Alpha Bank: Καθοριστική η σύνδεση εκπαίδευσης – αγοράς εργασίας
Στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα παρατηρούνται αναντιστοιχίες μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της, υπογραμμίζοντας πως η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική ανάπτυξη, αξιοποίηση και κατάλληλη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Αναλυτικά, η Alpha Bank αναφέρει πως σύμφωνα με τα μη εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσής του το τελευταίο τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκε στο 18,7% έναντι 21,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2017. Η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,9% το 2018 και αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία οφείλεται στην υψηλή ή χαμηλή ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Η ενίσχυση, συνεπώς, της καταναλωτικής δαπάνης και της ζήτησης από το εξωτερικό συμβάλλουν σταδιακά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, η διαρθρωτική ανεργία – αν και διαχρονικά υψηλή
Aπό την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται παράλληλη αύξηση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Εν συνεχεία και για ένα έτος, παρατηρείται ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε συνδυασμό με αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Η παράλληλη αύξηση και των δύο ποσοστών συνεπάγεται πως η αγορά εργασίας δεν επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου (ελαττώνεται η κυκλική επίπτωση και επομένως η επίπτωση της ύφεσης). Αντίθετα, υποδηλώνει μια παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης προς τα πάνω, καθώς αυξάνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Από το 2010 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση, τόσο στο φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο συνιστά ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας όσο και στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013,όταν και ξεκινά η καθοδική πορεία της κυκλικής ανεργίας που οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας κατά εννέα εκατοστιαίες μονάδες, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζουν χαρακτηριστική ακαμψία. Η αναντιστοιχία συνεπώς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων.
Η παραμονή εκτός εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας. Ως εκ τούτου, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αφενός αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία, αφετέρου τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Xώρες όπως η Τσεχία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία παρουσιάζουν το 2018 ανεργία και υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας. Αντιθέτως, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία παρουσιάζουν υψηλή ανεργία και χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας.
H αναντιστοιχία που καταγράφεται στην Ελλάδα ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
• στο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων,
• στις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας,
• στο φαινόμενο της έντονης εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Εκπαιδευτικό σύστημα, ενεργές πολιτικές απασχόλησης και κινητικότητα στην αγορά εργασίας
Τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας στη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα χαμηλά, αλλά σχετικά σταθερά, ποσοστά κενών θέσεων εργασίας επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι η διαρθρωτική ανεργία αυξήθηκε τα προηγούμενα έτη και ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό ήταν και οι υψηλές αναντιστοιχίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις έρευνες του Cedefop (European Centre for the Development of Vocational Training), αναδεικνύουν ως μείζον το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα.
Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων (ESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που καταρτίζεται από το Cedefop, ο οποίος μετρά την απόδοση στα συστήματα δεξιοτήτων των χωρών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης. Ο ESI μετρά «την απόσταση από την ιδανική επίδοση» σε όρους δεξιοτήτων, η οποία ορίζεται ως η υψηλότερη που επιτυγχάνεται από οποιαδήποτε χώρα σε μία περίοδο 7 ετών. Η ιδανική απόδοση βαθμολογείται με 100 μονάδες και τα επιμέρους αποτελέσματα όλων των χωρών υπολογίζονται και συγκρίνονται με βάση αυτό.
Ο ευρωπαϊκός δείκτης δεξιοτήτων αποτελείται από τρεις επιμέρους «πυλώνες» ή υποδείκτες, ήτοι την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενεργοποίηση δεξιοτήτων και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων, καθένας από τους οποίους μετρά μια διαφορετική πτυχή του συστήματος δεξιοτήτων σε μία χώρα. Συνολικά, για την εξαγωγή του βασικού δείκτη ευρωπαϊκών δεξιοτήτων χρησιμοποιούνται 15 διαφορετικοί δείκτες, οι οποίοι καταρτίζονται από ποικίλες διεθνείς βάσεις δεδομένων.
Ο πυλώνας της ανάπτυξης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει τις δραστηριότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης μιας χώρας και τα άμεσα αποτελέσματά τους σε σχέση με τις ικανότητες και δεξιότητες που αναπτύσσονται εντός και εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτελείται από τους υποδείκτες για τη βασική εκπαίδευση εντός του εκπαιδευτικού συστήματος και την εκπαίδευση και κατάρτιση εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. διά βίου μάθηση). Ο συγκεκριμένος πυλώνας με τους επιμέρους υποδείκτες μετρά επί της ουσίας την ποιότητα, τη συμμετοχή και το βαθμό ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (π.χ. το ποσοστό του πληθυσμού 15-64 ετών που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα διεθνή σκορ σε ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες κλπ.), αλλά και τη συμμετοχή και το βαθμό επίτευξης σε δραστηριότητες διά βίου μάθησης (π.χ. συμμετοχή σε προγράμματα μαθητείας, συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, δεξιότητες σε Η/Υ κλπ.).
Ο πυλώνας της ενεργοποίησης των δεξιοτήτων αντιπροσωπεύει το επίπεδο των δεξιοτήτων για τη μετάβαση και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, με σκοπό να εντοπισθούν εκείνες οι οποίες διαθέτουν την υψηλότερη και τη χαμηλότερη εκπροσώπηση στην αγορά εργασίας.
Επί της ουσίας, ο δείκτης αυτός μετράει τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, τα ποσοστά απορρόφησης των πτυχιούχων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα στην αγορά εργασίας, αλλά και τον βαθμό συμμετοχής στην αγορά εργασίας των νέων 20-24 ετών και των ατόμων μεταξύ 25-54 ετών.
Ο τρίτος πυλώνα ςτης αντιστοίχισης δεξιοτήτων καταγράφει το είδος των θέσεων εργασίας και των αναντιστοιχιών που μπορεί να εκφράζονται από την ανεργία, τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τα πλεονάσματα δεξιοτήτων ή την ανεπαρκή αξιοποίησή τους στην αγορά εργασίας.
Στηρίζεται στους υποδείκτες της υπο-αξιοποίησης και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, οι οποίοι υποδηλώνουν το βαθμό στον οποίο οι δεξιότητες που ενσωματώνουν οι εργαζόμενοι ταιριάζουν με τη ζήτηση για δεξιότητες από τις επιχειρήσεις. Ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει εν πολλοίς τη μακροχρόνια ανεργία, την υποαπασχόληση των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων, τις αναντιστοιχίες υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα), τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τις αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων προσόντων.
Η Ελλάδα είναι ουραγός, μαζί με την Ισπανία, στη σχετική λίστα του ευρωπαϊκού δείκτη δεξιοτήτων, φθάνοντας μόλις στις 23 μονάδες στο συνολικό δείκτη, απέχοντας έτσι κατά 77% από την ιδανική επίδοση. Η χώρα όμως καταγράφει σχετικά χαμηλές επιδόσεις και στους τρεις βασικούς υποδείκτες, αλλά κυρίως στον πυλώνα της αντιστοίχισης δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην αγορά εργασίας. Εκεί, η Ελλάδα βρίσκεται όχι μόνο τελευταία στην κατάταξη (9 μονάδες) μεταξύ των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες εξαιρουμένης της Ισπανίας (11 μονάδες), γεγονός το οποίο τονίζει εμφατικά τις αναντιστοιχίες μεταξύ αναγκών σε δεξιότητες που ζητούνται και προσφέρονται στην ελληνική αγορά εργασίας και που, κατ’ επέκταση, συμβάλλουν όχι μόνο στην εντατικοποίηση της ετεροαπασχόλησης, αλλά και στην παραμονή του διαρθρωτικού τμήματος της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα.
Αλλες επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία (Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων στις 62 μονάδες), εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερους δείκτες και στους τρεις επιμέρους πυλώνες δεξιοτήτων. Η Πορτογαλία ξεπερνά επίσης τον ελληνικό κύριο δείκτη, παρόλο που στον πυλώνα της ανάπτυξης δεξιοτήτων, η σχετική της επίδοση βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με εκείνα της Ελλάδας (41 μονάδες). Το γεγονός ότι η Ισπανία και η Ελλάδα κατέχουν τις τελευταίες θέσεις στο δείκτη δεξιοτήτων και τις χαμηλότερες με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες επιδόσεις στον υποδείκτη της αντιστοίχισης δεξιοτήτων, αποτυπώνει και τα παραπλήσια χαρακτηριστικά τους, τόσο όσον αφορά στο ποσοστό ανεργίας ,αλλά και στο ποσοστό κενών θέσεων εργασίας .Και οι δύο χώρες παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαμηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας και πολύ χαμηλούς δείκτες αντιστοίχισης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, με υψηλά ποσοστά αναντιστοιχίας στις ζητούμενες και προσφερόμενες δεξιότητες.
Καθοριστικό όμως παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική ανάπτυξη, αξιοποίηση και κατάλληλη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα) αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας.
Οι αναντιστοιχίες άλλωστε μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς, συνιστούν ένα από τα κύρια συμπτώματα μιας δυσλειτουργικής σχέσης μεταξύ των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος, και κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και της αγοράς εργασίας.
Η ορθή σύνδεση των αποφοίτων κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τις παραγωγικές δομές της χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την άμβλυνση της διαρθρωτικής ανεργίας και κατ’ επέκταση για τη μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Σύμφωνα άλλωστε με μελέτες (ΙΟΒΕ – Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις, 2018), προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη σύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με καίριο τρόπο μια σειρά από προκλήσεις, μεταξύ των οποίων α) η αλλαγή του προσανατολισμού της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα, στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό, β) η επανεκπαίδευση των ανέργων αποφοίτων για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας και γ) η εντατικοποίηση και ενίσχυση της ελκυστικότητας της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων προγραμμάτων μαθητείας, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται επαρκώς με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή της ενίσχυσης της κινητικότητας στην αγορά εργασίας και της καλύτερης αντιστοίχισης ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων συναινούν και μελέτες του ΟΟΣΑ (Bulman, T. and M. Pisu (2018), “Generating employment, raising incomes and addressing poverty in Greece”, OECD), οι οποίες υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για την υλοποίηση τωνΕνεργητικών Πολιτκών Απασχόλησης (ΕΠΑ)(ActiveLaborMarketPrograms, ALMPs). Τα προγράμματα τωνΕΠΑ περιλαμβάνουν όλες τις κοινωνικές δαπάνες (εξαιρουμένων των δαπανών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος),οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν κατά προτεραιότητα τους μακροχρόνια ανέργους και τους νέους που αναζητούν εργασία. Ωστόσο, τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να εξειδικεύονται επαρκώς και να αξιολογούνται σε τακτική βάση, ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις συνεχώς εξελισσόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, να ενισχύουν την κινητικότητα των εργαζομένων, να πετυχαίνουν την καλύτερη αντιστοίχιση στη ζήτηση και προσφορά εργασίας και να αυξάνουν την παραγωγικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τις προτάσεις βελτίωσης του ΟΟΣΑ, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση των υποδομών οι οποίες στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση, την κατάρτιση και την επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας Με γνώμονα τα παραπάνω, καθοριστικής σημασίας καθίστανται ζητήματα όπως α) η παροχή προγραμμάτων μαθητείας στους νέους σπουδαστές, κυρίως τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, β) οι επενδύσεις σε επαγγελματική εκπαίδευση και συστήματα εκμάθησης για ενήλικες, γ) η αποτελεσματικότερη σύνδεση ζήτησης και προσφοράς εργασίας με βάση τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των πιο δυναμικών παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, δ) ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των υποδομών και υπηρεσιών που προσφέρει ο ΟΑΕΔ, ε) ο αποτελεσματικότερος συντονισμός των εμπλεκόμενων φορέων για την υλοποίηση των προγραμμάτων ενεργούς απασχόλησης και στ) η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη νεανική απασχόληση (π.χ. EUYouthGuaranteeScheme).
Εξέλιξη απασχόλησης και ανεργίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2018
Συνεχίζεται η βελτίωση της αγοράς εργασίας, σύμφωνα με τα τριμηνιαία μη εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, η απασχόληση αυξήθηκε σημαντικά στο τέταρτο τρίμηνο του 2018, κατά 97,4 χιλ. άτομα ή κατά 2,6% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 2,4% στην αντίστοιχη περίοδο του 2017. Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να αποκλιμακώνεται και διαμορφώθηκε στο 18,7%, έναντι 21,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2017, μείωση η οποία αντιστοιχεί σε 125,7 χιλ. άτομα.
Ως προς την εξέλιξη της απασχόλησης, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που σημειώθηκε την τελευταία διετία στήριξε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. O αριθμός των απασχολουμένων το τέταρτο τρίμηνο του 2018 (3.833,7 χιλ.) ήταν ο μεγαλύτερος μετά το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 (3.886,9 χιλ.), εντούτοις όμως υπολείπεται αισθητά των 4.597,9 χιλ. που καταγράφηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2008. Θετική εξέλιξη χαρακτηρίζεται η αύξηση κατά 3,0%, σε ετήσια βάση, της πλήρους απασχόλησης και η μείωση κατά 1,0% της μερικής.
Σχετικά με την κατανομή της απασχόλησης ανά βασική κατηγορία επαγγέλματος (κωδικοποίηση ISCO 08), η πλειονότητα των εργαζομένων καταγράφεται στην κατηγορία απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, οι οποίοι αποτελούντο 23,1% του συνόλου των εργαζομένων (Γράφημα 5). Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την προαναφερθείσα σημαντική μείωση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια των οικονομικών προγραμμάτων προσαρμογής, ο αριθμός των απασχολουμένων στη συγκεκριμένη κατηγορία αυξάνεται συνεχώς και υπερβαίνει τα επίπεδα της προ-κρίσης εποχής. Αντίθετα, σε κατηγορίες επαγγελμάτων όπως τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, ο αριθμός των απασχολουμένων έχει μειωθεί σημαντικά.
Ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, η απασχόληση στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης σημείωσε ετήσια αύξηση κατά 7,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2018 συγκριτικά με το ίδιο τρίμηνο του 2017, ως απόρροια της συνεχούς ανόδου του τουριστικού προϊόντος στη χώρα μας. Ενθαρρυντική είναι η άνοδος κατά 6,7% της απασχόλησης στον κλάδο των κατασκευών, ενώ έπονται οι κλάδοι της δημόσιας διοίκησης και άμυνας (+6,1%) και της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (+3,2%). Συνολικά, το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα στο σύνολο της απασχόλησης φθάνει στο 12,2%, του δευτερογενούς στο 15,3% ενώ του τριτογενούς στο 72,5%.
Όσον αφορά την εξέλιξη της ανεργίας, και παρά τη σταδιακή πτώση του συνολικού ποσοστού, παραμένουν σημαντικές οι αποκλίσεις ως προς την κατανομή του ανά φύλο, ηλικία και επίπεδο εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στον Πίνακα 1, το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες βρίσκεται στο 14,7% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018, έναντι του 17,3% κατά το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ το ποσοστό ανεργίας των γυναικών στο 23,7% (έναντι 26,1% το αντίστοιχο διάστημα του 2017). Επιπλέον, παρά την άνοδο που έχει σημειωθεί, οι νέοι έως 24 ετών εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Επίσης, σε όρους μορφωτικού επιπέδου, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας (13,3%), ενώ αντίθετα, ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό ανεργίας στα άτομα δεν που έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (47%), παρόλο αποτελούν τη μειονότητα στο σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι από τους 881,1 χιλ. ανέργους, οι 575,3 χιλ. είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ και μόνο οι 115,5 χιλ., δηλαδή μόλις το 13% λαμβάνει επίδομα ανεργίας ή κάποιο βοήθημα. Η διάρκεια της ανεργίας συνιστά ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα, καθώς το 69,4% εντάσσεται στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή εκείνων που παραμένουν άνεργοι πάνω από 12 μήνες, με έναν στους τρεις εξ’ αυτών να παραμένουν άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 4 ετών.