Τσίπρας στη Ρώμη: Το θέμα είναι να φέρουμε τη Σοσιαλδημοκρατία κοντά στην Αριστερά
«Η πρόκληση δεν είναι να πάμε την Αριστερά πιο κοντά στην Σοσιαλδημοκρατία, αλλά να φέρουμε την Σοσιαλδημοκρατία πιο κοντά στην Αριστερά», είπε ο Αλέξης Τσίπρας κερδίζοντας τα χειροκροτήματα του κοινού, κατά τη διάρκεια συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ του «Κινήματος Δημοκρατικών Προοδευτικών – Άρθρο1» στη Ρώμη με την παρουσία των δημοσιογράφων Λούκα Τελέζε και Θεόδωρου Ανδρεάδη Συγγελάκη.
Ο Α. Τσίπρας υποβλήθηκε σε ένα είδος «ανάκρισης» για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ενώ ο ίδιος άφησε αιχμές κατά το ρατσισμού και του «σαλβινισμού», αναπτύσσοντας την ιδέα για τη δημιουργία ενός νέου μαζικού κόμματος και αναφέρθηκε στις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Αριστερά, τη Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στη Συμφωνία των Πρεσπών και τη μάχη του κόμματος και της Αριστεράς κατά του εθνικισμού και του λαϊκισμού, εκτιμώντας ότι η Αριστερά με βάση τις αρχές της έκανε το σωστό για την χώρα γνωρίζοντας ότι θα πρέπει να καταβάλλει ένα πολιτικό κόστος, κερδίζοντας μάλιστα και τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού.
Αποσπάσματα από τις απαντήσεις του Α. Τσίπρα:
Η Αριστερά στην Ελλάδα και ο ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του στα λεγόμενα λαϊκά στρώματα, κατάφερε να οικοδομήσει, παρά τις τεράστιες δημοσιονομικές δυσκολίες που βρεθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, μια σχέση βαθιά ριζωμένη, μια σχέση ειλικρινή, κατάφερε να εκπροσωπήσει αυτά που ονομάζουμε λαϊκά στρώματα και αυτό το είδαμε και στα εκλογικά αποτελέσματα, όπου ήρθαμε πρώτη δύναμη παρά την ήττα μας, με σχεδόν 40% σύμφωνα με τα exit polls, στους μισθωτούς, τους άνεργους, τους νέους ανθρώπους και τις παραδοσιακά λαϊκές περιοχές των μεγάλων πόλεων και στην ύπαιθρο.
Ο αδύναμός μας κρίκος ήταν τα μεσοστρώματα κι όχι οι αδύναμοι, όχι η εργατική τάξη, όχι οι άνεργοι. Κι αυτό έχει πολλές αιτίες, που θα μπορούσε κανείς να συζητά πολύ ώρα για να το εξηγήσει. Όμως εμείς βρεθήκαμε στην κυβέρνηση σε ειδικά δύσκολες συνθήκες, στις δυσκολότερες μετά τη μεταπολίτευση. Κι έπρεπε να κάνουμε μια κρίσιμη επιλογή ή να οδηγήσουμε σε ένα big bang, σε μια τεράστια καταστροφή, που θα έπληττε κυρίως τις δυνάμεις που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, το προλεταριάτο, τους εργαζόμενους, τους μικρομεσαίους, γιατί οι άλλοι είχαν βγάλει τα λεφτά τους στο εξωτερικό και θα έρχονταν πολύ εύκολα για να αγοράσουν τα πάντα εάν επιλέγαμε την έξοδο από το ευρώ. Βρεθήκαμε σε μια πολύ δύσκολη επιλογή και έπρεπε να πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις.
Αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε αυτό που μας παρουσίαζαν ως μονόδρομο, δηλαδή το δρόμο της απόλυτης υποταγής, ούτε όμως το δρόμο της απόλυτης ρήξης και να αναζητήσουμε εναλλακτικούς δρόμους με σκληρή διαπραγμάτευσης και οικοδόμηση συμμαχιών στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο τέλος της «ημέρας» είχαμε μια μοναδική επιλογή θα έλεγα. Δεν υπήρχε εναλλακτική όσο αφορά την αριστερή προσέγγιση. Αυτό το δημοσιονομικό χώρο που είχαμε, τα βάρη που έπρεπε να μοιράσουμε, να τα μοιράσουμε με δικαιοσύνη και με ταξική μεροληψία υπέρ των αδύναμων. Κι όταν αργότερα είχαμε δυνατότητες δημοσιονομικές, βγαίνοντας από την κρίση και τα Μνημόνια, ερχόμενοι στην ανάπτυξη, πάλι με μεροληψία υπέρ των αδύναμων και των μεσαίων στρωμάτων.
Αυτό δημιούργησε στο τέλος την εξής εικόνα. Αυτή η επιλογή μας ήταν η αιτία για την στενή σχέση μας με τα λαϊκά στρώματα και αυτό το 32%, αλλά ήταν ταυτόχρονα και η αιτία της ήττας μας. Γιατί τα στρώματα εκείνα με τα μεγάλα εισοδήματα, οι πλούσιοι, οι λίγοι που οδήγησαν την χώρα τα προηγούμενα χρόνια στην κρίση κερδίζοντας ολοένα και περισσότερα, έλεγχαν και τα μέσα ενημέρωσης και άρα δημιούργησαν μια αίσθηση στα μεσοστρώματα ότι αυτή η πολιτική είναι μια άδικη πολιτική, ιδίως σε ότι αφορά την φορολογία των μεσοστρωμάτων, που άρχισαν να αισθάνονται ότι ουσιαστικά προκειμένου να ελαφρύνουμε τους αδύναμους ήμασταν μεροληπτικοί εναντίον τους.
Όμως η αλήθεια ήταν ότι ήμασταν μεροληπτικοί υπέρ της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία, αυτό που ονομάζουμε μεσοστρώματα χρήζει ορισμού, πρέπει να διευκρινίσουμε ποια είναι αυτά.
Στην Ελλάδα λοιπόν ακόμη και αυτοί που δεν ανήκουν στα λεγόμενα μεσοστρώματα αισθάνονται ότι ανήκουν σε αυτά. Συνεπώς η πολιτική που ακολουθήσαμε ήταν μια πολιτική που μας βοήθησε στο να ριζώσουμε στα λαϊκά στρώματα, αλλά οδήγησε ένα μεγάλο μέρος των λεγόμενων μεσοστρωμάτων και κάτω από μια πολυστοχευμένη καμπάνια πολιτικής επικοινωνίας από την πλευρά των αντιπάλων μας να οδηγηθούμε στη δεξιά. Κι έτσι είχαμε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα.