Ανεργία: Τι δείχνουν τα «μαγειρεμένα» στοιχεία για το τρίμηνο
Συνεχίζονται οι στατιστικές… αλχημείες. Παρά τις βαριές συνέπειες που είχε το ξέσπασμα της πανδημίας στην ελληνική αγορά εργασίας, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν μείωση της ανεργίας από 16,8% σε 16,2% στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Η Ελληνική Στατιστική αρχή σημειώνει ότι πολλοί δήλωσαν ότι δεν αναζητούν εργασία, λόγω των φόβων για τον ιό, με αποτέλεσμα να μην καταγραφούν στατιστικά ως άνεργοι, αλλά ως οικονομικά μη ενεργοί.
Η αγορά εργασίας επηρεάστηκε το α’ τρίμηνο εφέτος από τα μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID 19, αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΕΛΣΤΑΤ, κατά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού στη χώρα.
Τα μέτρα ξεκίνησαν την 11η εβδομάδα του τριμήνου, κατά την οποία ανεστάλη η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων εστίασης. Τις επόμενες εβδομάδες ανεστάλη η λειτουργία επιχειρήσεων και σε άλλους τομείς της οικονομίας, κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών, και περιορίστηκαν οι μετακινήσεις του πληθυσμού. Τα μέτρα αυτά επηρέασαν, σε μεγάλο βαθμό, πέρα από την κανονική λειτουργία της αγοράς και τον τρόπο συλλογής των στοιχείων της έρευνας.
Όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ, οι κύριες επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας ήταν οι ακόλουθες:
*Αύξηση των απουσιών από την εργασία
*Μείωση των ωρών εργασίας σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο
*Αύξηση της εργασίας από το σπίτι
*Αύξηση του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, καθώς αρκετά άτομα που δεν εργάζονταν και αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας επηρέασαν το σύνολο των κλάδων της οικονομίας.
Όσον αφορά στις απουσίες από την εργασία και στη μείωση στις ώρες εργασίας, οι κλάδοι που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν αυτοί των υπηρεσιών (εμπόριο, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές, επικοινωνίες και άλλες υπηρεσίες), ενώ λιγότερο επηρεάστηκε ο κλάδος της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας. Τέλος, η επίπτωση στις ώρες εργασίας είναι περισσότερο εμφανής στους κλάδους των χρηματοπιστωτικών, επιχειρηματικών και άλλων υπηρεσιών.
Η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει επίσης ότι, λόγω των μη τυπικών συνθηκών υπό τις οποίες διενεργήθηκε η συλλογή τμήματος των πρωτογενών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για το συγκεκριμένο δελτίο Τύπου και της ενδεχόμενης μεταβολής του ποσοστού απόκρισης των ερευνώμενων και του βαθμού στον οποίο αυτή οφείλεται σε αυτές τις μη τυπικές συνθήκες, διενεργεί μεθοδολογικούς ελέγχους διερεύνησης συμβατότητας των εναλλακτικών πρακτικών συλλογής στοιχείων, τα αποτελέσματα των οποίων ενδέχεται να δημοσιεύσει εκτάκτως, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.
Στα επιμέρους στοιχεία που παρουσίασε η ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο εφέτος:
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 745.093 άτομα και το ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε 16,2%, έναντι 16,8% του προηγούμενου τριμήνου και 19,2% του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 5,3%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 17,9%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Η μείωση αυτή κατευθύνθηκε προς τους οικονομικά μη ενεργούς, καθώς λόγω της πανδημίας, αρκετά άτομα που αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν και επομένως, σύμφωνα με τους ορισμούς του σχετικού ευρωπαϊκού Κανονισμού, κατατάσσονται στους οικονομικά μη ενεργούς. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον ορισμό για τον άνεργο και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εάν ένα άτομο που δεν εργάζεται, δεν αναζητεί ενεργά εργασία και δεν είναι διαθέσιμο να αναλάβει άμεσα εργασία, δεν κατατάσσεται στους ανέργους αλλά στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.
Η πλειονότητα των ανέργων (70,5%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Το 25% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός μόνο σε πλήρη απασχόληση, ενώ το 66,9% αναζητεί εργασία με πλήρη απασχόληση, αλλά στην ανάγκη θα δεχόταν και μερική. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 19,2%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 17,1%.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 19,3% και στους άνδρες σε 13,7%.
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (34,2%) και 20- 24 (34,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (26%), 30- 44 ετών (15,5%), 45- 64 (13%) και 65 και άνω ετών (8,2%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα (20,4%), η Δυτική Μακεδονία (19,4%) και η Κεντρική Μακεδονία (19,3%) με τη Στερεά Ελλάδα (19,3%). Ακολουθούν η Ήπειρος (17,5%), η Κρήτη (17%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (16,7%), το Βόρειο Αιγαίο (16,3%), η Θεσσαλία (16,2%), η Αττική (14,3%), οι Ιόνιοι Νήσοι (13,6%), το Νότιο Αιγαίο (14%) και η Πελοπόννησος (10,8).
Ο αριθμός των απασχολουμένων το α’ τρίμηνο εφέτος ανήλθε σε 3.852.615 άτομα. Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε κατά 1,3%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αυξήθηκε κατά 1%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Με βάση τις κατευθύνσεις της Eurostat, λόγω της πανδημίας τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή εάν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Οι οικονομικά μη ενεργοί κάτω των 75 ετών (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία) ανήλθαν σε 3.311.960 άτομα. Το ποσοστό των μη ενεργών αυξήθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2,4% σε σχέση με αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η αύξηση αυτή προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη ροή ανέργων προς τους οικονομικά μη ενεργούς.