Πολιτική του «φαίνεσθαι»
Η τοποθέτηση της δημοσιογράφου της εφημερίδας «Καθημερινή» Αριστοτελίας Πελώνη ως αναπληρώτριας κυβερνητικής εκπροσώπου, προφανώς δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο σε περιόδους μάλιστα διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ.
Είχαν προηγηθεί κατά το παρελθόν ο Θόδωρος Κασσίμης επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο Θοδωρής Ρουσόπουλος και ο Ευάγγελος Αντώναρος επί Κώστα Καραμανλή, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν επικοινωνιακό πλεονέκτημα, αξιοποιώντας τα φώτα και τις γνώσεις των εν ενεργεία επαγγελματιών της δημοσιογραφίας. Άλλωστε με το νέο νόμο του λεγόμενου «επιτελικού κράτους» οι δημοσιογράφοι έχουν την τιμητική τους καθώς μπορούν να διοριστούν ως «εκπρόσωποι» υπουργείων…
Και αν αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος, από την άλλη ο ίδιος ο πρωθυπουργός λειτουργεί με καθαρά επικοινωνιακά κριτήρια προκειμένου να συγκαλύψει λάθη και αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής.
Έτσι με το νέο έτος το «ναυάγιο» στην Ουάσιγκτον αποτέλεσε αφορμή για τη κατάθεση του εκλογικού νόμου, το «ναυάγιο» στην εξωτερική πολιτική και όχι μόνο ανάγκασαν το Μαξίμου να προχωρήσει στην επιλογή της Αικ. Σακελλαρόπουλου για ΠτΔ και στην επίσκεψη του Λίβυου στρατάρχη Χαφτάρ στην Αθήνας λίγες ώρες πριν από τη διάσκεψη του Βερολίνου για το Λιβυκό ζήτημα χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας.
Αποκορύφωμα η ανάρτηση στα social media από τον ίδιο τον Κυρ. Μητσοτάκη της φωτογραφίας με τον Μίκη Θεοδωράκη, γράφοντας «Μια ζεστή απογευματινή συνάντηση με ένα Μεγάλο Έλληνα». Είχαν προηγηθεί οι αναρτήσεις του πρωθυπουργού με τη σύζυγό του Μαρέβα, κάνοντας σκι και αναδεικνύοντας τα αθλητικά του προσόντα τόσο στο βουνό, όσο και στη θάλασσα το καλοκαίρι.
Με άλλα λόγια η επικοινωνία και οι συμβολισμοί χωρίς ουσία αποτελούν την πρώτης φροντίδα το πρωί και την τελευταία το βράδυ για το Μαξίμου και τη… «μαχόμενη» κυβερνητική δημοσιογραφία που καθημερινά «λιβανίζει» μια πολιτική του «φαίνεσθαι» μιας πολιτικής δηλαδή εικονικής και ψεύτικης που αποχαυνώνει τους πολίτες.