Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βλέπουν οι πέντε Γερμανοί «Σοφοί»
Αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% το τρέχον έτος και κατά 2,0% το 2018 προβλέπει το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων για την Ελλάδα, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι η ανεργία θα κυμανθεί φέτος στο 21,5% και την επόμενη χρονιά θα περιοριστεί περί το 20%.
Όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, στην 460σέλιδη έκθεσή τους, που παρέδωσαν χθες στην Καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ και έδωσαν αργότερα στη δημοσιότητα, οι πέντε «Σοφοί» της γερμανικής οικονομίας διατυπώνουν την εκτίμηση ότι η ανάπτυξη στην Γερμανία θα φτάσει για το 2017 το 2,0%, ενώ το 2018 θα ανέβει στο 2,2%, αναθεωρώντας έτσι επί τα βελτίω την προ εξαμήνου πρόβλεψή τους (1,4% και 1,6% αντίστοιχα). Σύμφωνα με τους ίδιους, η Ευρωζώνη θα σημειώσει ανάπτυξη 2,3% το 2017 και 2,1% το 2018.
Στο πλαίσιο της διερεύνησης των παραμέτρων σταθερότητας της Ευρωζώνης, οι διακεκριμένοι γερμανοί οικονομολόγοι αναφέρονται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, επισημαίνοντας ότι τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχουν εφαρμόσει οι χώρες με υψηλό ποσοστό ανεργίας, αλλά και με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία.
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της απασχόλησης στην Ελλάδα και στην Ισπανία διαδραματίζει ήδη από το 2013 ο κλάδος του τουρισμού. Σε αυτόν τον τομέα, τονίζεται, η απασχόληση αυξάνεται με γρηγορότερο ρυθμό από ό,τι σε άλλους κλάδους της οικονομίας. «Αυτή η θετική εξέλιξη αντικατοπτρίζει την εξαιρετική ανάπτυξη του τουρισμού στη Νότια Ευρώπη και ευνοείται από το γεγονός ότι σε αυτόν τον τομέα, οι απαιτήσεις προσόντων είναι συγκριτικά χαμηλότερες», αναφέρεται στην έκθεση, ενώ επισημαίνεται ότι παραμένει ανοιχτό το αν η ανάπτυξη στον τουρισμό θα συνεχιστεί με αυτόν τον ρυθμό στην περίπτωση που περιοριστεί η πολιτική αστάθεια σε άλλες χώρες της περιοχής.
Σε ό,τι αφορά το χρέος στην Ευρωζώνη, οι γερμανοί «Σοφοί» αναφέρουν σε άλλο σημείο της έκθεσής τους ότι το ποσοστό επί του ΑΕΠ δίνει μια πρώτη εντύπωση βιωσιμότητας των δημοσιονομικών, δεν λέει όμως τίποτα όσον αφορά για παράδειγμα το χρονοδιάγραμμα των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του οφειλόμενου χρέους. «Έτσι μπορεί, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, ένας πολύ υψηλός δείκτης χρέους επί του ΑΕΠ να συνδέεται με μικρές υποχρεώσεις πληρωμών για την εξυπηρέτηση του χρέους σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο δείκτης δεν δείχνει αν ένα κράτος είναι χρεωμένο στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, στο δικό του ή σε ξένο νόμισμα, αν και αυτό επηρεάζει τις δυνατότητες μείωσης του χρέους, για παράδειγμα μέσω του πληθωρισμού», συμπληρώνουν.
Οι πέντε οικονομολόγοι αναφέρονται ακόμη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) και στην συζήτηση σχετικά με τον μελλοντικό του ρόλο, ενδεχομένως ως Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Κατά την άποψή τους, «ο ΕΜΣ αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί, ή να ενσωματωθεί σε κάποιον ευρωπαϊκό θεσμό». Η περαιτέρω εξέλιξή του όμως, προειδοποιούν, «δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μετατρέψει τον ΕΜΣ σε μηχανισμό αναδιανομής». Αντιθέτως, θα πρέπει να εξεταστούν επιλογές οι οποίες ενισχύουν τα κίνητρα των κρατών-μελών για την αποτροπή κρίσεων, τονίζουν.