fbpx

Alpha Bank: Οι προκλήσεις για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα

0

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κλάδωνοικονομικής δραστηριότητας, απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν κατά 64% στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας, υπογραμμίζουν οι αναλυτές της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων. 

Όπως σημειώνουν, πέραν, όμως, του οικονομικού τους αποτυπώματος, ο ρόλος των ΜμΕ είναι κομβικός για τη διασφάλιση της σταθερότητας του κοινωνικού ιστού αλλά και του παραγωγικού μετασχηματισμού, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της διάχυσης καινοτόμων τεχνολογιών, αλλά και της σταδιακής προσαρμογής τους στη νέα ψηφιακή οικονομία.

Η Ελλάδα κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την πυκνότητα των ΜμΕστο συνολικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, η χώρα διαθέτει 6,2 ΜμΕ ανά 100 κατοίκους, έναντι 4,5 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ-28. Η μεγάλη πυκνότητα των ΜμΕ συμβαδίζει με την υψηλή συμβολή των ΜμΕ στην απασχόληση (ΣΕΒ-Ernst&Young, Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, 2017).Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (OECD, SMEandEntrepreneurshipOutlook, 2019), το ποσοστό συμμετοχής των ΜμΕστη συνολική απασχόληση στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με την Ελλάδα και διαμορφώνεται μόλις στο 60%. Στο Γράφημα 1 αποτυπώνεται η συμβολή τωνΜμΕ στην εγχώρια οικονομία, τόσο σε όρους απασχόλησης όσο και Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.

Στην Ελλάδα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 άτομα) αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα (97,3%) των μη-χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και απασχολούν περίπου 6 στους 10 εργαζόμενους, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι αντίστοιχες επιχειρήσεις απασχολούν3 στους 10 εργαζόμενους. Αντίστοιχα, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (10-249άτομα) εργάζονται 3 στους 10 απασχολούμενους (ΟΟΣΑ: 4 στους 10) και μόνο 1 στους 10 απασχολείται σε μεγάλη επιχείρηση (>250 άτομα).

Παρά το γεγονός ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις κατέχουν συνολικά υψηλότατο μερίδιο στην απασχόληση (75%), εντούτοις οι θέσεις εργασίας που προσφέρουν παράγουν μόνο τα 2/5 της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις (>50 άτομα)παράγουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία – 22,4% και 35,9% αντίστοιχα – με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία.

Κλαδική Σύνθεση, Μέγεθος Επιχειρήσεων και Οικονομίες Κλίμακας

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης οι ΜμΕ, οι οποίες στηρίζονταν κυρίως στην εγχώρια ζήτηση υπέστησανσοβαρά πλήγματα, ενώ παράλληλα στράφηκαν, στο βαθμό που είχαν τη δυνατότητα,προς τις διεθνείς αγορές, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του διογκωμένου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Η στροφή αυτή έλαβε χώρα κυρίως από τις μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, λόγω μεγαλύτερου μεγέθους και οικονομιών κλίμακας που αυτό συνεπάγεται, προσαρμόσθηκαν ομαλότερα στην κρίση και ενέτειναν την εξαγωγική τους δραστηριότητα.Αντίθετα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν μεγαλύτερες δυσκολίες λόγω των πολύ περιορισμένων εξαγωγών τους. Άλλωστε, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ,μόνο το 9,7% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι ασκεί εξαγωγική δραστηριότητα.

Παρά τις σημαντικές απώλειες που υπέστη η ελληνική μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης σε όρους προϊόντος, ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας, υπήρξαν κλάδοι οι οποίοι επέδειξαν σχετική ανθεκτικότητα σε όρους απασχόλησης. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι υπηρεσίες φιλοξενίας, εξόρυξης και τροφίμων κατέγραψαν σχετικά μικρή μείωση στην απασχόλησή τους κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης (-15% έως -20%), ενώ κλάδοι όπως ένδυση, δερμάτινα προϊόντα, ξυλεία, χαρτί και κατασκευές σημείωσαν μεγαλύτερη πτώση (-50% έως -60%). Ωστόσο, υπήρξαν και κλάδοι οι οποίοι αύξησαν την απασχόλησή τους κατά την υφεσιακή περίοδο, όπως τα πετρελαιοειδή και η ύδρευση (+100%).

Τα υψηλότερα μερίδια στην απασχόληση των ΜμΕπαρατηρούνται στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, τομείς οι οποίοι καταγράφουν στην Ελλάδα υψηλότερα μερίδια από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (Γράφημα 2). Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υψηλότερα μερίδια στο σύνολο της απασχόλησης, κυρίως σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου, όπως ενέργεια, παράγωγα πετρελαίου και φαρμακευτικά προϊόντα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, πάνω από τις μισέςθέσεις εργασίας σε νέες ΜμΕ στη χώρα δημιουργούνται στους κλάδους των καταλυμάτων και εστίασης και του εμπορίου (29% και 28% αντίστοιχα, Γράφημα 3). Άλλοι κλάδοι όπως οι κατασκευές (8%), οι μεταφορές και αποθήκευση (6%) και η μεταποίηση (6%) έπονται με μεγάλη διαφορά. Ειδικότερα, από τους υπο-κλάδους της μεταποίησης, τα τρόφιμα και ποτά συνεισφέρουν περίπου κατά το 30% στο σύνολο των απασχολουμένων της μεταποίησης, δηλαδή κατά το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους άλλους μεταποιητικούς κλάδους (ήτοι 2% στο σύνολο των απασχολουμένων). Επιπλέον, κλάδοι υψηλής παραγωγικότητας όπως οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες και ο κλάδος ενημέρωσης και επικοινωνίας (ICT) συνεισφέρουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με ποσοστά της τάξης του 12%και 3% αντίστοιχα.

Δεδομένης της σημασίας της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας για την ελληνική οικονομία, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη μεγέθυνσή της (scale-up) σε όρους κλίμακας παραγωγής. Εξετάζοντας τη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο) και μεγέθους της επιχείρησης, προκύπτει ότι στην Ελλάδα η σχέση αυτή είναι θετική (Γράφημα 4). Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας των πολύ μικρών επιχειρήσεων ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τάξεις μεγέθους, τόσο το 2008 όσο και το 2014, ενώ μειώθηκε σωρευτικά μεταξύ των δύο αυτών ετών κατά 12,5%. Η παραγωγικότητα της εργασίας των μικρών επιχειρήσεων το 2014 (€28.000 ανά εργαζόμενο) ήταν διπλάσια από αυτή των πολύ μικρών (€14.000 ανά εργαζόμενο), ενώ μειώθηκε σωρευτικά κατά 17,6% το διάστημα 2008-2014. Οι μεσαίες επιχειρήσεις παρουσιάζουν την υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ΜμΕ, η οποία αυξήθηκε στις €39.000 ανά εργαζόμενο το 2014.

Παρά το γεγονός ότι οι μεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης, καθώς το μέγεθος επηρεάζει θετικά τη δυνατότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα και την παραγωγικότητα, η μεγέθυνσή τους αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, καίριας σημασίας είναι οι συνεργασίες μεταξύ των ΜμΕ, ώστε να αξιοποιηθούν οι οικονομίες κλίμακας, αλλά και η ενίσχυση των επενδύσεων. Η ανάπτυξη των ΜμΕ έχει άλλωστε θετική επίπτωση στηναπασχόληση, την παραγωγικότητα, την καινοτομία, την αύξηση του εισοδήματος, αλλά και την καλύτερη κατανομή των παραγωγικών πόρων.

Προκλήσεις για τη Μικρομεσαία Επιχειρηματικότητα

Παρά τη βελτίωση που έχει σημειωθεί σε αρκετούς οικονομικούς δείκτες, έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και αυστηρής προσαρμογής, οι ΜμΕ είναι αντιμέτωπες με μια σειρά προκλήσεων, όπως αυτές αναδείχθηκαν και από τη σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ:

• Πρώτον,η εξαγωγική δραστηριότητα των ΜμΕ παραμένει υποτονική, καθώς λιγότερο από το 10% των ΜμΕ εξάγουν τα προϊόντα τους, με τηνΕλλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Η δυσμενής επίπτωση αυτής τηςεσωστρέφειας είναι οι ΜμΕνα παραμένουν απομονωμένες από το διεθνές περιβάλλον, περιορίζοντας έτσι τις προοπτικές ανάπτυξής τους, ενώ ταυτόχρονα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις διακυμάνσεις της μικρής, εγχώριας αγοράς.

• Δεύτερον, η χώρα υστερεί στην ψηφιακή τεχνολογία και την ποιότητα υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης (logistics) σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, γεγονός που καθιστά τις ΜμΕ λιγότερο ανταγωνιστικές, καθώς αυξάνεται το κόστος και ο χρόνος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών.

• Τρίτον, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας των ΜμΕ, η πρόσβαση σε διαφορετικές χρηματοδοτικές πηγές αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την επιβίωση των υγιών επιχειρηματικών μονάδων, αλλά και για τη μεγέθυνσή τους τους. Ιδιαίτερα οι πολύ μικρές και οι νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, εξέλιξη που επιδρά ανασταλτικά στη βιωσιμότητα και τη διάρκεια ζωής τους.

Εντός ενός συνεχώς εξελισσόμενου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, είναι σημαντικό η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα να έχει πρόσβαση σε κοινοτικά κονδύλια και τραπεζικό δανεισμό, ώστε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητές της. Το Τραπεζικό Σύστημα κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών δύναται να στηρίξει περαιτέρω την ελληνική επιχειρηματικότητα κάθε κλάδου και μεγέθους, αναζητώντας όμως ταυτόχρονα καινοτόμες πρωτοβουλίες από τις επιχειρήσεις και ενθαρρύνοντας την εξωστρέφεια, δίδοντας έμφαση σε έργα και τομείς που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, έλκονται από την έρευνα και την καινοτομία, χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και σέβονται το περιβάλλον.

• Τέταρτον, στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλές αναντιστοιχίες στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο 26/3/2019). Το ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα οι υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι να απασχολούνται σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα, αμειβόμενοι με χαμηλότερους μισθούς.

• Τέλος, η τεχνολογική αναβάθμιση των προϊόντων και υπηρεσιών αποτελεί βασική παράμετρο μεγέθυνσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς αυτή εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλωστε,έχει ήδη επισημανθεί (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο 3/4/2019) ότι οι επενδύσεις σε νέα τεχνολογία και καινοτομίεςείναι αναγκαίες προκειμένου να μετριασθούν οι επενδυτικές απώλειες κατά τη διάρκεια της ύφεσης και η οικονομία να μεταβεί από το προ κρίσης – στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση – παραγωγικό υπόδειγμα, σε ένα υπόδειγμα στο οποίο θα προέχει η εξαγωγική διεισδυτικότητα. Για παράδειγμα, η υστέρηση η οποία καταγράφεται στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στηνευρυζωνικήσύνδεση υψηλότερης ταχύτητας μπορεί να εμποδίσει ως ένα βαθμό την εξαγωγική ανάπτυξη των ελληνικών ΜμΕ.

Στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη των ΜμΕ επηρεάζεται εν πολλοίς και από την ακολουθούμενη βιομηχανική πολιτική, η οποία θα πρέπει να εκσυγχρονισθεί για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σημερινού επιχειρείν. Ως προς αυτόν το σκοπό, ιδιαίτερης σημασίας καθίσταται η σύμπραξη Πολιτείας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ώστε οι προκλήσεις να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Στόχος θα πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής μέσα από την ταχύτερη υιοθέτηση προηγμένης τεχνολογίας, την αποτελεσματική δικτύωση και την ευκολότερη πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης οι οποίες θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις.

Τραπεζική Χρηματοδότηση του Ιδιωτικού Τομέα

Το υπόλοιπο των χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε €161,2 δισ. τονΜάιο, παρουσιάζονταςοριακά αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής της τάξης του -0,1%. Από το σύνολο των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, το 47% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 35% στεγαστικά δάνεια, το 12% καταναλωτικά και λοιπά δάνεια και το 7% δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες (συμπ. των αγροτών και των ατομικών επιχειρήσεων).

Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις τον Μάιο μειώθηκε σε σχέση με τον Απρίλιο(€ 75,3 δισ.) και διαμορφώθηκε σε € 75,1 δισ., εκ των οποίων τα € 69,0 δισ. αποτελούν πιστώσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (+2,7% σε ετήσια βάση) και τα € 6,1 δισ. πιστώσεις προς ασφαλιστικές επιχειρήσεις και λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (-2,6% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2018).

Ως προς την ανάλυση ανά κλάδο δραστηριότητας, σημειώθηκε αύξηση σε ετήσια βάση της χρηματοδότησηςστη Βιομηχανία, τον Τουρισμό, τη Ναυτιλία, την Ενέργεια – Ύδρευση, την Αποθήκευση και τις Μεταφορές (πλην Ναυτιλίας)και τη Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας. Αντίθετα, μείωση σε ετήσια βάση καταγράφηκε στις χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις της Γεωργίας, του Εμπορίου, των Κατασκευώνκαι των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων(Γράφημα 5, Γράφημα 6).

Αναφορικά με τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε σε € 74,9 δισ., σημειώνοντας ετήσια μείωση κατά 2,5%. Όσον αφορά τις επιμέρους κατηγορίες, τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία αποτελούν το 74% του συνόλου των δανείων προς τα νοικοκυριά, μειώθηκαν κατά 3,1% σε ετήσια βάση, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια υποχώρησαν κατά 0,9%. Τέλος, οι πιστώσεις προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσειςυποχώρησαν κατά 1,7%.

Τραπεζικές Καταθέσεις Ιδιωτικού Τομέα

Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν τον Μάιοετήσια αύξηση κατά5,7%, έναντι ετήσιας αύξησης 6,0% τον Απρίλιο, και διαμορφώθηκαν σε €135,3 δισ.(Πίνακας 1). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 6,2% σε ετήσια βάση, καθώς αποτελούν το 82% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα (€111,5 δισ.), ενώ ανοδικά(+3,6%), κινήθηκαν και οι καταθέσεις των επιχειρήσεων σε σύγκριση με τον Μάιο του 2018 (Γράφημα 7).Η θετική μηνιαία καθαρή ροή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν ίση με €562 εκατ. καιπροήλθε από την άνοδο των επιχειρηματικών καταθέσεων κατά €217 εκατ. και των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά €345 εκατ.

Το σύνολο των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τις καταθέσεις των νοικοκυριών καιτων επιχειρήσεων και τις καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώθηκε τον Μάιοστα €150,3 δισ., έναντι €149,4 δισ. τον προηγούμενο μήνα, καθώς οι καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά €282 εκατ. σε μηνιαία βάση.

Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Πληρωμών και στην Ταξιδιωτική Κίνηση

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρώτο τετράμηνο του 2019, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) αυξήθηκε κατά €335 εκατ. σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018, φθάνοντας στα €5,1 δισ. Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται στην επιδείνωση των ισοζυγίων αγαθών και δευτερογενών εισοδημάτων, η οποία αντισταθμίσθηκε μερικώς από τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων σημείωσε οριακή αύξηση (Γράφημα 8).

Αναλυτικότερα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε κατά €604 εκατ. ή 8,5% σε ετήσια βάση, γεγονός που οφείλεται τόσο στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών εκτός καυσίμων, κατά €423 εκατ. ή 7,6%, όσο και στην επιδείνωση του ελλείματος του ισοζυγίου καυσίμων (+€181 εκατ. ή 11,8%).
Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν συνολικά κατά 5,6% σε ετήσια βάση και ανήλθαν στα €18,3 δισ., ενώ οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν λιγότερο, κατά 3,6%, σε €10,6 δισ. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ίδια περίοδο πέρυσι, οι εξαγωγές αγαθών είχαν αυξηθεί σημαντικά περισσότερο (13,0%) (Πίνακας 2).

Η αύξηση των εισαγωγών αγαθών προέρχεται από τα καύσιμα και τα πλοία (+2,7% και +75,6%αντίστοιχα), αλλά και από τις λοιπές εισαγωγές αγαθών (6,4%). Αντίθετα, οι εξαγωγές καυσίμων μειώθηκαν κατά 1,8%, ενώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα είχαν αυξηθεί κατά 14,5%.Οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα κατέγραψαν άνοδο της τάξης του 6,1%, μειωμένη όμως κατά το ήμισυ σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2018 (+12,3%).

Ως προς το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων, αυτό παρουσίασε πλεόνασμα ύψους €597 εκατ., έναντι €582 εκατ. κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι, ενώ τοισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων κατέγραψε έλλειμμα ύψους €128 εκατ., έναντι πλεονάσματος €150 εκατ. το πρώτο τετράμηνο του 2018. Τέλος, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 16,4%, σε σύγκριση με το πρώτο τετράμηνο του 2018.

Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 32,2% σε ετήσια βάση το πρώτοτετράμηνο του έτους, φθάνοντας τα €2,2 δισ., εξέλιξη η οποία οφείλεται στην αύξηση των εισπράξεων από μεταφορές (+9,8%), αλλά και στην αύξησητων εισπράξεωναπό ταξιδιωτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας (+22,8%) και των λοιπών υπηρεσιών (7,1%).Συγκεκριμένα, οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες είχαν σημειώσει μικρότερη αύξηση το αντίστοιχο διάστημα του 2018 (8,4%).

Ανά χώρα προέλευσης, οι εισπράξεις από κατοίκους χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν κατά 8,5%, ενώ αξιοσημείωτη ήταν και η αύξηση των εισπράξεων από κατοίκους χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (48,1%). Οι τουριστικές εισπράξεις κινήθηκαν ανοδικά κυρίως λόγω της αύξησης της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι των ξένων επισκεπτών κατά 22,6%, αφού ο αριθμός των τουριστών που ήρθαν στη χώρα αυξήθηκε μόλις κατά 0,5%, στις 2.918,1 χιλιάδες επισκεπτών. Το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ωστόσο, οι αφίξεις των τουριστών είχαν αυξηθεί κατά 11,5% σε σχέση με το 2017.

Η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μειώθηκεκατά 7,0%, ενώ αύξηση κατά 12,7% κατέγραψαν οι τουριστικές αφίξεις από τις χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξιοσημείωτη άνοδος σημειώθηκε στις αφίξεις αλλά και τις εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Ρωσία, ενώ οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν, παρά τη σημαντική αύξηση των Γάλλων τουριστών. Αντίθετα, οι αφίξεις από τη Γερμανία, οι οποίες και αποτελούν περίπου το 10% του συνόλου, μειώθηκαν κατά 15,6% στο πρώτο τετράμηνο του έτους, ενώ και οι εισπράξεις των Γερμανών επισκεπτών υποχώρησαν κατά 13,3%, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι είχαν αυξηθεί κατά 31,2%.

Οι τρέχουσες τάσεις στο Οικονομικό Κλίμα

Το οικονομικό κλίμα στη χώρα βελτιώθηκε οριακά τον Ιούνιο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις 101,0 μονάδες, παρουσιάζοντας οριακή άνοδο σε σχέση με τον Μάϊο (100,8 μονάδες). Ο δείκτης, ωστόσο, έχει μειωθεί σε σχέση με τον Ιούνιο του 2018 (102,1 μονάδες). Αντίθετα από την Ελλάδα,το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ-28 επιδεινώθηκε, με τους σχετικούς δείκτες να διαμορφώνονται στις 103,3(από105,2 μον.), και τις 102,3 (από 103,8) μονάδες αντίστοιχα. Σε επίπεδο χωρών της Ευρωζώνης, σημειώθηκε πτώση του δείκτη κλίματος και στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες, ήτοι στη Γερμανία (-2,9), τη Γαλλία (-1,0), την Ιταλία (-1,5) και την Ισπανία (-0,6). Σε επίπεδο ΕΕ-28, το οικονομικό κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέγραψε ελαφρά βελτίωση, μετά από πέντε συνεχόμενους μήνες καθόδου, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις 95,1(από 94,5) μονάδες.

Οι επιχειρηματικές προσδοκίες ανά τομέα στην Ελλάδα παρουσίασαν οριακές μεταβολές, με εξαίρεση το λιανικό εμπόριο, όπου και υπήρξε σημαντική βελτίωση. Οριακή ήταν η άνοδος στις υπηρεσίες και ελαφρώς υψηλότερη στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, ενώ στη βιομηχανία και τις κατασκευές το κλίμα επιδεινώθηκε, αν και οριακά στην πρώτη περίπτωση. Ως προς την καταναλωτική εμπιστοσύνη, διατηρείται σχεδόν αμείωτη η ανοδική δυναμική που καταγράφεται από το προηγούμενο καλοκαίρι (Πίνακας 3).

Ειδικότερα:

(i) Στη Βιομηχανία, ο δείκτης προσδοκιών επιδεινώθηκεοριακά στις -0,6 (από -0,2) μονάδες, διατηρώντας έτσι το αρνητικό του πρόσημο. Η πτώση του συνολικού δείκτη αποδίδεται στην ελαφρά μείωση των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση, αλλά και στη μικρή άνοδο των αποθεμάτων, με τις προβλέψεις για την παραγωγή να παραμένουν αμετάβλητες.

(ii) Στις Υπηρεσίες καταγράφεται μικρή βελτίωση, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις +7,9 (από +7,3) μονάδες. Οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τη δραστηριότητά τους κατά τους τελευταίους τρεις μήνες βελτιώνονται, ενώ αντίθετα οι εκτιμήσεις για την τρέχουσαζήτηση, αλλά και οιπροβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της σημειώνουν μικρή κάμψη.

(iii) Στο Λιανικό Εμπόριο σημειώνεται σημαντική άνοδος του σχετικού δείκτη, ο οποίος επανέρχεται σε θετικό έδαφος και διαμορφώνεται στις +9,2 (από -0,7) μονάδες. Από τις επιμέρους μεταβλητές του δείκτη, οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα και μελλοντική επιχειρηματική δραστηριότητα βελτιώνονται σημαντικά, εξέλιξη η οποία συνάδει και με τη μείωση του δείκτη αποθεμάτων.

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra