Λιανεμπόριο: Ενέργεια και ακρίβεια συγκρατούν τον τζίρο των εκπτώσεων
Συγκρατημένοι ρυθμοί καταγράφονται από το λιανεμπόριο τον Ιούλη, με τους καταναλωτές να είναι εμφανώς πιο φειδωλοί στα ψώνια τους. Ο κατεξοχήν μήνας των εκπτώσεων δεν στάθηκε σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία στο ύψος των εκτιμήσεων, όπως τονίζουν στελέχη του κλάδου.
“Η πρώτη εικόνα που έχουμε από τις εκπτώσεις, οι οποίες ξεκίνησαν επίσημα τη δεύτερη Δευτέρα του Ιουλίου δυστυχώς δεν είναι τόσο ενθαρρυντική. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το λιανεμπόριο φαίνεται να έχει κινηθεί σε χαμηλότερους από τους αναμενόμενους τζίρους, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου δεν υπάρχει το μέτωπο του τουρισμού, κάτι που φαίνεται εντονότερα για παράδειγμα στην ηπειρωτική Ελλάδα”, επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, Θεόδωρος Καπράλος.
Ένας από τος βασικότερους λόγους στους οποίους αποδίδονται οι συγκρατημένες επιδόσεις είναι, όπως αναφέρει ο κ. Καπράλος, “ότι το διαθέσιμο εισόδημα των εγχώριων καταναλωτών έχει σαφέστατα μειωθεί εξαιτίας των αυξήσεων στην ενέργεια αλλά και των ανατιμήσεων, που σημειώθηκαν τους προηγούμενους μήνες. Επιπλέον, είναι φανερό ότι οι καταναλωτές επιλέγουν την παραλία από τα εμπορικά καταστήματα και τις αγορές”.
Επομένως, τα όποια χρήματα απομένουν, ο Έλληνας προτιμά να τα δαπανήσει για τις διακοπές του ή για να περάσει κάποιο χρόνο στην παραλία, κάτι που μάλλον το έχει περισσότερο ανάγκη σε σχέση με το λεγόμενο shopping therapy.
Οι παραπάνω παράγοντες έχουν οδηγήσει το λιανεμπόριο σε κλάδους, όπως για παράδειγμα η ένδυση και η υπόδηση, τα είδη σπιτιού και λευκά είδη, κατά την περίοδο των εκπτώσεων, να εμφανίζει τον Ιούλιο υστέρηση τόσο σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί όσο σε σχέση με το 2019 αλλά και με την περσινή χρονιά.
“Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος έδειξαν πολύ χαμηλότερα ταμεία από αυτά που αναμενόταν ότι θα φθάσει το φετινό καλοκαίρι”, υπογραμμίζει ο κ. Καπράλος.
Να σημειωθεί ότι ο Ιούλιος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μήνες της καλοκαιρινής σεζόν για το λιανεμπόριο καθώς παραδοσιακά παρουσιάζει τους μεγαλύτερους τζίρους της περιόδου Μαΐου-Σεπτεμβρίου λόγω κυρίως των εκπτώσεων. Ωστόσο, από την άλλη αποτελεί και μήνα υποχρεώσεων για τους επιχειρηματίες, οι οποίοι καλούνται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο (καταβολή ΦΠΑ κ.ά.) ενώ πλέον έχουν κληθεί να ανταποκριθούν και σε νέες υποχρεώσεις όπως είναι για παράδειγμα η επιστροφή της επιστρεπτέας προκαταβολής, η καταβολή της οποίας έχει ήδη ξεκινήσει από τα τέλη Ιουλίου. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές καθώς ένα μεγάλο μέρος τους έχει μεταφερθεί τον Ιούλιο λόγω του γεγονότος ότι θεωρείται γενικά “μήνας καλού τζίρου”.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτές που επιδεικνύουν ισχυρότερες αντοχές είναι οι περιοχές με έντονη τουριστική κίνηση, όπου το λιανεμπόριο εμφανίζεται να είναι κερδισμένο καθώς και κάποιες μεγάλες αλυσίδες λιανικής, οι οποίες διατηρούν καταστήματα σε σημεία με έντονη τουριστική κίνηση.
Σε ό,τι αφορά τώρα, τις προσδοκίες που υπάρχουν για το δεύτερο μισό του έτους, ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος βρίσκεται στο -0,64, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος σε συνεργασία με το εργαστήριο ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. “Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν επιφυλάξεις για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Το ενεργειακό κόστος καθώς και οι υπόλοιπες ανατιμήσεις, οι οποίες μεσοσταθμικά φθάνουν το 10% έχουν συμβάλει στο να σημειωθεί πτώση της κατανάλωσης”, επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, Αντώνης Ζαΐρης και προσθέτει ότι “μέχρι στιγμής το λιανεμπόριο έχει καταγράψει μια ικανοποιητική πορεία καθώς η χρονιά ξεκίνησε αρκετά καλά και ακολούθησε μια επιτάχυνση. Και εκεί που υπήρξε μια αισιοδοξία από το μέτωπο της πανδημίας, η οποία ήταν ελέγξιμη και οι καταναλωτές άρχισαν να βγαίνουν έξω και να δαπανούν χρήματα, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και οι ανατιμήσεις. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες δικαιολογούν λοιπόν, το κλίμα αποθάρρυνσης που επικρατεί για τις προοπτικές του δεύτερου μισού του έτους”.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΣΕΛΠΕ, σε ό,τι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, η εκτίμηση των καταναλωτών είναι ότι οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας μειώνουν μεσοσταθμικά το διαθέσιμο εισόδημα τους κατά 17%, με 2 στους 3 καταναλωτές (66%) να δηλώνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημα τους μειώνεται πάνω από 20%, την ίδια στιγμή, που 3 στους 4 καταναλωτές αναφέρουν ότι αγοράζουν προϊόντα με βασικό κριτήριο τη χρηματική δαπάνη.