Aντ. Ζαΐρης (ΣΕΛΠΕ): «Το αυξημένο κόστος ενέργειας θα μας ταλαιπωρεί για 2-3 χρόνια»
Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Κοντοπάνο
Ένας άνθρωπος της αγοράς, ή καλύτερα «της πιάτσας», με πολλές διευθυντικές θέσεις στο ενεργητικό του, γνώστης της επιχειρηματικής πραγματικότητας αλλά και της από καθέδρας διδασκαλίας, ως ακαδημαϊκός στην Κύπρο. Ο Αντώνης Ζαΐρης, αναπληρωτής αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ), μου έκανε την τιμή να μοιραστεί τις σκέψεις και τις εμπειρίες της ζωής του μαζί μου και μαζί σας, σε μια συνέντευξη με ζωηρό ενδιαφέρον.
Έχετε μια πολυετή εμπειρία στον τομέα του λιανεμπορίου και του επιχειρείν, γενικότερα. Έχετε περάσει από μεγάλες επιχειρήσεις τις χώρας σε θέσεις ευθύνης, όπως η εταιρία Παπαέλληνας και πολλές άλλες και θέλω να σας ρωτήσω, πώς βλέπετε το μέλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις;
Εκτιμώ πως το μέλλον ανήκει στις επιχειρήσεις εκείνες που έχουν κατανοήσει οι ίδιες, είτε πρόκειται για μεγάλες είτε πρόκειται για το family business, ότι πρέπει να αλλάξουν και να μετασχηματιστούν ψηφιακά για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της εποχής και της επόμενης μέρας. Η τεχνολογική τους αναβάθμιση και η ψηφιακή τους αναγέννηση αποτελεί συστατικό στοιχείο επιβίωσης, επικράτησης και υπεροχής, σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό πεδίο. Αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με την κατάρτιση των εργαζομένων στα νέα ψηφιακά δεδομένα, ούτως ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν με τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις. Ανεξαρτήτως μεγέθους της επιχείρησης, είναι μια πρόκληση το να μπορέσουν να προετοιμάσουν το μέλλον τους. Οι αγορές της λιανικής, την οποία εγώ ζώ και υπηρετώ, θα αντιμετωπίσουν κατακλυσμιαίες μεταβολές. Όσες δεν μπορέσουν να προσαρμοστούν, μοιραία θα οδηγηθούν σε κλείσιμο, σε «λουκέτο» και οι υπόλοιπες θα έχουν να διαγκωνιστούν σε ένα πεδίο άκρως ανταγωνιστικό.
Τι πιστεύετε ότι πρέπει να περιμένουμε από τους ξένους επενδυτές; Τι είναι αυτό που πρέπει να ζητήσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τι είναι αυτό που θα μπορούσε να προσφερθεί, ως τεχνογνωσία ή οικονομική υποστήριξη από το εξωτερικό, για να μας δώσει προοπτικές ώστε να βγούμε πέρα από τα σύνορα μας και να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή;
Η εξαγωγική προσέγγιση των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ένας προσανατολισμός, που πρέπει να απασχολήσει συνολικά την επιχειρηματικότητα και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εστιάσουμε σε δυο βασικές στρατηγικές. Η μία είναι η διαφοροποίηση και η άλλη είναι η εξειδίκευση. Διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά το χαρτοφυλάκιο και το μείγμα των προϊόντων, ώστε να διαμορφώσουμε προϊόντα που θα είναι ικανά να αναμετρηθούν με αντίστοιχα προϊόντα στις αγορές του εξωτερικού, προβάλλοντας τα ελληνικά προτερήματα και πλεονεκτήματα. Και το άλλο είναι η εξειδίκευση, να εξειδικευτούμε δηλαδή σε συγκεκριμένα προϊόντα, που διαθέτουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στο κομμάτι του «total customer support», όπως λέμε. Η εξυπηρέτηση του πελάτη αποτελεί το διαχρονικό στοιχείο, που δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των επιχειρήσεων και των υποψήφιων πελατών. Αυτά είναι απαραίτητα στοιχεία για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να επιβιώσουν στο ελληνικό περιβάλλον και, ταυτόχρονα, να δημιουργήσουν τα κατάλληλα στοιχεία εξωστρέφειας. Πρέπει, κατά την άποψή μου, να φύγουμε από το εσωστρεφές ελληνικό μοντέλο και να ανοίξουμε δρόμους και ορίζοντες με εξωστρεφή προσανατολισμό. Θα ακολουθήσει ένα κύμα, μετά την πανδημία, εξαγορών, συγχωνεύσεων και συνεργασιών με επιχειρήσεις του εξωτερικού, γιατί αυτό αποτελεί από μόνο του γέφυρα συνεργασίας και συστατικό επιβίωσης πολλών μικρών επιχειρήσεων. Γιατί πολλές μικρές επιχειρήσεις, συστάδες επιχειρήσεων δεν μπορούν να επιβιώσουν την επόμενη μέρα από μόνες τους, ειδικά επιχειρήσεις μικρών μεγεθών, άρα θα ενδυναμωθούν μέσα από τις συνεργασίες και αυτό σημαίνει πως θα κάνουν οικονομίες κλίμακος, θα μειώσουν τα έξοδά τους, με αποτέλεσμα να ενισχύσουν το κριτήριο της ανταγωνιστικότητας.
Μήπως τα όσα περιγράψατε πριν από λίγο φέρουν και μείωση των θέσεων εργασίας και συρρίκνωση των μισθών; Θα δούμε πραγματικές επενδύσεις και «ζεστό» χρήμα να μπαίνει στην αγορά ή απλά κάποιοι από το εξωτερικό θα το δουν ως μια ευκαιρία… αρπαχτής;
Την εποχή του «agile corporation», η εύστροφη επιχείρηση που αξιοποιεί τις πληροφορίες, που γνωρίζει πώς να συνεργάζεται με τους ανθρώπους, αλλά και πώς να αξιοποιεί καλύτερα τους υλικούς και άυλους πόρους, αυτή είναι η επιχείρηση που επιτυγχάνει. Γιατί, πλέον, ο ανταγωνισμός δεν κρίνεται σε επίπεδο κόστους, ποιότητας και εξυπηρέτησης, κρίνεται στο συνολικό παρεχόμενο αποτέλεσμα. Τώρα, σε ό,τι αφορά σε αυτό που είπατε για τους εργαζόμενους και για τις απολύσεις, πράγματι θα υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στην αγορά εργασίας και στα επόμενα δέκα χρόνια το 70% των θέσεων εργασίας που υπάρχουν σήμερα δεν θα υπάρχουν. Γι’ αυτό και λέμε ότι, για να περισωθούν οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας και ειδικά στις κρίσιμες ηλικίες 50+, θα πρέπει να λειτουργήσει ο παράγοντας κατάρτιση και εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες -όχι όπως λειτουργεί σήμερα- για να μπορέσουμε να περιορίσουμε τις χαμένες θέσεις εργασίας. Κάποιοι από τους εργαζόμενους θα ενσωματωθούν και κάποιοι άλλοι όχι. Οι νέες γενιές, βέβαια, το έχουν καταλάβει αυτό. Η γενιά «Ζ» ή η γενιά των «millennials» είναι πολύ πιο εξειδικευμένοι και πολύ πιο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία. Άρα οι γενιές αυτές δεν θα δυσκολευτούν ιδιαίτερα, οι παλαιότερες γενιές πρέπει να επενδύσουν στο κομμάτι της κατάρτισης.
Είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε; Οι επιχειρηματίες είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν; Να υιοθετήσουν νέες στρατηγικές, να αλλάξουν τον τρόπο διοίκησης ή θέλουν να παραμένουν σε ένα οικογενειακό μοντέλο που πολλές φορές δεν έχει αρχή, μέση και τέλος;
Αυτό που αναφέρετε, είναι πάρα πολύ κρίσιμο γιατί πολλές φορές αισθανόμαστε ότι έχουμε μια κυριαρχία σε κάτι το οποίο ελέγχουμε και λειτουργούμε με κάποιες μανιέρες του παρελθόντος. Αυτό που πρέπει να αλλάξουμε πρώτα είναι το «mind set», τον τρόπο σκέψης και να δούμε τα πράγματα πιο ανοιχτά, με ευρύτερο ορίζοντα. Πολλές επιχειρήσεις πρέπει να καταλάβουν ότι πρέπει να αλλάξουν γιατί, αν δεν μπουν σε αυτή τη διαδικασία, θα εγκλωβιστούν σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο περιορισμένων διαστάσεων, που δεν έχει καμιά προοπτική να επιβιώσει. Ο μέσος επιχειρηματίας πρέπει να έχει αυξημένη αντιληπτική ικανότητα, δηλαδή να αντιλαμβάνεται τα επερχόμενα γεγονότα και τις καταστάσεις. Υπάρχουν επιχειρηματίες -και το λέω από την εμπειρία μου- που βλέπουν μακροπρόθεσμα και υπάρχουν επιχειρηματίες οι οποίοι βλέπουν μόνο στον στενό, κοντινό τους ορίζοντα. Η δεύτερη κατηγορία δεν θα επιβιώσει, η πρώτη είναι αυτή που θα γίνει κυρίαρχη την επόμενη μέρα. Θα διεισδύσει με φρέσκες ιδέες, με καινούργια προϊόντα, σε μια αγορά που αναδιαμορφώνεται. Πρέπει οι επιχειρήσεις να επαναδιατυπώσουν τις στρατηγικές τους και να προχωρήσουν στην αναδιάταξη του ανθρώπινου δυναμικού. Οι άκαμπτες, παραδοσιακές οργανωτικές δομές μπαίνουν στο περιθώριο.
Ο ΣΕΛΠΕ που εκπροσωπείτε έχει πληθώρα επιχειρήσεων και σε αυτές περιλαμβάνονται επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, τράπεζες, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας. Πόσο κόντα μπορούν να έρθουν οι επιχειρήσεις με τις τράπεζες; Γιατί στην Ελλάδα βλέπουμε την πλειονότητα των επιχειρήσεων, να μην μπορούν να δανεισθούν;
Τώρα τα επιτόκια είναι ελκυστικά, τουλάχιστον για την ώρα.
Να σας διακόψω εδώ, γιατί βλέπουμε μια αύξηση των επιτοκίων, αλλά και του πληθωρισμού…
Είναι γνωστό ότι, όταν δημιουργείται μια αναθέρμανση στην οικονομία και στην αγορά, αρχίζουν να «τσιμπάνε» και τα επιτόκια. Εμείς θέλουμε έναν πληθωρισμό της τάξεως του 1 ή 2%, αυτή τη στιγμή με στοιχεία του Ιανουαρίου ήταν 6,2%, άρα εδώ προβληματιζόμαστε. Οι τράπεζες, για να επανέλθω στο αρχικό σας ερώτημα, για να χρηματοδοτήσουν μια επιχείρηση πρέπει να προσμετρήσουν τα πραγματικά της στοιχεία για να δουν αν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι βέβαιο ότι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Οι υγιείς, πάντως, επιχειρήσεις βρίσκουν διαύλους επικοινωνίας με τις τράπεζες.
Μετά από μια δεκαετή κρίση και με την πανδημία σε εξέλιξη, από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη δηλαδή, μήπως θα έπρεπε ένα κομμάτι από τα κεφάλαια που εισρέουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να πάει σε μορφές δανεισμού εκτός τραπεζικού συστήματος, ώστε να δώσουμε την ευκαιρία σε μια σειρά επιχειρήσεων να αντλήσουν ρευστότητα για να αντέξουν;
Ξέρετε ότι, υπήρξε μια μεγάλη δημοσιονομική διευκόλυνση από την πλευρά της κυβέρνησης στο σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας, από επιδοτήσεις ενοικίου, από επιστρεπτέες προκαταβολές, ένα πακέτο επιδοτήσεων που στήριξε την επιχειρηματικότητα τα δύο χρόνια του κορονοϊού, με μέτρα οριζόντια για να κρατηθούν οι επιχειρήσεις. Οι φοβίες, οι ανασφάλειες, η αβεβαιότητα, η κοινωνική αποστασιοποίηση ήταν μερικά από τα απότοκα του κορονοϊού, όμως εκτός από την αρνητική πλευρά, υπάρχει και η θετική, που αφορά την ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας, δηλαδή των επιχειρήσεων της γειτονιάς, μιας και πολλοί άνθρωποι προτίμησαν να μην μετακινηθούν και να κάνουν τα ψώνια τους και τις αγορές τους από τις επιχειρήσεις της γειτονιάς τους. Για τον λόγο αυτό και δεν είχαμε πάρα πολλά «λουκέτα» μικρών επιχειρήσεων.
Θεωρείτε πως, επανερχόμενοι σε μία υγειονομική κανονικότητα, αυτή η τάση των καταναλωτών να προτιμούν τοπικά καταστήματα θα συνεχιστεί;
Η αγορά δεν σχετίζεται μόνο με την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά σχετίζεται και με την ικανοποίηση των προσδοκιών. Μελετώντας την αγορά -και ακαδημαϊκά- βλέπουμε ότι η ανάγκη του καταναλωτή είναι να συνδυάσει τις αγορές του με την εμπειρία, τη διασκέδαση, την ατμόσφαιρα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, βλέπουμε τις νεότερες γενιές καταναλωτών να βγαίνουν έξω, να κάνουν την περιήγησή τους στα καταστήματα και μετά να πηγαίνουν σπίτι τους και να κάνουν την αγορά τους μέσω e-shop για να πετύχουν καλύτερες τιμές. Δημιουργούνται, μέσα στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, εμπορικές πιάτσες του 5G.
Το θέμα με την αύξηση του κόστους της ενέργειας έχει «μουδιάσει» τους καταναλωτές, έχει αυξήσει τα βάρη των νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων. Για πόσο πιστεύετε ότι, θα αντέξουν αυτή την πίεση οι καταναλωτές, αλλά και οι επιχειρήσεις, που έφτασαν να πληρώνουν λογαριασμούς ρεύματος μεγαλύτερους από τα ενοίκιά τους;
Ωραίο και καίριο το ερώτημά σας. Αυτή τη στιγμή στον χώρο του retail, το 1% στην ενέργεια έχει γίνει 2% στον τζίρο, με αποτέλεσμα το ενεργειακό κόστος να συμμετέχει σε ένα επίπεδο 30% στα έξοδα της επιχείρησης, ένα πραγματικά μεγάλο κόστος. Το φαινόμενο της αύξησης του κόστους της ενέργειας δεν θα έχει παροδικότητα. Πιστεύω ότι, θα ταλαιπωρούμαστε τα επόμενα δυο με τρία χρόνια. Η διακύμανση στο κόστος των προϊόντων θα είναι ένα 5 με 10, ίσως και 15%. Αυτή την ώρα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια, τόσο από την πλευρά των προμηθευτών όσο και των λιανεμπόρων, να απορροφήσουν ένα μέρος αυτού του κόστους για να μην μετακυλιστεί στο «καλάθι της νοικοκυράς». Το κριτήριο της τιμής για τον καταναλωτή σήμερα είναι νούμερο ένα -πριν από κάποια χρόνια ήταν νούμερο τρία και νούμερο τέσσερα- άρα οι καταναλωτές το λαμβάνουν, όπως και οι λιανέμποροι, πολύ σοβαρά υπόψη.
Ποια η άποψή σας για τον υψηλό ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα, όπως χαρτοπετσέτες, χαρτιά υγείας και άλλα;
Σε ό,τι αφορά στο βασικό «καλάθι της νοικοκυράς», ο ΦΠΑ θα πρέπει να πέσει και να εξομοιωθεί με τα αντίστοιχα προϊόντα στο εξωτερικό, που ο ΦΠΑ είναι πολύ μικρότερος.
Τελικά, μήπως στην Ελλάδα βιαστήκαμε να κλείσουμε τα λιγνιτωρυχεία;
Είναι αλήθεια και δεν μιλώ μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, ότι βιαστήκαμε να απαλλαγούμε από τον λιγνίτη και να περάσουμε σε άλλες μορφές ενέργειας. Χρειαζόταν ένας μεταβατικός χρόνος, γιατί σημασία έχει το περιβάλλον, αλλά να μην εξουθενώσουμε και την κοινωνία.
Who is who
Ο Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) και επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Νεάπολης στην Πάφο της Κύπρου. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και η διδακτορική του διατριβή ήταν πάνω στη συμπεριφορά του καταναλωτή στο οικονομικό περιβάλλον.
Έχει εργαστεί για 32 χρόνια στον ιδιωτικό τομέα, σε μεγάλες πολυεθνικές και ελληνικές επιχειρήσεις και έχει υπηρετήσει το ιδιωτικό και δημόσιο μάνατζμεντ, μέσα από θέσεις ευθύνης γενικής διεύθυνσης και προέδρου διοικητικού συμβουλίου.
Το διάστημα 2012-2013 υπηρέτησε στη γενική διεύθυνση Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπουργείου Εξωτερικών και το 2013 ήταν αναπληρωτής εκπρόσωπος της Ελλάδας στη διακυβερνητική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για θέματα Βιώσιμης Ανάπτυξης.