Απειλείται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα
Γράφει ο Νίκος Σακελλαρίου*
Το τέλος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, δηλαδή των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων με αυτοαπασχόληση ή με λίγους εργαζόμενους, σηματοδοτεί η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα.
Μπορεί η χώρα να παρουσιάζει, προς το παρόν, υψηλή αύξηση ΑΕΠ, κυρίως λόγω του τουρισμού σε πολλές περιοχές, αλλά επί της ουσίας, στα μεγάλα αστικά κέντρα παρατηρείται μία επιταχυνόμενη αύξηση των «λουκέτων» σε αυτό που αναφέρεται ως η «επιχειρηματικότητα της γειτονιάς». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Επιμελητηρίων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, μέσα στο διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, τα «λουκέτα» σε μικρά μαγαζιά και επιχειρήσεις βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας, ξεπερνώντας και αυτά τα επίπεδα των πρώτων ετών των μνημονίων (2011-2015).
Η κρίση του «μαγαζιού της γειτονιάς» φαίνεται να χαλάει το αφήγημα της υψηλής ανάπτυξης, που καλλιεργεί η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες. Γιατί, μπορεί οι μεγάλες επιχειρήσεις να εμφανίζουν σημαντική αύξηση κερδοφορίας, αλλά στις μικρές γίνεται «σφαγή». Οι επιχειρηματικές κοινότητες, φορείς και επιμελητήρια, «βλέπουν» έκρηξη της ανεργίας μέσα στο 2023.
Το φαινόμενο της «μυλόπετρας»
Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν πρόβλημα και με τη μεγάλη αύξηση του λειτουργικού κόστους, λόγω πληθωριστικών πιέσεων στις πρώτες ύλες και αύξησης των τιμών της ενέργειας και, ταυτόχρονα, οι πελάτες τους μειώνουν την καταναλωτική τους δαπάνη, εξαιτίας μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Τον «κώδωνα του κινδύνου» έχουν, ήδη, κρούσει τα αρτοποιεία και τα ζαχαροπλαστεία. Η αύξηση στην ενέργεια, καθώς και στις πρώτες ύλες (άλευρα, ζάχαρη κ.λπ.) έχουν οδηγήσει σε αύξηση του κόστους λειτουργίας μέχρι και 50%. Η αύξηση αυτή, προς το παρόν, απορροφάται από τους περισσότερους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, αλλά οι αντοχές τελειώνουν. Σε ό,τι αφορά την κρίση ζήτησης, οι πελάτες τους, λόγω μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων τους, είτε μειώνουν την κατανάλωση είτε αναζητούν εναλλακτικές πηγές αγοράς των τροφίμων.
Όπως χαρακτηριστικά μας έλεγαν αρτοποιοί, το γεγονός ότι, οι πελάτες έχουν μειώσει τις αγορές ψωμιού (ενός προϊόντος ανελαστικής ζήτησης, μέχρι πριν μερικά χρόνια) σημαίνει ότι, η κρίση έχει βάθος και σε όλους τους κλάδους. Σε ό,τι αφορά τα ζαχαροπλαστεία, οι ιδιοκτήτες πλέον στρέφονται σε προϊόντα χαμηλού ενεργειακού κόστους και φθηνότερων πρώτων υλών, εις βάρος ακόμη και της ποιότητας των γλυκών τους.
Κομμωτήρια και συνεργεία
Το τελευταίο διάστημα, η κρίση έχει περάσει σε κουρεία και κομμωτήρια, τα οποία έχουν αυξήσει πάνω από 20% τις τιμές τους, λόγω της ενεργειακής κρίσης και αύξησης του λειτουργικού κόστους.
Ενδεικτικά, ένα κουρείο ή κομμωτήριο αναγκάζεται να χρησιμοποιεί θερμοσίφωνο πάνω από 5 ώρες την ημέρα, με αποτέλεσμα το κόστος λειτουργίας να εκτινάσσεται. Εάν προστεθούν και οι αναπροσαρμογές των ενοικίων, η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά πιεστική. Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι κουρείς και κομμωτές, που μεταβαίνουν στα σπίτια για παροχή υπηρεσιών και, μάλιστα, χωρίς αποδείξεις.
Συνεργεία αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, αναγκάζονται να ζητούν αμοιβές αυξημένες έως και 50% εξαιτίας της αύξησης των τιμών των μηχανημάτων και της ανόδου του ενεργειακού κόστους.
Τα βιβλιοπωλεία, ένας ευαίσθητος κλάδος, που «πλήρωσε» και την ελληνική οικονομική κρίση και την πανδημία, αντιμετωπίζουν την αύξηση του κόστους έκδοσης βιβλίων και τη μειωμένη ζήτηση μέσα σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον, που είναι εχθρικό για το βιβλίο.
Λουκέτα στον καφέ…
Για πρώτη φορά στα ελληνικά επιχειρηματικά χρονικά, κρίση αντιμετωπίζουν και οι καφετέριες. Στα προάστια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αυξάνονται τα «λουκέτα» σε καφετέριες, γιατί έχει εκτοξευτεί στα ύψη το ενεργειακό κόστος (έχει σχεδόν τριπλασιαστεί), έχουν αυξηθεί τα ενοίκια και, πλέον, έχει μειωθεί η κατανάλωση καφέ και ποτού.
Όπως χαρακτηριστικά μας είπαν ιδιοκτήτες καφετεριών σε Χολαργό, Χαλάνδρι και Μαρούσι, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος λειτουργίας τους, στους καταναλωτές γιατί θα τους χάσουν. Ήδη, οι περισσότερες καφετέριες (ακόμη και σε «πλούσια» προάστια) τις καθημερινές λειτουργούν με 30-40% λιγότερη πελατεία απ’ ότι το 2019. Η μείωση προσωπικού, τους δύο τελευταίους μήνες, είναι αισθητή στον κλάδο.
Ο ανταγωνισμός των «μεγάλων»
Πέρα από τα προβλήματα αυτά, για τις μικρές επιχειρήσεις κορυφώνεται και ο ανταγωνισμός από τους «μεγάλους», δηλαδή κυρίως από τα σούπερ μάρκετ, τα οποία μέσα στην δυσκολία της περιόδου, παίρνουν ζήτηση και για τα είδη εκτός των καθιερωμένων τους. Αγαθά, όπως γλυκά και ψωμιά, ηλεκτρικές συσκευές, βιβλία και χαρτικά πωλούνται μέσα στα σούπερ μάρκετ, κόβοντας ζήτηση από τους αντίστοιχους κλάδους. Το φαινόμενο που βλέπουμε, χρόνια τώρα, σε Αμερική και Ευρώπη γενικεύεται και στην Ελλάδα.
Αντιστέκεται ακόμη η περιφέρεια
Η κατάσταση για τη μικρή επιχειρηματικότητα είναι, κάπως, καλύτερη στα μικρά επαρχιακά κέντρα, αφενός επειδή οι καταναλωτές δεν απομακρύνονται για να αγοράσουν είδη που βρίσκουν στην πόλη τους, αφετέρου γιατί υπάρχουν οι προσωπικές σχέσεις των επιχειρηματιών με την τοπική κοινωνία και έτσι, συγκρατείται η κατανάλωση.
* Αναδημοσίευση από την έντυπη One Voice