Νέο ηχηρό καμπανάκι Στουρνάρα για τις τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται ενώπιον τριών μεγάλων προκλήσεων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας η αντιμετώπιση των οποίων θα κρίνει και το μέλλον τους.
Πρόκειται για α) την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και γ) την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος και αναφέρεται μεταξύ άλλων και στον τραπεζικό κλάδο μόνο ευχάριστες ειδήσεις δεν περιέχει για τις τράπεζες. Η κεντρική τράπεζα αναγνωρίζει τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από τις διοικήσεις των τραπεζών μέσω της μείωσης των «Κόκκινων» δανείων αλλά από την άλλη πλευρά επισημαίνει ότι υπάρχουν προβλήματα που έχουν σχέση με την ποιότητα των κεφαλαίων τους, επομένως θέτει εν αμφιβόλω τα σενάρια για την επίτευξη αυξημένων κερδών στο εγγύς μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται ότι θετική εξέλιξη αποτελούν οι κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης που διενεργήθηκαν το α ́ εξάμηνο του 2021, όπως η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς και της Alpha Bank, κατά 1,4 δισεκ. ευρώ και 800 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, καθώς και η έκδοση ομολόγου Additional Tier 1 ύψους 600 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς και ομολόγου Tier 2 ύψους 500 εκατ. ευρώ από την Alpha Bank. Επισημαίνεται, ότι οι εν λόγω εκδόσεις προσμετρώνται για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
Από την άλλη η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk). Συγκεκριμένα, το α’ εξάμηνο του 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ, έναντι 3,5 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Από αυτές, 5,4 δισεκ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ από δύο τράπεζες.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν ζημίες μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες και οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (RoE) των τραπεζικών ομίλων επιδεινώθηκαν περαιτέρω (-2,5% και -31,6% αντίστοιχα). Αξίζει να επισημανθεί ότι αν δεν ληφθούν υπόψη οι έκτακτοι παράγοντες, όπως τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα έκτακτα λειτουργικά έξοδα και οι ζημίες από την πώληση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι θα εμφάνιζαν περιορισμένη κερδοφορία.
Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, το επιτελείο του Γιάννη Στουρνάρα τονίζει ότι η πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνδυασμό με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, ασκεί πίεση στα έσοδα από τόκους των τραπεζών. Επιπλέον, η σταδιακή απόσυρση, όταν κριθεί απαραίτητο, των έκτακτων μέτρων, όπως το TLTRO ΙΙΙ και το PEPP, που ελήφθησαν στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων. Πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από την έκδοση ομολόγων Additional Tier 1, Tier 2.
Κατά συνέπεια, τονίζεται ότι οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, με έμφαση σε εξωστρεφείς κλάδους, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια. Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Τέλος, καθοριστικής σημασίας είναι η μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου και της αποτελεσματικότερης διαχείρισης των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, το κόστος πιστωτικού κινδύνου αναμένεται να παραμείνει σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ.