Alpha Bank: Η μεταποίηση μετράει τις πληγές της από την πανδημία
Βαρύ είναι το πλήγμα που έχει υποστεί η μεταποίηση, δεδομένου ότι οι επιδημιολογικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε πτώση της εσωτερικής και εξωτερικής ζήτησης κατά τους τελευταίους μήνες, αναφέρει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Η εξέλιξη αυτή έχει μεγάλη βαρύτητα για την εκτίμηση του βάθους της ύφεσης της Ελληνικής Οικονομίας το 2020, αφού η μεταποίηση είναι ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους. Αντιπροσωπεύει το 10,8% του ΑΕΠ, προσφέρει σχεδόν το 10% των θέσεων εργασίας και κατέχει υψηλό μερίδιο στις εξαγωγές της χώρας μας. Ο αρνητικός αντίκτυπος αποτυπώνεται στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑT.
Σύμφωνα με την Alpha Bank:
Ο ρυθμός μεταβολής της μεταποιητικής παραγωγής από 1,8%, σε ετήσια βάση, τον Μάρτιο του 2020, εισήλθε σε έντονα αρνητικό έδαφος τον Απρίλιο και τον Μάιο, καθώς διαμορφώθηκε σε -11,7% και -8,4%, αντίστοιχα.
Ωστόσο, θετική ένδειξη για την παραγωγή των επόμενων μηνών αποτελεί η ανάκαμψη του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) τον Ιούνιο, μετά τη βύθιση που υπέστη κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, που αντανακλά ελαφρά βελτίωση των επιχειρηματικών συνθηκών, αν και παραμένει κάτω από το όριο των 50 μονάδων (φάση συρρίκνωσης της παραγωγής).
Στο παρόν Δελτίο, εξετάζουμε:
(α) την ασυμμετρία των επιπτώσεων της πανδημίας μεταξύ των υποκλάδων της μεταποίησης
(β) τη δυναμική των επιχειρηματικών προσδοκιών, όσον αφορά στην εξέλιξη της παραγωγής τους προσεχείς μήνες, στη συσσώρευση των αποθεμάτων και στο ύψος των προσδοκώμενων παραγγελιών
(γ) την πορεία της ζήτησης από το εξωτερικό.
Ένα τυπικό χαρακτηριστικό της δυσμενούς επίδρασης κάθε οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα της τρέχουσας, που φέρει χαρακτηριστικά υγειονομικής φύσης, είναι η έντονη ασυμμετρία των ζημιών που υπέστησαν οι επιμέρους κλάδοι της μεταποίησης.
Κλάδοι που παράγουν βασικά αγαθά (π.χ. φάρμακα, χαρτοποιία, παράγωγα πετρελαίου) παρέμειναν ανθεκτικοί, καταγράφοντας θετικούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής, κατά μέσο όρο, στο τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2020, ή σημείωσαν χαμηλό αρνητικό ρυθμό, όπως τα τρόφιμα.
Επιπλέον η παραγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων, σημείωσε άνοδο κατά 1,7%, η οποία πιθανότατα συνδέεται με την εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων κατά τη διάρκεια του lockdown, ιδιαίτερα για επαγγελματικούς σκοπούς (π.χ. αύξηση της τηλεργασίας, διεξαγωγή online μαθημάτων κ.λπ.).
Αντίθετα, κλάδοι που παράγουν προϊόντα υψηλότερης ελαστικότητας ζήτησης, όπως η ποτοποιία, τα μη μεταλλικά ορυκτά και η κατασκευή μηχανημάτων, σημείωσαν κατακόρυφη πτώση.
Σύμφωνα με πρόσφατες διεθνείς έρευνες, η ανάκαμψη των κλάδων που επλήγησαν περισσότερο, εκτιμάται ότι θα είναι σταδιακή και μερική από το επόμενο έτος, ενώ των κλάδων που επλήγησαν λιγότερο θα είναι ταχύτερη και μάλιστα ενδεχομένως να λάβει χώρα εντός του τρέχοντος έτους, εάν δεν υπάρξει ισχυρό δεύτερο κύμα πανδημίας.
Το μέγεθος της αρνητικής επίδρασης στον κάθε κλάδο θα εξαρτηθεί από τη φύση του προϊόντος που παράγει, ή της υπηρεσίας που προσφέρει, αλλά και από το βαθμό στον οποίο είναι ενσωματωμένος στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Σε διεθνές επίπεδο, για παράδειγμα, αναμένεται ότι η κλωστοϋφαντουργία και η βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων θα υποστούν αξιοσημείωτο πλήγμα σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), κερδών και απασχόλησης, ενώ η βιομηχανία χημικών και πλαστικών αναμένεται να ανακάμψει με ταχύτερο ρυθμό.
Όπως αναμενόταν οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία επιδεινώθηκαν σημαντικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της DG-ECFIN της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο σχετικός δείκτης υποχώρησε το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια ισχύος αλλά και σταδιακής άρσης των μέτρων περιορισμού της δραστηριότητας σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας, λόγω της πανδημίας.
Ο κλάδος της μεταποίησης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής Οικονομίας την τριετία 2017-2019, μεταξύ άλλων, λόγω του έντονου εξαγωγικού προσανατολισμού του. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, Ιούνιος 2020), λόγω της πανδημίας και των μέτρων που ελήφθησαν για τον περιορισμό της εξάπλωσής της, «οι δυσχέρειες στις εισαγωγικές και εξαγωγικές διαδικασίες και ο περιορισμός ή/και η αναβολή της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα, επηρέασαν τη μεταποίηση και ιδιαίτερα τους κλάδους που είναι περισσότερο ενσωματωμένοι στις διεθνείς αλυσίδες αξίας».
Οι εξαγωγές σημείωσαν ραγδαία ετήσια πτώση, ήδη από τον πρώτο μήνα ισχύος των περιοριστικών μέτρων, δηλαδή τον Μάρτιο (-11,8%). Ο ρυθμός μείωσης των εξαγωγών επιταχύνθηκε τους επόμενους δύο μήνες, καθώς διαμορφώθηκε τον Απρίλιο σε 29% και τον Μάιο σε 32,7%, σε ετήσια βάση.
Σημαντική πτώση κατέγραψαν σταδιακά και οι προσδοκίες για τις εξαγωγές τους προσεχείς μήνες, σύμφωνα με τους επιχειρηματίες της βιομηχανίας, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -8 μονάδες τον Μάιο, από 32 μονάδες τον Φεβρουάριο.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τον Ιούνιο ο εν λόγω δείκτης επέστρεψε σε θετικό έδαφος (5 μονάδες), σηματοδοτώντας τη σχετική αισιοδοξία των επιχειρηματιών του τομέα, αναφορικά με την ανάκαμψη των εξαγωγών το επόμενο χρονικό διάστημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η συνολική απώλεια που θα καταγράψει ο κλάδος της μεταποίησης το 2020, σε όρους ΑΠΑ θα ανέλθει σε 3,45%. Σε μικρότερο βαθμό φαίνεται ότι θα επηρεαστεί ο κλάδος των τροφίμων, ενώ για τον κλάδο παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προβλέπεται αύξηση της παραγωγής.