Alpha Bank: Μην τα περιμένουμε όλα από την επενδυτική βαθμίδα
Τη σημασία των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων αναλύει σε νέα έκθεσή της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Η μακροχρόνια ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας οδήγησε σε σημαντική απομείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας δημιουργώντας ένα επενδυτικό κενό καθώς οι αποσβέσεις παρέμειναν υψηλότερες από τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου για μια παρατεταμένη περίοδο, από το 2010 έως το 2021. Η αποεπένδυση της περιόδου αυτής καθυστέρησε την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, οδηγώντας σε μείωση της παραγωγικότητας, καθώς η εργασία συνδυαζόταν με κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας. Το επενδυτικό κενό που ορίζεται ως η «διάβρωση» του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της χώρας κατά την περίοδο που οι αποσβέσεις υπερέβησαν τις νέες επενδύσεις εκτιμάται περί τα €95 δισ. σε τρέχουσες τιμές.
Στον απόηχο της κρίσης του δημόσιου χρέους, η Ελλάδα υιοθέτησε ένα σημαντικό σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης, με στόχο τη συμπίεση των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων ώστε να καταστεί βιώσιμο το δημόσιο χρέος της μεσοπρόθεσμα. Εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή, τα σχέδια διάσωσης που συνδέονται με τα μνημόνια απαιτούσαν μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Ελλάδα εισήγαγε ένα σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, με στόχο την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ανεπαρκειών που συσσωρεύτηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του εξαγωγικού προσανατολισμού των ελληνικών επιχειρήσεων και την τόνωση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων.
Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στις αγορές προϊόντων και εργασίας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία και την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που καταγράφηκε τα τελευταία έτη, οδήγησαν σε θετικό αναπτυξιακό αποτύπωμα από το 2017 και μετά. Αν και αυτή η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας προήλθε κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, η συμβολή των επενδύσεων στην μεγέθυνση του ΑΕΠ αυξάνεται σταδιακά, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει πολύ χαμηλότερο από το επίπεδό του πριν από το ξέσπασμα της κρίσης στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις 7 χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, μεταξύ 2018-2022 (από 11,1% σε 13,7%), εντούτοις, το ποσοστό αυτό παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ και πολύ χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα (2010: 16,6%).
Η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και της βιωσιμότητας του χρέους οδηγεί στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία αποτελεί σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο γιατί επανατοποθετεί τη χώρα ως προορισμό για μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια, αλλά και γιατί δημιουργεί ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το Ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και πάνω απ’ όλα, για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να αποτελεί ορόσημο, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια. Είναι σημαντικό, στο μέλλον, να αποτελέσει προτεραιότητα η προώθηση μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών εμποδίων και την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Περαιτέρω πρόοδος θα πρέπει να σημειωθεί σε ό,τι αφορά στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, της φοροδιαφυγής, των στρεβλώσεων σε ορισμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Κρίσιμο στοιχείο, λοιπόν, είναι η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η οποία μπορεί να βελτιωθεί μέσω συστηματικού σχεδιασμού και επενδύσεων, τόσο σε φυσικό όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι επενδύσεις παραμένουν βασική προϋπόθεση για βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση. Ένα μοντέλο μεγέθυνσης που βασίζεται περισσότερο στις επενδύσεις σε σύγκριση με το παρελθόν αναμένεται να επιταχύνει την οικονομική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας υστερεί σε σχέση με τα μέλη της ΕΕ. Ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ, ήταν το 2022 μεταξύ των δύο τελευταίων στην ΕΕ-27, πάνω από αυτόν της Βουλγαρίας. Παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15% το 2022 (με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης), ανακάμπτοντας στο επίπεδο του 2008, έτος έναρξης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ποσοστό σύγκλισης ανήλθε σε 68%, ενώ το 2002 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν ίσο με το 93,3% του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει το αποτύπωμα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών σε τρεις βασικούς τομείς. Οι προσπάθειες αυτές είτε βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης αλλά παρουσιάζουν καθυστερήσεις, είτε βρίσκονται στη φάση του σχεδιασμού και αφορούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, της ποιότητας της διακυβέρνησης και της περαιτέρω μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας (tax wedge) για εργαζόμενους και εργοδότες. Ο λόγος για τον οποίο εστιάζουμε σε αυτούς τους τρεις τομείς είναι ότι αποτελούν σημαντικά δομικά στοιχεία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μιας χώρας.
Ένας επενδυτής, ημεδαπός ή αλλοδαπός, θα λάβει υπόψη τις κάτωθι παραμέτρους πριν προχωρήσει στην υλοποίηση ενός νέου επενδυτικού σχεδίου: το λειτουργικό κόστος και ειδικότερα το κόστος εργασίας, τα ρυθμιστικά εμπόδια και κανόνες καθώς και το θεσμικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε αυτά τα τρία δομικά στοιχεία αναμένεται όχι μόνο να επιταχύνει τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις αλλά και να συμβάλει στην αναπλήρωση του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της χώρας και στη γεφύρωση του απόστασης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τις οικονομίες της ΕΕ, αλλά και να προετοιμάσει το έδαφος για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι αποτελεσματικοί και ποιοτικοί θεσμοί φαίνεται να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, στον καθορισμό του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης στις οικονομίες σε όλο τον κόσμο.
Επιπροσθέτως, η υιοθέτηση ενός φιλικού προς την ανάπτυξη φορολογικού μείγματος μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις στην Ελλάδα και να επιταχύνει την προσέλκυση νέων κεφαλαίων από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, η μείωση του φορολογικού βάρους στην εργασία δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις να αναλάβουν νέα επενδυτικά σχέδια, καθώς μειώνει ουσιαστικά το κόστος εργασίας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Επιπλέον, μια χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση δίνει κίνητρα σε εξειδικευμένο προσωπικό να επιστρέψει από το εξωτερικό -αντιστρέφοντας το φαινόμενο του brain drain, που αποτελεί μείζον πρόβλημα για την ελληνική οικονομία- με θετικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Τέλος, η μείωση του κόστους εργασίας όχι μόνο οδηγεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην αποκλιμάκωση της ανεργίας και στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών και των νέων, αλλά μπορεί επίσης να περιορίσει την αδήλωτη εργασία και, κατά συνέπεια, την παραοικονομία, η οποία αποτελεί άλλη μια σημαντική παθογένεια της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία: την μετατόπιση του παραγωγικού της προτύπου, το οποίο στηριζόταν κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, προς ένα νέο μοντέλο που θα στηρίζεται πρωτίστως στις επενδύσεις. Δύο στοιχεία συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτον, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα απορροφήσει η Ελλάδα μεσοπρόθεσμα, πρωτίστως στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), θα αποτελέσουν αξιοσημείωτη επενδυτική «ένεση» για την ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου θα συμβάλουν καθοριστικά σε αυτόν τον μετασχηματισμό. Το συνολικό ύψος των κονδυλίων του RRF θα υπερβεί τα €30 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 17% του ΑΕΠ που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Η χώρα μας αναμένεται επίσης να λάβει περίπου €40 δισ. από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ-27, και συγκεκριμένα €13,4 δισ. από το πρόγραμμα Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και €26,2 δισ. από το ΕΣΠΑ. Συνυπολογίζοντας τα κονδύλια του RRF, το σύνολο των ευρωπαϊκών πόρων που θα εισρεύσουν μέχρι το 2027, υπολογίζονται σε περίπου €70 δισ.
Δεύτερον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με στόχο τη δημιουργία ενός φιλικού προς το «επιχειρείν» περιβάλλοντος, είχαν ως αποτέλεσμα τη δυναμική επιστροφή των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) η οποία αποτυπώθηκε στην κατακόρυφη αύξησή τους το 2021 και το 2022.
Βάσει των δύο ανωτέρω στοιχείων, η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να εμπλουτίσει τον δημόσιο διάλογο και το σχεδιασμό των υπευθύνων χάραξης πολιτικής παρέχοντας ορισμένα metrics για τα οφέλη στην επενδυτική δαπάνη από τη συνδυαστική υλοποίηση περαιτέρω μεταρρυθμίσεων σε τρεις τομείς κρίσιμης σημασίας: την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, κυρίως ως προς την ταχύτητα επίλυσης διενέξεων, την ποιότητα της διακυβέρνησης και τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας.
Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε τη θέση της Ελλάδας όσον αφορά κάθε έναν από αυτούς τους τομείς και διαπιστώσαμε τα ακόλουθα:
Α. Αποτελεσματικότητα δικαιοσύνης και ταχύτητα επίλυσης διενέξεων
Το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα παρουσιάζει αδυναμίες και προκλήσεις σε περιοχές που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, παρωχημένων και αναποτελεσματικών διαδικασιών και διαρθρωτικών αδυναμιών. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη αναγνωρίσει την ανάγκη εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, καθώς έχει ενσωματώσει μία σειρά σχετικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ ήδη ανακοίνωσε παρεμβάσεις στο πλαίσιο των προγραμματικών της δηλώσεων εντός του καλοκαιριού με στόχο την επίλυση των μακροχρόνιων ανεπαρκειών που επιβαρύνουν το δικαστικό σύστημα. (Προγραμματικές Δηλώσεις Υπουργού Δικαιοσύνης, Ιούλιος 2023). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις συνήθως χρειάζονται επιπλέον χρόνο για να υλοποιηθούν και να συνεισφέρουν στην επιτάχυνση των επενδύσεων.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην ομάδα των χωρών της ΕΕ που παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, με σχετικά χαμηλό ποσοστό επίλυσης υποθέσεων (clearance rate) κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (82,4%, έναντι 100%) και υψηλό χρόνο απονομής δικαιοσύνης (728 ημέρες), ο οποίος είναι ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Εξετάζοντας την διαχρονική εξέλιξη αυτών των δεικτών για την Ελλάδα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών σε πρώτο βαθμό στην Ελλάδα σταδιακά επιδεινώθηκε από το 2014 (330 ημέρες) και μετά, καθώς αυξήθηκε σε 728 ημέρες το 2021, από 637 ημέρες το 2019 και 559 ημέρες το 2018. Ομοίως, το ποσοστό επίλυσης υποθέσεων επιδεινώθηκε ελαφρώς το 2021, ανερχόμενο σε 82,4% (με τις εκδικασθείσες υποθέσεις να ανέρχονται σε 177.813 και τις εισερχόμενες υποθέσεις σε 206.387) σε σύγκριση με 86,2% το 2019 και 86,3% το 2018, υψηλότερο από τα επίπεδα του 2010 (78,9%), αλλά κάτω από τα επίπεδα του 2014 (113,1%).
Το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 και η εφαρμογή μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας οδήγησαν στη διακοπή της εκδίκασης υποθέσεων ή/και στην αναβολή δικών οι οποίες προγραμματίζονται για το 2025 και μετά, και ως εκ τούτου συνέβαλαν στην επιδείνωση αυτών των δεικτών.
Η συνέχιση και η εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη τα επόμενα έτη αποτελεί αδήριτη ανάγκη για την Ελλάδα, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, συμβάλλοντας στην δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την προσέλκυση ΞΑΕ, στην επιτάχυνση των επενδύσεων και στη προώθηση του ανταγωνισμού, των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεικτικά την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης, τη δημιουργία εξειδικευμένων δικαστηρίων, την αναβάθμιση των υποδομών, την επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού των δικαστηρίων και την τροποποίηση των δικαστικών κανόνων και διαδικασιών, υποστηριζόμενες και από κονδύλια του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ).
Β. Ποιότητα διακυβέρνησης
Η ποιότητα της διακυβέρνησης διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προσέλκυση επενδύσεων και στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Γενικά, η διακυβέρνηση αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια των κυβερνητικών επιλογών και πολιτικών που υιοθετούνται, καθώς και των διαδικασιών που εμπλέκονται στη διακυβέρνηση μιας χώρας και αντικατοπτρίζει την ποιότητα των θεσμών που χαρακτηρίζουν την οικονομία.
Η ποιότητα της διακυβέρνησης στην Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ σε όλους τους επιμέρους δείκτες, όπως αυτό αποτυπώνεται στα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και σε σχέση με συγκεκριμένες ομάδες χωρών, όπως π.χ. με την περιφέρεια (Κύπρος, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία), ή μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες του πυρήνα της ΕΕ (Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες). Αν και η ποιότητα διακυβέρνησης της Ελλάδας επιδεινώθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μετά, από το 2017 είναι εμφανής η σταδιακή αντιστροφή της αρνητικής τάσης, με θετικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη και τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, η σχέση μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και της απασχόλησης είναι αρνητική, καθώς ένα υψηλό ποσοστό tax wedge αφενός αυξάνει το λειτουργικό κόστος για τους εργοδότες, αφετέρου μειώνει τις καθαρές αποδοχές των εργαζομένων και οδηγεί σε πτώση της ζητούμενης και προσφερόμενης ποσότητας εργασίας.
Η φορολογική επιβάρυνση για έναν άγαμο χωρίς παιδιά, με εισόδημα στο 100% των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα, ανέρχεται σήμερα στο 37,1% επί του κόστους εργασίας ανά απασχολούμενο (στοιχεία 2022). Η μείωση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια, ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (από 40,4% το 2019), ενώ σε σύγκριση με το 2009, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μειώθηκε σωρευτικά κατά 4,1 π.μ. Ως αποτέλεσμα, αν και το μη μισθολογικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ήταν το 2022 το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 2000 και μικρότερο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Στο πλαίσιο της άσκησης που πραγματοποιήσαμε στην παρούσα μελέτη επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τον αντίκτυπο των περαιτέρω μεταρρυθμίσεων στους ανωτέρω τρεις τομείς στις ροές των ΞΑΕ και επακόλουθα στο σύνολο της επενδυτικής δαπάνης στην Ελλάδα και, εν τέλει, να εκτιμήσουμε τον βαθμό στον οποίο θα περιορίσουν το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε στη χώρα την προηγούμενη δεκαετία, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι το συνδυαστικό αποτέλεσμα:
(i) της μείωσης κατά 0.7%-1.3% ετησίως της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας.
(ii) της αύξησης κατά 0.7%-1.3% κάθε χρόνο, του ποσοστού επίλυσης υποθέσεων. Ενδεικτικά, αυτό θα μπορούσε να προκύψει ως αποτέλεσμα της ψηφιοποίησης των δικαστικών διαδικασιών, η οποία αναμένεται να μειώσει τον αριθμητή του κλάσματος, δηλαδή του αριθμού των υποθέσεων που επιλύθηκαν, ή της θέσπισης μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης που μειώνουν τον παρονομαστή του ποσοστού επίλυσης υποθέσεων, δηλαδή του αριθμού των εισερχόμενων υποθέσεων.
(iii) μιας εφάπαξ αύξησης του δείκτη αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, κατά 1 μονάδα. Αυτό καλύπτει ένα ευρύ φάσμα βελτιώσεων σε διάφορες πτυχές της λειτουργίας της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης μπορεί να αντικατοπτρίζει τη μείωση της γραφειοκρατίας, μια αποδοτικότερη διαδικασία για την έναρξη και τη λειτουργία επιχειρήσεων, μια συνετή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών που χαρακτηρίζεται από έναν αποτελεσματικό μηχανισμό είσπραξης φόρων και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων για τη στήριξη δημόσιων υπηρεσιών και έργων υποδομής στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή έως το 2026, η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρόσθετες επενδύσεις ύψους €8-14 δισ., σε σταθερές τιμές, επιτυγχάνοντας την επιπλέον κάλυψη του επενδυτικού κενού, κατά 8,5-14,7 εκατοστιαίες μονάδες.
Ποιοτικά και μακροπρόθεσμα οφέλη από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων
Ο αντίκτυπος της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, την ποιότητα της διακυβέρνησης και τον εξορθολογισμό του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, δεν περιορίζεται στην ανωτέρω ποσοτικοποίηση, η οποία αναφέρεται κυρίως σε «νέες παραγωγικές επενδύσεις», σε φυσικό κεφάλαιο.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ο συνδυασμός υψηλότερου επιπέδου φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και η παράλληλη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, μέσω της οποίας ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η υλοποίηση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων ενδέχεται να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στο επίπεδο των επενδύσεων και του παραγόμενου προϊόντος. Επιπλέον, το αναπτυξιακό αποτύπωμα αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι συνήθως ορατό με σχετική χρονική υστέρηση. Ως εκ τούτου, μακροπρόθεσμα οφέλη αναμένεται να προκύψουν πέραν του ορίζοντα που εξετάζεται στη παρούσα μελέτη, δηλαδή από το 2026 και μετά, συμβάλλοντας στην άνοδο του ΑΕΠ και στη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο τρίτος από τους βασικούς πυλώνες του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει επενδύσεις ύψους περίπου €3 δισ. για την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, δηλαδή τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας, καθώς και για την εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της αναβάθμισης των δεξιοτήτων και της επανειδίκευσης του εργατικού δυναμικού, με έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες.
Παράλληλα, ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, αναμένεται να έχει επιπλέον θετικές επιπτώσεις.
Πρώτον, την ενίσχυση των κινήτρων για αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό καθώς και των κινήτρων περιορισμού της αδήλωτης εργασίας. Δεύτερον, αναμένεται να λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο για τον επαναπατρισμό ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής ειδίκευσης που μετανάστευσε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου, αναμένεται -σε κάποιο βαθμό- να οδηγήσει στην αντιστροφή του φαινομένου του «brain-drain», δηλαδή σε «brain-regain». Τρίτον, θα μειώσει το λειτουργικό κόστος για τις επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα είναι σε θέση να υλοποιήσουν επενδυτικά σχέδια, αλλά και να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Συμπερασματικά, η αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η αύξηση της απασχόλησης, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, η επιστροφή έμπειρου και καταρτισμένου εργατικού δυναμικού από το εξωτερικό, παράλληλα με την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, θα οδηγήσουν σε άνοδο παραγωγικότητας και τελικά θα τονώσουν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα μακροπρόθεσμα. Τέλος, η δημιουργία ενός ακόμη πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος, αναμένεται να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη τα επόμενα χρόνια, μετατρέποντας τη χώρα σε επενδυτικό προορισμό, ενθαρρύνοντας περαιτέρω τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την ανάπτυξη του επιχειρηματικού τομέα, καθώς και την απασχόληση. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα θα επιταχύνει τις επενδυτικές ευκαιρίες και θα συμβάλει επίσης στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης μακροπρόθεσμα.