Φύγε παππού, θα καείς…
«Φύγε παππού. Θα καείς» του φώναζαν.
Ο παππούς όμως δεν έφευγε από το σπίτι του. Δίπλα του κι ο Τζακ ο πιστός του σκύλος.
Ο παππούς ήξερε πως αν καιγόταν το σπίτι του, θα καιγόταν ότι είχε δημιουργήσει δουλεύοντας όλη του τη ζωή.
Κάποιος ειδοποίησε κι ήρθαν αστυνομικοί και πήραν με το ζόρι τον παππού μακριά από το σπίτι του. Τον μετέφεραν σε ασφαλές σημείο μακριά από τη φωτιά. Ο Τζακ έμεινε πίσω.
Το μόνο υγρό στοιχείο ήταν τα δάκρυα του παππού, που ψέλλιζε: «Τίποτα δεν καταλαβαίνετε… Γιατί… Αφήστε να πάω σπίτι μου».
Το σπίτι του παππού κάηκε. Το σπίτι του παππού ήταν οι κόποι μιας ζωής, οι αναμνήσεις, οι χαρές, οι λύπες… Το σπίτι του παππού ήταν η ζωή του. Κι ο Τζακ ήταν ο καλύτερός του φίλος.
Τι δεν καταλαβαίνετε;