Barclays: Overweight στα ομόλογα έναντι των μετοχών
Η διεθνής οικονομία έχει χτυπηθεί από την ενεργειακή κρίση, την πανδημία του κορονοϊού αλλά και την επιθετική σύσφιξη των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με τη Barclays. Οι μακροοικονομικές προοπτικές είναι ζοφερές με τις ανεπτυγμένες οικονομίες να συρρικνώνονται μέσα στο 2023, παρά τις ενδείξεις ανθεκτικότητας. Η βρετανική τράπεζα παραμένει bearish στις μετοχές έναντι overweight στάσης στα μακροπρόθεσμα ομόλογα.
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε συγχρονισμένη ύφεση, καθώς η Ευρώπη πρόκειται να εισέλθει σε ύφεση, η ανάκαμψη της Κίνας δεν κερδίζει έδαφος και οι ΗΠΑ επιβραδύνονται υπό τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Η Barclays προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 2,8% το 2022 σε μόλις 2,2% το 2023, με ανάπτυξη 0,2% στις ΗΠΑ, -1,1% στη ζώνη του ευρώ και 4,5% στην Κίνα, φέρνοντάς την κοντά σε παγκόσμια ύφεση.
Στην Ευρώπη, όπως επισημαίνει, η ισχύς στο α’ εξάμηνο του 2022 εξακολουθεί να συνεπάγεται ετήσια ανάπτυξη κατά ένα ισχυρό 3,1% σε μέσο όρο για το 2022. Ωστόσο, ξεκινώντας από το τέταρτο τρίμηνο, προβλέπονται τρία τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ, αφήνοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2023 στο -1,1% με επιστροφή της ανάπτυξης από το γ’ τρίμηνο. Για την οικονομία των ΗΠΑ, η μέση πρόβλεψη για την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2022 είναι 1,6% και μόνο 0,2% για το 2023, συμπεριλαμβανομένου ενός ασθενέστερου δ’ τριμήνου του 2022 και ενός τριμήνου συρρίκνωσης στο α’ τρίμηνο του 2023.
Η πτώση της ζήτησης έχει ήδη μειώσει τις πιέσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού και τις τιμές των εμπορευμάτων. Αυτό θα μειώσει τον πληθωρισμό το 2023, αλλά η ισχυρή δυναμική της αγοράς εργασίας αφήνει αβέβαιη την πορεία του αποπληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες επικεντρώνονται στο να διατηρήσουν σταθερές τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, και έτσι θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, με τη Fed να αναμένεται να φτάσει στο 4% και την ΕΚΤ τουλάχιστον στο 1,75%.
Παρά το πολύ αδύναμο 2023, οι κεντρικές τράπεζες είναι πιθανό να συνεχίσουν να συσφίγγουν τη νομισματική πολιτική και θα αυξήσουν τα επιτόκια στα υψηλότερα επίπεδα σε τουλάχιστον 20 χρόνια. Μία αλλαγή της πολιτικής τους σε ηπιότερη είναι απίθανη, ακόμη και όταν οι ανεπτυγμένες οικονομίες μπουν σε ύφεση. Αυτός είναι ένας συνδυασμός που οι επενδυτές δεν έχουν αντιμετωπίσει εδώ και δεκαετίες, όπως τονίζει η Barclays.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ήδη αποτιμήσει σε κάποιο βαθμό αυτή την προοπτική. Ο Nasdaq και οι κύριοι ευρωπαϊκοί δείκτες μετοχών υποχωρούν κατά 20-25% από τις αρχές του έτους, αλλά ο S&P500 τα πήγε καλύτερα, με πτώση 15%. Ωστόσο, οι κινήσεις ωχριούν σε σύγκριση με την υποχώρηση των ομολόγων, με τον παγκόσμιο δείκτη ομολόγων να οδεύει στο χειρότερο έτος του στην ιστορία.
Με βάση τα παραπάνω, η βρετανική τράπεζα είναι overweight στα ομόλογα σε σχέση με τις μετοχές. Αυτό αντανακλά τις κακές επιλογές που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές, όπως τονίζει. “Πιστεύουμε ότι τόσο οι προσδοκίες για τα κέρδη ανά μετοχή των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης είναι υπερβολικά αισιόδοξες. Στις ΗΠΑ, πιστεύουμε επίσης ότι οι δείκτες P/E έχουν χώρο να υποχωρήσουν. Εν τω μεταξύ, τα ομόλογα ήδη αποτιμούν τις περισσότερες από τις αυξήσεις επιτοκίων που αναμένουμε. Και για πρώτη φορά εδώ και λίγο καιρό, η διατήρηση μεγάλων θέσεων σε μετρητά είναι μια λογική στρατηγική για τους επενδυτές”, όπως σημειώνει η Barclays.
Γενικά, τα assets σε δολάρια θα έχουν καλύτερη απόδοση. Οι ΗΠΑ έχουν καλύτερη προοπτική από την Ευρώπη και λιγότερα ενεργειακά προβλήματα και ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα είναι πολύ χαμηλότερος το 2023. Ενώ οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν αρκετά χαμηλότερες αποτιμήσεις, η Barclays εκτιμά ότι το χάσμα με τις ΗΠΑ είναι δικαιολογημένο, δεδομένων των μακροοικονομικών προκλήσεων της ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα, η Barclays εκτιμά ότι έρχονται πολλές απογοητεύσεις στο μέτωπο της κερδοφορίας των εισηγημένων και πως οι εκτιμήσεις του consensus για τα κέρδη ανά μετοχή είναι υπερβολικά αισιόδοξες. Έτσι, δεν βλέπει περιθώρια ανόδου σε καμία αγορά, αν και υπάρχουν φωτεινά σημεία σε κλάδους.
Στις ΗΠΑ, είναι bullish στην τεχνολογία, ενώ είναι αρνητική στις Υπηρεσίες Επικοινωνίας και στα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά, καθώς οι καταναλωτές περικόπτουν τις δαπάνες τους. Στην Ευρώπη, είναι θετική στους αμυντικούς κλάδους όπως η ενέργεια, η υγειονομική περίθαλψη, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και αρνητική στους κλάδους της βιομηχανίας, των ακινήτων και των τηλεπικοινωνιών.