HSBC: Μείνετε μακριά από τις ευρωπαϊκές μετοχές
Η ΗSBC συνιστά στο επενδυτικό κοινό να μείνει μακριά από τις ευρωπαϊκές μετοχές λόγω της ενεργειακής κρίσης που σοβεί και που δεν παρέχει πρόσφορο έδαφος για την κατάλληλη ανταμοιβή κινδύνου.
Όπως σημειώνει το αμερικανικό δίκτυο, το μακροοικονομικό outlook στην Ευρώπη είναι αρνητικό, καθώς οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων εξαιτίας του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία πνίγουν την ανάπτυξη, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να συσφίξουν επιθετικά τη νομισματική πολιτική τους για να περιορίσουν τον πληθωρισμό.
Οι επενδυτές είθισται να στρέφονται στις ευρωπαϊκές αγορές αναζητώντας μετοχές αξίας – δηλαδή εταιρείες που διαπραγματεύονται σε χαμηλή τιμή σε σχέση με τα θεμελιώδη χρηματοοικονομικά τους στοιχεία – επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν την αστάθεια με τίτλους που προσφέρουν σταθερό εισόδημα μακροπρόθεσμα.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ προσφέρουν παραδοσιακά πληθώρα μετοχών ανάπτυξης με τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου – δηλαδή εταιρείες που αναμένεται να αυξήσουν τα κέρδη τους με ταχύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο του κλάδου τους.
Σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Σελς ωστόσο, αν και η ευρωπαϊκή αγορά είναι φθηνότερη από εκείνη των ΗΠΑ, η διαφορά στους δείκτες τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (Price-to-Earnings ratio ) και στις αποτιμήσεις “δεν αντισταθμίζει τον πρόσθετο κίνδυνο που αναλαμβάνετε”.
“Πιστεύουμε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην ποιότητα. Αν κοιτάται να πάρετε μια απόφαση με βάση το προφίλ νομίζω ότι θα πρέπει να εξετάσετε τη διαφορά ποιότητας μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, αντί του δίπολου μετοχών ανάπτυξης έναντι αξίας””, είπε ο Sels στο CNBC.
“Πραγματικά δεν πιστεύω ότι οι πελάτες και οι επενδυτές θα πρέπει να κοιτάζουν να κάνουν τη γεωγραφική κατανομή με βάση το προφίλ των μετοχών – νομίζω ότι πρέπει να το κάνουν με βάση τις οικονομικές προοπτικές και τις προοπτικές κερδών, γι’ αυτό θα προειδοποιούσα να μην αγοράσετε Ευρώπη λόγω των φθηνότερων αποτιμήσεων και μικρότερων μεταβολών των επιτοκίων”, πρόσθεσε.
Στο ίδιο κλίμα, ο Νάιτζελ Μπόλτον, Co-CIO της BlackRock Fundamental Equities, υπογραμμίζει τις επιπτώσεις που θα έχουν στις επιχειρήσεις οι ελλείψεις φυσικού αερίου, ειδικά αφότου η Ρωσία διέκοψε πλήρως τις ροές μέσω του γερμανικού αγωγού Nord Stream.
“Ο απλούστερος τρόπος για να μετριαστεί ο αντίκτυπος των ελλείψεων φυσικού αερίου στα χαρτοφυλάκια είναι να γνωρίζουμε τις εταιρείες με υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας ως ποσοστό του εισοδήματος τους – ειδικά όταν η ενέργεια αυτή δεν παρέχεται από ανανεώσιμες πηγές”, είπε ο Μπόλτον.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, “οι ενεργειακές ανάγκες της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας αντιστοιχούσαν σε 51 εκατ. τόνους πετρελαίου το 2019. Περισσότερο από το ένα τρίτο της ενέργειας αυτής είναι φυσικό αέριο, ενώ λιγότερο από 1% προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”.
Και όπως εξηγεί, ορισμένες πιο μεγάλες εταιρείες πιθανώς να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μια περίοδο έλλειψης φυσικού αερίου αντισταθμίζοντας το ενεργειακό κόστος, δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν κάτω από την ημερήσια τιμή spot, ενώ σημαντική είναι επίσης η ικανότητα μετακύλισης του αυξανόμενου κόστους στους καταναλωτές.
Ωστόσο, μικρότερες εταιρείες χωρίς εξελιγμένες τεχνικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ισχύ τιμολόγησης, ενδέχεται να δυσκολευτούν.
“Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν εταιρείες που φαίνονται ελκυστικές επειδή είναι “αμυντικές” – δηλαδή έχουν ιστορικό δημιουργίας μετρητών παρά την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη – αλλά έχουν σημαντική έκθεση στις τιμές του φυσικού αερίου, χωρίς να την αντισταθμίζουν”, είπε ο Μπόλτον.
Για παράδειγμα, “μια μεσαίου μεγέθους εταιρεία ζυθοποιίας μπορεί να αναμένει ότι οι πωλήσεις αλκοόλ θα διατηρηθούν κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, αλλά εάν το ενεργειακό κόστος της δεν είναι αντισταθμισμένο τότε θα είναι δύσκολο για τους επενδυτές να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη”, πρόσθεσε.