ευρωσκεπτικισμού, δεν μπορεί να κατηγορηθεί από τις Βρυξέλλες ως ακραία και συγκρουσιακή. Αλλά θέλει, εκτός από το να σεβαστεί τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της, «να εργαστεί για τη μείωση της ανισότητας και τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η υπουργός Οικονομικών Νάντια Καλβίνο, που άλλωστε υπήρξε και η ίδια ευρύτερα σεβαστό στέλεχος της Κομισιόν. Το γεγονός αυτό προκαλεί σοβαρό πρόβλημα στις Βρυξέλλες, ίσως μεγαλύτερο και από το πρόβλημα που έχει με την περίπτωση της Ιταλίας, της οποίας η κυβέρνηση έχει στιγματιστεί (και απομονωθεί από αρκετούς κύκλους) ως ακραία, επιθετική και ευρωφοβική.