Barclays: Η ύφεση στην ευρωζώνη είναι ήδη εδώ
Η συρρίκνωση της οικονομικής δρατηριότητας της Ευρωζώνης έχει ήδη αρχίσει, ενώ οι προοπτικές επιστροφής της σε θετικούς ρυθμούς υπολογίζεται στο δ’ τρίμηνο του 2023, με βάση τις προβλέψεις της Barclays.
Ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ φέτος αλλά και το 2023, και θα επανέλθει στο 2% μόνο μέχρι το τέλος του 2024, ενώ το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα κινηθεί στο 2,5% και η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει λιγότερο επεκτατική.
Ωστόσο, όπως προειδοποιεί η Barclays, η αβεβαιότητα είναι εξαιρετικά μεγάλη και δεν αποκλείεται βαθύτερη ύφεση, ενώ ο πιο επίμονος πληθωρισμός μπορεί να επαναφέρει στην ευρωζώνη το “φάντασμα” της κρίσης χρέους.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η βρετανική τράπεζα, η οικονομία της ζώνης του ευρώ συνέχισε να αναπτύσσεται με υγιείς ρυθμούς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, καθώς οι περιορισμοί της COVID-19 άρθηκαν και ο τομέας των υπηρεσιών ανέκαμψε. Όπως ήταν αναμενόμενο, ωστόσο, η δραστηριότητα επιβραδύνθηκε το καλοκαίρι, με το ΑΕΠ να αυξάνεται μόνο κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση το γ’ τρίμηνο και έτσι η Barclays συνεχίζει να προβλέπει ύφεση από το τρέχον δ’ τρίμηνο.
Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την επιδείνωση των επιχειρηματικών ερευνών, κυρίως πρόσφατα από την περαιτέρω πτώση των PMI της ζώνης του ευρώ τον Οκτώβριο και την κατάρρευση των παραγγελιών των γερμανικών εργοστασίων τον Σεπτέμβριο. Η τράπεζα αναμένει σημαντική πτώση σε όλα τα στοιχεία της συνολικής ζήτησης που πλήττονται από το σοκ στους όρους εμπορίου. Αναμένει η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ από την κορυφή έως τα χαμηλά του να είναι της τάξης του 1,7% και μια ρηχή ανάκαμψη να ακολουθεί από το τελευταίο τρίμηνο του 2023, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ στο τέλος του 2024 να είναι ελαφρώς υψηλότερο (0,09%) από το επίπεδο του τρίτου τριμήνου του 2022.
Λόγω της ελαφρώς ισχυρότερης δυναμικής του γ’ τριμήνου του 2022 και της μέτριας αναβάθμισης των τριμηνιαίων προβλέψεών της για την ανάπτυξη, η Barclays προβλέπει πλέον μία μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 3,2% το 2022 (από +3,1% προηγουμένως) , ύφεση 0,8% το 2023 (από -1,1% προηγουμένως) και ανάπτυξη 1,0% το 2024. Συνεπώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της οι χώρες της ευρωζώνης θα επιστρέψουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το τέταρτο τρίμηνο του 2023 έως το τέλος του 2024, έπειτα από μηδενική ανάπτυξη στο γ’ τρίμηνο του 2023 και ύφεση στα δύο πρώτα τρίμηνα του επόμενου έτους.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό στην περιοχή, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,6% κατά μέσο όρο το 2022 και στο 5,7% το 2023. ‘Όπως προβλέπει, ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% της ΕΚΤ έως το τέλος του 2024 χάρη σε έναν συνδυασμό σταθεροποίησης των τιμών της ενέργειας, της σταθεροποίησης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και της δυναμικής των ονομαστικών μισθών.
Όπως τονίζει η Barclays, το σοκ στους όρους του εμπορίου που προκλήθηκε από την αύξηση των τιμών της ενέργειας είναι ένα σημαντικό “βαρίδι” για τη ζώνη του ευρώ. Επηρεάζει αρνητικά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (μείωση 0,9% σε τριμηνιαία βάση το β’ τρίμηνο του 2022), μέσω ενός συνδυασμού αυξημένου πληθωρισμού (στο 10,7% τον Οκτώβριο) και της ακόμη μέτριας, αν και αυξανόμενης αύξησης των ονομαστικών μισθών (η αποζημίωση ανά εργαζόμενο αυξήθηκε 4,4% ετησίως στο β’ τρίμηνο) η οποία μετριάστηκε μόνον εν μέρει από δημοσιονομικά μέτρα.
Το σοκ πλήττει επίσης τις εταιρείες μέσω των λογαριασμών ενέργειας και οδήγησε στην “εξαφάνιση” του εμπορικού πλεονάσματος της ζώνης του ευρώ. Επιπλέον, η σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών λόγω της ταχείας αλλαγής του προσανατολισμού της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία μέσω υψηλότερων επιτοκίων και αυστηρότερων προτύπων δανεισμού, καθιστώντας την ύφεση το πιο πιθανό αποτέλεσμα, κατά την άποψή της.
Πάντως, υπάρχει φως στο τέλος τούνελ, όπως σημειώνει η Barclays, προβλέποντας ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αρχίσει να αυξάνεται ξανά από το τέταρτο τρίμηνο του 2023 λόγω μερικών “θετικών ανέμων”:
Πρώτον, αναμένεται ότι η αύξηση της ανεργίας θα είναι μικρότερη από ό,τι σε προηγούμενες συγκρίσιμες υφέσεις, λόγω της αρχικής στενότητας της αγοράς εργασίας, η οποία θα οδηγήσει τους εργοδότες να κρατήσουν τους εργαζομένους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και επειδή οι κυβερνήσεις είναι πιθανό να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν προγράμματα στήριξης της αγοράς εργασίας.
Δεύτερον, τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου, εν μέρει λόγω του ήπιου καιρού και εν μέρει λόγω της πτώσης της ζήτησης της βιομηχανίας, της μεγαλύτερης προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και της ικανότητας των χωρών να υποκαταστήσουν το ρωσικό αέριο, έχουν οδηγήσει σε σημαντική πτώση στις τιμές του φυσικού αερίου το τελευταίο διάστημα (αν και παραμένουν ιστορικά υψηλές και ασταθείς). Εάν οι τιμές του φυσικού αερίου δεν ανέβουν ξανά, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει σε ταχύτερη επιβράδυνση του πληθωρισμού και να αυξήσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Τρίτον, αναμένεται κάποια δυναμική στις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς στις περισσότερες χώρες, αρχής γενομένης από τα τέλη του τρέχοντος έτους, παρόμοια με εκείνη που παρατηρείται σήμερα στη Γαλλία. Ωστόσο, η Barclays πιστεύει επίσης ότι οι αυξήσεις των μισθών θα καλύψουν μόνο εν μέρει τον τρέχοντα πληθωρισμό, γεγονός που υποστηρίζει την άποψή της ότι δεν θα υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις και ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να επιβραδύνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023.
Τέταρτον, η νομισματική πολιτική πιθανότατα θα είναι περιοριστική το 2023 και το μεγαλύτερο μέρος του 2024. Η ΕΚΤ αναμένεται να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου του 2023 με το καταθετικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 2,5% (50 μονάδες βάσης πάνω από το ανώτερο εύρος του ουδέτερου επιτοκίου που αναφέρουν αρκετά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου) και θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα μέχρι το β’ εξάμηνο του 2024. Ενώ η αποπληρωμή του δανεισμού TLTRO θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ, η ΕΚΤ θα μειώσει σταδιακά την επανεπένδυση των τίτλων που λήγουν στο χαρτοφυλάκιο APP και θα επανεπενδύσει πλήρως αυτούς στο χαρτοφυλάκιο PEPP τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024.
Μόλις καταστεί σαφές ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί κάτω από τον στόχο, εάν τα πραγματικά επιτόκια γίνουν πολύ περιοριστικά, αναμένεται ότι η ΕΚΤ θα μειώσει όλα τα επιτόκια πολιτικής κατά 50 μονάδες βάσης, φέρνοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο 2%.
Τέλος, αν και η δημοσιονομική πολιτική είναι πιθανό να γίνει λιγότερο επεκτατική το 2023 από ό,τι το 2022, λόγω της έλλειψης δημοσιονομικού χώρου σε πολλές χώρες, θα λειτουργούν αυτόματοι σταθεροποιητές και οι κυβερνήσεις δεν θα αντισταθμίσουν τα ελλείμματα εσόδων από τη χαμηλότερη ονομαστική ανάπτυξη με περικοπές στις κρατικές δαπάνες ή αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Το 2024, πιθανότατα, θα τεθεί σε ισχύ ένα αναθεωρημένο σύνολο δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, πιθανώς με βάση έναν κανόνα-στόχο για τις δαπάνες, που θα περιορίσει την αύξηση των τρεχουσών κρατικών δαπανών, διασφαλίζοντας τις δημόσιες επενδύσεις. Οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με πιθανή πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο για επενδύσεις στην ενεργειακή μετάβαση μέσω του REPowerEU ή/και πρόσθετων δανείων της ΕΕ μέσω ενός προγράμματος παρόμοιου με το SURE, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της COVID-19.
Όπως τονίζει πάντως η Barclays, οι κίνδυνοι για τις τρέχουσες προβλέψεις της είναι εξαιρετικά υψηλοί λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι τιμές της ενέργειας παραμένουν πολύ υψηλότερες σε σχέση με την ιστορία και, το πιο σημαντικό, η πρόσφατη πτώση θα μπορούσε να αντιστραφεί γρήγορα εάν ο χειμώνας είναι κρύος ή/και, για παράδειγμα, υπάρξουν περαιτέρω εμπόδια στην πλήρη επανεκκίνηση της γαλλικής παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, αναγκάζοντας την Ευρώπη να βασίζεται περισσότερο στο φυσικό αέριο για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Κάτι τέτοιο θα βάθυνε την ενεργειακή έλλειψη στην Ευρώπη και θα καθιστούσε πιο δύσκολη την αναπλήρωση της αποθήκευσης αερίου. Η ύφεση έτσι θα ήταν βαθύτερη, ο πληθωρισμός υψηλότερος και η ανάκαμψη θα ξεκινούσε αργότερα και θα ήταν πιο ρηχή απ’ ό,τι προβλέπει η βρετανική τράπεζα. Σε εύθετο χρόνο, μια σημαντική αύξηση των πτωχεύσεων, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα οδηγούσε πιθανότατα σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, “χτυπώντας” τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός θα μπορούσε επίσης να απαιτήσει περισσότερη νομισματική σύσφιξη για να διατηρήσει σταθερές τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και περισσότερη δημοσιονομική χαλάρωση για να αποφευχθεί η κοινωνική αναταραχή. Αυτό, σε κάποιο σημείο, θα γινόταν ασυμβίβαστο με τη βιωσιμότητα του ιταλικού (και άλλων χωρών) δημόσιου χρέους και θα επανέφερε το φάντασμα της κρίσης χρέους της ζώνης του ευρώ.