Bρετανία: Μεγάλη πτώση της μεταποίησης τον Δεκέμβριο
Σε χαμηλό επίπεδο η βρετανική μεταποίηση τον Δεκέμβριο του 2022, καθώς οι παραγγελίες συρρικνώνονται.
Οι Βρετανοί κατασκευαστές ανέφεραν μια από τις πιο απότομες μειώσεις της δραστηριότητάς τους από την ύφεση του 2009 τον περασμένο μήνα, καθώς οι νέες παραγγελίες μειώθηκαν απότομα και οι εταιρείες μείωσαν τις θέσεις εργασίας, όπως έδειξε η μηνιαία έρευνα την Τρίτη.
Ο δείκτης PMI της S&P για τη μεταποίηση στο Ηνωμένο Βασίλειο υποχώρησε στο 45,3 τον Δεκέμβριο από 46,5 τον Νοέμβριο, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2009, εκτός από δύο μήνες κατά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 το 2020.
«Η παραγωγή συρρικνώθηκε με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς των τελευταίων 14 ετών, καθώς οι εισροές νέων παραγγελιών αποδυναμώθηκαν», δήλωσε ο διευθυντής της S&P, Ρομπ Ντόμπσον. «Η μείωση των νέων εργασιών ήταν ανησυχητικά απότομη, καθώς η αδύναμη εγχώρια ζήτηση συνοδεύτηκε από περαιτέρω σημαντική πτώση των νέων παραγγελιών από το εξωτερικό», συμπλήρωσε.
Τα στοιχεία συμφωνούν με τις δυσοίωνες προοπτικές που εξέδωσε τον περασμένο μήνα η εμπορική ένωση Make UK, η οποία προέβλεψε ότι η παραγωγή του κλάδου θα μειωθεί κατά 3,2% το 2023. Τα τελευταία επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγή των εργοστασίων το τρίτο τρίμηνο ήταν 6,8% χαμηλότερη από ό,τι ένα χρόνο πριν.
Οι προβλέψεις του κυβερνητικού προϋπολογισμού τον Νοέμβριο ανέφεραν ότι η βρετανική οικονομία στο σύνολό της θα συρρικνωθεί κατά 1,4% φέτος, καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον υψηλό πληθωρισμό.
Οι κατασκευαστές σε έρευνα για τον δείκτη PMI του 2023, ήταν ελαφρώς πιο αισιόδοξοι. Οι προσδοκίες για τη μελλοντική παραγωγή αυξήθηκαν σε υψηλό πέντε μηνών, καθώς οι δυσκολίες στην αλυσίδα εφοδιασμού έγιναν λιγότερο έντονες και οι πληθωριστικές πιέσεις μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2020.
Αλλά τα εργοστάσια εξακολουθούν να μειώνουν τις θέσεις εργασίας κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από τον Οκτώβριο του 2020, καθώς οι παραγγελίες μειώθηκαν τόσο από εγχώριους πελάτες όσο και από πελάτες στην Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιρλανδία.
«Ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στην απώλεια συμβάσεων εξαγωγών ήταν οι αδύναμες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες, ενώ αρνητικά έχει συμβάλλει το Brexit, λόγω των καθυστερήσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα και το υψηλότερο κόστος, οδηγώντας ορισμένους πελάτες της ΕΕ να προμηθεύονται προϊόντα από αλλού», ανέφερε η S&P.