Άνγκελα… πολύ αργά για δάκρυα!
Τα σημάδια είχαν προ πολλού καταγραφεί. Μέσα από τις δημοσκοπήσεις, μέσα από συγκεκριμένα κοινωνικά περιστατικά, μέσα από τις τοπικές αναμετρήσεις των προηγούμενων ετών, πριν καν φτάσουμε στις περσινές ομοσπονδιακές εκλογές. Η οικονομική κρίση, η αποδόμηση του ευρωπαϊκού οράματος, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε έχοντες και σε μη έχοντες, ανάμεσα σε δυτικούς και ανατολικούς, είχε εξελιχτεί σε μια βραδυφλεγή βόμβα στον πυρήνα της γερμανικής κοινωνίας, όχι πολύ μακριά από τη ρήξη που καταγραφόταν πανευρωπαϊκά ανάμεσα στον πλούσιο βορρά και το φτωχό νότο.
Το πολιτικό σκηνικό του Βερολίνου το έβλεπε και το αντιλαμβανόταν, με τον ίδιο τρόπο που οι Βρυξέλλες διαπίστωναν τη διάρρηξη των συνδετικών δεσμών ανάμεσα στα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αμφότεροι εξέφραζαν την ανησυχία τους, αλλά κατέληγαν να παρατηρούν μουδιασμένοι τις εξελίξεις, ελπίζοντας για το καλύτερο, αλλά τρέμοντας για το χειρότερο. Η απραξία, η αδυναμία, η ατολμία, αργά ή γρήγορα, ωστόσο πληρώνονται.
Τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες στο Κέντιντς, δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο και δυστυχώς δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα είναι και ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι κοινό και ένοχο μυστικό ότι, παρά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, οι διαχωριστικές γραμμές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό κομμάτι εξακολουθούν να είναι υπαρκτές. Το βιοτικό επίπεδο είναι διαφορετικό, τα κοινωνικά δεδομένα είναι διαφορετικά, οι νοοτροπίες και οι συνήθειες είναι διαφορετικές, αλλά και ο τρόπος που ο ένας αντιλαμβάνεται τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ρατσισμός κατά των ολοένα αυξανόμενων… υποδεέστερων ξένων βρήκε εύκολα γόνιμο έδαφος ανάμεσα στα οικονομικά φτωχότερα ανατολικά κρατίδια, που ήδη πάλευαν να αποτινάξουν το κόμπλεξ κατωτερότητας που είχαν απέναντι στους πλουσιότερους δυτικούς αδελφούς τους.
Δεν χρειαζόταν να φτάσουμε στις κάλπες, είτε σε τοπικό είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο για να επιβεβαιωθούν τα υψηλά ποσοστά της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία, αλλά και των ακροδεξιών κινημάτων ευρύτερα, στον ανατολικογερμανικό πληθυσμό. Παρά το γεγονός ότι το 25% που έλαβε το AfD στη Σαξονία (όπου βρίσκεται το Κέμνιτς), στις περσινές εκλογές, βρέθηκε ψηλά στις ειδήσεις, κανείς στο Βερολίνο δεν εξεπλάγην πραγματικά. Εκτός βέβαια αν ήταν εκτός πραγματικότητας, τόπου και χρόνου. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι τι έκανε το Βερολίνο για το ποσοστό αυτό; Τι έκανε, όλα τα τελευταία χρόνια, που έβλεπε τα σημάδια της ακροδεξιάς επέλασης να συσσωρεύονται και τι έκανε, έστω, την τελευταία χρονιά; Η απάντηση είναι τίποτε. Και το αποτέλεσμα φαίνεται!
Παρά την εικόνα της οικονομικής ευημερίας που έχουμε για τη Γερμανία και την αίσθηση ότι… λεφτά υπάρχουν, η αλήθεια είναι ότι τα… συμμαζεμένα οικονομικά του Σόιμπλε έφεραν άνθιση στα δημοσιονομικά νούμερα και πλεονάσματα, που στην πραγματικότητα δεν αποτυπώνονται στην πραγματική οικονομία. Και σίγουρα όχι στην πραγματική οικονομία και την καθημερινότητα του ανατολικογερμανικού τμήματος της χώρας. Με την νέα κυβέρνηση συνασπισμού υπήρχαν πολλές ελπίδες για μια διαφορετική οικονομική πολιτική, με τους Σοσιαλδημοκράτες ειδικά να υπόσχονται ότι ο κόσμος θα αρχίσει, επιτέλους, να απολαμβάνει ένα κομμάτι από την πίτα των πλεονασμάτων, ότι θα δοθούν αυξήσεις σε επιδόματα και στο κράτος πρόνοιας, αλλά και επενδύσεις σε μεγάλα έργα υποδομών που θα δημιουργούσαν νέες δουλειές και ένα ισχυρότερο αίσθημα ευημερίας.
Αντ’ αυτού, η οικονομική πολιτική έχει ελάχιστα αλλάξει, με τη σημερινή ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών να μοιράζει διαβεβαιώσεις ότι δεν θα τολμήσει να διαγράψει το… πολύτιμο έργο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οι όποιες παροχές βρίσκονται ακόμη υπό… συζήτηση. Και βέβαια με το Μεταναστευτικό να συνεχίζει να αποτελεί μείζον κοινωνικό πρόβλημα (παρά και το γεγονός ότι οι ροές έχουν μειωθεί), τα πολιτικά δεδομένα όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει, αλλά μάλλον χειροτερεύουν για τις παραδοσιακές δυνάμεις του Βερολίνου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η απήχηση των μεγάλων κομμάτων συνεχίζει να υποχωρεί σε αντιδιαστολή με την απήχηση του AfD. Και στο επόμενο μεγάλο εκλογικό ραντεβού της χρονιάς, τις τοπικές εκλογές στη Βαυαρία, τον Οκτώβριο, ετοιμάζεται για μια νέα επίδειξη δύναμης.
Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά, ελάχιστη σημασία έχει πραγματικά το, με ποια αφορμή ξέσπασαν τα πολυήμερα γεγονότα στο Κέμνιντς και το αν υπήρχε παράγοντας «fake news» στα social media για την κινητοποίηση των υποστηρικτών των ακροδεξιών ομάδων. Το πρόβλημα είναι πως φτάσαμε στο πογκρόμ του Κέμνιτς και κυρίως πως θα αποφευχθούν νέα.. Κέμνιντς, σε μια γερμανική κοινωνία που βράζει, την ώρα που η κυβέρνηση κρατά το κεφάλι της κάτω από το έδαφος. Βαρύγδουπες πολιτικές δηλώσεις περί μηδενικής ανοχής στο ρατσιστικό μίσος και την αυτοδικία δεν λένε τίποτε και δεν λύνουν τίποτε.