fbpx

Aπαισιόδοξο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής για τις εξελίξεις στην οικονομία

0

Την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις που θα έχει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης εκφράζουν οι εμπειρογνώμονες του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τακτική τριμηνιαία έκθεσή τους για την ελληνική οικονομία. Κρούουν δε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο ανατροπής του φετινού κρατικού προϋπολογισμού, λόγω της μη επίτευξης του στόχου για ανάπτυξη 2,7% εντός του 2017. Τονίζουν επίσης ότι η επίτευξη του πολύ υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης του έτους 2016 «οφείλεται στην αύξηση των φόρων και στη μείωση συντάξεων το 2016, καθώς και στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που μαζί με άλλα μέτρα κατέληξαν σε μείωση της φοροδιαφυγής».

Πιο αναλυτικά, στην έκθεσή τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 οι εμπειρογνώμονες του Γ.Π.Κ.Β. προειδοποιούν ότι:

1) Αν η επιβράδυνση της οικονομίας επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι λοιπές προβλέψεις του προϋπολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα. «Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κινείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο», τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Επισημαίνεται δε ότι: «Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία. Πιο συγκεκριμένα, την τελευταία τριετία διαπιστώνουμε οριακή θετική μεταβολή του ΑΕΠ τον πρώτο ενάμιση χρόνο και οριακή αρνητική μεταβολή τον δεύτερο γύρω από το μηδέν και με μεγαλύτερη μεταβλητότητα.

2) Αν δεν εφαρμοσθούν έγκαιρα μέτρα για την ενίσχυση της ανάπτυξης, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά το ΔΝΤ, το 2022, σε 1%. Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η μέση μηνιαία απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 διαμορφώθηκε εκ νέου πάνω από 7%, μετά την υποχώρηση (για πρώτη φορά από το 2014) κάτω από το 7% (6,94%) τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ακολουθούσε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016.

Οι συντάκτες της έκθεσης επιχειρούν να απαντήσουν με τρόπο αξιόπιστο στο ερώτημα εάν αποδίδει η δημοσιονομική λιτότητα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι «η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής λιτότητας επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: από τη διάρκεια της λιτότητας, από τον βαθμό ανοίγματος της οικονομίας και από το επίπεδο θεσμών της χώρας.» Επισημαίνουν δε ότι «η λιτότητα είναι αποτελεσματική μακροχρόνια σε ανοικτές οικονομίες που έχουν ισχυρούς θεσμούς». Διευκρινίζουν, ειδικότερα, ότι «τα προγράμματα λιτότητας που μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποτύχουν σε άλλες, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εγχώριοι θεσμοί της είναι διαχρονικά αδύναμοι ή δυσλειτουργικοί και η εξαγωγική της βάση μικρή.

Καταλήγουν, εν τέλει, στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος. Το πρόβλημα των θεσμών και της εξαγωγικής βάσης μπορεί να λυθεί μόνο με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν αποδίδουν αμέσως ακόμα και όταν πραγματοποιούνται με συνεκτικό τρόπο.

Σχολιάζοντας το πολύ μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα που επετεύχθη το 2016 στον προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης, οι εμπειρογνώμονες του Γραφείου Προϋπολογισμού υπογραμμίζουν ότι:
«Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2016 ξεπέρασαν τις προβλέψεις πολλών (συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ). Πράγματι, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε τελικά πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ (το οποίο σε όρους Προγράμματος ανήλθε σε 4,2% έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ) και μάλιστα παρά τη διανομή του έκτακτου επιδόματος στους χαμηλοσυνταξιούχους που θα πρόσθετε 0,35% και θα το ανέβαζε πάνω από το 4% του ΑΕΠ! Επίσης, η ελληνική οικονομία το 2016 κατέγραψε για πρώτη φορά συνολικό (ή δευτερογενές) πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ, δηλαδή για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες τα έσοδα του κράτους υπερκάλυψαν τις δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων των τόκων), εξέλιξη που αποτελεί την πέμπτη καλύτερη επίδοση στην ΕΕ-28. Η επίδοση αυτή οφείλεται στην αύξηση των φόρων και στη μείωση συντάξεων το 2016, καθώς και στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που μαζί με άλλα μέτρα κατέληξαν σε μείωση της φοροδιαφυγής».

Πάντως, η δημοσιοποίηση της έκθεσης συνέπεσε με την ανακοίνωση της επίτευξης τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας με τους Θεσμούς, γεγονός το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στις εξελίξεις που αποτιμήθηκαν στην έκθεση. Οι συντάκτες της έκθεσης πρόλαβαν να συμπεριλάβουν την εξέλιξη αυτή στο προοίμιο της έκθεσής τους και – σε αντίθεση με το κλίμα απαισιοδοξίας και δυσμενών κρίσεων που κυριαρχεί σε όλη την έκθεσή τους – αναγκάστηκαν να την σχολιάσουν θετικά, επισημαίνοντας ότι «αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές».

Αναλυτικά, τα πιο αξιοσημείωτα συμπεράσματα της έκθεσης έχουν ως εξής:

Η οικονομική κατάσταση το πρώτο τρίμηνο 2017 είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες. Τo πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα. Παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση. Μας προειδοποίησε για αυτό το ενδεχόμενο η οικονομική στασιμότητα που καταγράφθηκε το 2016 (0,0% σε πραγματικούς όρους) και ιδιαίτερα η πτώση του ΑΕΠ κατά 1,1% (ΕΛΣΤΑΤ) το τέταρτο τρίμηνο του 2016 (ετήσια βάση, έτος αναφοράς 2010 με εποχική και ημερολογιακή διόρθωση), κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (-13,8%).

Η αρνητική τάση που δημιουργήθηκε το τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (carry-over effect). Περισσότερο μας ανησυχεί ότι από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί.

* Το πρώτο τρίμηνο του 2017 (και το αμέσως προηγούμενο), συμπτώματα οικονομικής αναιμίας εμφανίζονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής, όσο και στη σφαίρα της ρευστότητας.

* Η κατάσταση στις επενδύσεις είναι συγκεχυμένη. Αναγγέλλονται μεν επενδυτικά σχέδια κυρίως στον τουρισμό, σε super-markets και σε υποδομές (λόγω ιδιωτικο- ποιήσεων), αλλά γενικά υποθέτουμε ότι η αβεβαιότητα για την πορεία της οικονο-μίας, την έκβαση των διαπραγματεύσεων και, επομένως την οικονομική πολιτική των επόμενων ετών καθιστούν επιφυλακτικούς πολλούς επενδυτές, παρά το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα δεν λείπουν οι ευκαιρίες για επενδύσεις. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα ότι η παρατεταμένη αβεβαιότητα επηρεάζει τις αποφάσεις για μακροπρόθεσμες επενδύσεις από επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός της επίσημης οικονομίας. Η επίδραση αυτή είναι ακόμα πιο σημαντική όταν οι αποφάσεις των επιχειρήσεων αφορούν μακροπρόθεσμου ορίζοντα επενδύσεις οι οποίες, αφού ληφθούν, είναι εξαιρετικά δύσκολο και δαπανηρό να αναιρεθούν. Συνεπώς, αποφάσεις αναβάλλονται καθώς οι επιχειρήσεις αναμένουν πληροφόρηση για τον τερματισμό της παρατεταμένης αβεβαιότητας για το μακροοικονομικό και δημοσιονομικό περιβάλλον. Για το 2016, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε οριακή αύξηση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου (0,1% σε σταθερές τιμές 2010).

Οι εξαγωγές -και λόγω των δομικών τους προβλημάτων- αδυνατούν να παίξουν ρόλο ατμομηχανής, έστω βοηθητικής. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων, παραμένουν στάσιμες. Το 2016 οι Εξαγωγές αγαθών και Υπηρεσιών σημείωσαν πτώση κατά 2% σε σταθερές τιμές 2010.
Ταυτόχρονα διαπιστώνονται νέοι κίνδυνοι λόγω των δυσκολιών σε ΔΕΗ, ΕΦΚΑ και αλλού. Επίσης, το τελευταίο τρίμηνο του 2016, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 23,6%, χαμηλότερα από το 24,4% του τέταρτου τριμήνου του 2015, αλλά υψηλότερα κατά μία ποσοστιαία μονάδα έναντι του τρίτου τριμήνου του 2016 (22,6%).

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη μεταποίηση. Η παραγωγή στον τομέα αυτόν και οι νέες παραγγελίες υποχώρησαν τον Μάρτιο για έβδομο συνεχή μήνα. Επίσης εξακολουθεί να μειώνεται ο αριθμός των εργαζόμενων στη μεταποίηση.

* Η κατάσταση στις συνολικές οικοδομικές δραστηριότητες (δημόσιες και ιδιωτικές) είναι εξίσου δύσκολη, καθώς το 2016 οι οικοδομικές άδειες μειώθηκαν κατά 3,8%, η επιφάνεια κατά 12% και ο όγκος κατά 29,3% έναντι του 2015.

* Το 1ο τρίμηνο 2017 οι τραπεζικές καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν και διαμορφώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2001. Ταυτόχρονα δεν έχει βρει ακόμα λύση το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία αυξήθηκαν πάλι το πρώτο τρίμηνο 2017 κατά € 2 δισ., ενώ είχαν αρχίσει να μειώνονται προς το τέλος του 2016. Οι τράπεζες αναγκάσθηκαν να ζητήσουν αύξηση της χρηματοδότησής τους από τον ELA, πράγμα που αυξάνει το κόστος δανεισμού. Συνολικά, βρίσκονται σε υψηλή βαθμίδα κινδύνου. Ας σημειωθεί επίσης ότι με βάση στοιχεία του τέλους 2016 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε € 74 ή € 100 δισ. (ανάλογα με τον ορισμό) και αναλογούσαν στο 50% του χαρτοφυλακίου δανείων της χώρας.
Η Ελλάδα έχει δεσμευθεί έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά € 40 δισ., στο 38% του συνόλου μέχρι 31.12.2019.

* Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών (και της ύφεσης) ο ρυθμός συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας τον Φεβρουάριο 2017 υποχώρησε κατά 2% σε ετήσια βάση) και κατά 1,5% από τον Ιανουάριο. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα ξεπέρασαν στο τέλος Φεβρουαρίου τα € 5 δισ. από € 4,54 δισ. που ήταν στο τέλος του 2016. Ας σημειωθεί ότι μέρος της δόσης από το δάνειο που αναμένεται μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης προορίζεται για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η αύξηση των οφειλών στερεί τις επιχειρήσεις από την ρευστότητα που έχουν ανάγκη για να λειτουργούν ομαλά.

Επίσης, οι οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο αυξάνονται πάλι. Οι συνολικές νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, βάσει των στοιχείων της Ανεξάρτητης Αρ- χής Δημοσίων Εσόδων, ήδη από τον πρώτο μήνα του 2017 ανήλθαν σε € 1,63 δισ., αναδεικνύοντας την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και δη- μιουργώντας ταυτόχρονα εύλογες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων. Για το σύνολο του 2016 διαμορφώθηκαν στα € 13,906 δισ. ή € 1,16 δισ. κατά μέσο όρο το μήνα. Επιπλέον, οι παλιές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο α- νέρχονταν σωρευτικά τον Ιανουάριο του 2017 σε € 91,78 δισ. Εκτός τούτου, το ιδιω- τικό χρέος προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΔΕΚΟ κτλ. πιθανώς να λει- τουργήσει αποσταθεροποιητικά, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσμα- τικά.

Απίθανη η ανάπτυξη 2,7%

Οι εξελίξεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στο τρέχον Μνημόνιο και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ολική ανατροπή των δεδομένων του με απρόβλεπτες συνέπειες. Σύμφωνα με όσες προβλέψεις αποτολμούνται σήμερα, φαίνεται πλέον απίθανη η ανάπτυξη 2,7% που πρόβλεπε ο Προϋπολογισμός για το 2017, γιατί δεν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις του για ένα υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης. Διάφοροι οργανισμοί πάντως προβλέπουν πλέον ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί από 0,5% έως 2,2% το 2017. Τον Απρίλιο 2017 το ΔΝΤ τροποποίησε μεν προς τα κάτω τις προβλέψεις του για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 σε 2,2% από 2,8% αλλά προβλέπει (υπό όρους) επιτάχυνση στο 2,7 % για το 2018. Αυτό σημαίνει ότι αναμένεται απώλεια ΑΕΠ το 2017 περί- που € 1 δισ. Με δεδομένη την εξέλιξη το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και τη μεταφορά της στο νέο έτος, θα πρέπει η ελληνική οικονομία τα επόμενα τρίμηνα να κάνει άλματα, πράγμα βέβαια που εξαρτάται από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης (και ειδικά την ταχύτητα και ποιότητα των μεταρρυθμίσεων) και των εταίρων (ως προς την ελάφρυνση του χρέους και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων).

Αν η επιβράδυνση επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι λοιπές προβλέψεις του προϋπολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα. Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κινείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο. Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία. Πιο συγκεκριμένα, την τελευταία τριετία διαπιστώνουμε οριακή θετική μεταβολή του ΑΕΠ τον πρώτο ενάμιση χρόνο και οριακή αρνητική μεταβολή τον δεύτερο γύρω από το μηδέν και με μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Ενδεικτικό για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι ότι το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τι προβλέψεις του για ανάπτυξη.

Αν δεν εφαρμοσθούν έγκαιρα μέτρα για την ενίσχυση της ανάπτυξης, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά το ΔΝΤ, το 2022, σε 1%. Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η μέση μηνιαία απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 διαμορφώθηκε εκ νέου πάνω από 7%, μετά την υποχώρηση (για πρώτη φορά από το 2014) κάτω από το 7% (6,94%) τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ακολουθούσε σταθερή πο- ρεία αποκλιμάκωσης ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016.

Αποδίδει η λιτότητα;

Πρόσφατες εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής λιτότητας επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: από τη διάρκεια της λιτότητας, από τον βαθμό ανοίγματος της οικονομίας και από το επίπεδο θεσμών της χώρας. Η λιτότητα είναι αποτελεσματική μακροχρόνια σε ανοικτές οικονομίες που έχουν ισχυρούς θεσμούς. Δηλαδή, τα προγράμματα λιτότητας που μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποτύχουν σε άλλες, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Οι εγχώριοι θεσμοί της είναι διαχρονικά αδύναμοι ή δυσλειτουργικοί και η εξαγωγική της βάση μικρή. Έχει επομένως βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος. Το πρόβλημα των θεσμών και της εξαγωγικής βάσης μπορεί να λυθεί μόνο με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν αποδί- δουν αμέσως ακόμα και όταν πραγματοποιούνται με συνεκτικό τρόπο.

Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2016 ξεπέρασαν τις προβλέψεις πολλών (συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ). Πράγματι, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε τελικά πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ (το οποίο σε όρους Προγράμματος ανήλθε σε 4,2% έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ) και μάλιστα παρά τη διανομή του έκτακτου επιδόματος στους χαμηλοσυνταξιούχους που θα πρόσθετε 0,35% και θα το ανέβαζε πάνω από το 4% του ΑΕΠ! Επίσης, η ελληνική οικονομία το 2016 κατέγραψε για πρώτη φορά συνολικό (ή δευτερογενές) πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ, δηλαδή για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες τα έσοδα του κράτους υπερκάλυψαν τις δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων των τόκων), εξέλιξη που αποτελεί την πέμπτη καλύτερη επίδοση στην ΕΕ-28.

Η επίδοση αυτή οφείλεται στην αύξηση των φόρων και στη μείωση συντάξεων το 2016, καθώς και στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που μαζί με άλλα μέτρα κατέληξαν σε μείωση της φοροδιαφυγής.

Όμως, το πρώτο τρίμηνο του 2017 o Κρατικός Προϋπολογισμός (ΚΠ) εμφανίζει μεν πρωτογενές πλεόνασμα (€ 1,07 δισ.) αλλά υπερβαίνει μόνον οριακά τον στόχο (€ 0,992 δισ.). Στο πλαίσιο Ι αναλύονται κάποιοι από τους λόγους που δικαιολογούν συγκρατημένη (μόνο) αισιοδοξία. Πρώτον, πρόκειται για αφαίρεση πόρων από το εισοδηματικό κύκλωμα που εξηγεί εν μέρει την ύφεση. Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε αν θα διατηρηθεί στο μέλλον. Τρίτον, δεν προέκυψε από βελτίωση της οικονομίας καθώς το ΑΕΠ το 2016 παρέμεινε στάσιμο σε πραγματικούς όρους. Λογικά, ένα τέτοιο πλεόνασμα θα έπρεπε να προκύψει από μια αναπτυσσόμενη οικονομία και όχι από μια στάσιμη, δηλαδή από μια οικονομία που αξιοποιεί περισσότερους ανθρώπινους και υλικούς πόρους αντί να τους αφήνει αναξιοποίητους. Και μόνο για τους λόγους αυτούς μπορεί το πρωτογενές πλεόνασμα που επιτεύχθηκε να μην εί- ναι διατηρήσιμο. Τέλος, αμφιβάλλουμε αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου 2% ΑΕΠ όπως προτείνουν μεταξύ άλλων το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οι πιέσεις προς τον προϋπολογισμό θα αυξηθούν αν δεν επιστρέψει η χώρα σε στέρεη ανάπτυξη και δεν μειωθεί η ανεργία που μειώνει τις συνεισφορές στην κοινωνική ασφάλιση. Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου πρόσθετες πιέσεις θα προέλθουν από τη δραματική γήρανση του πληθυσμού.

Ανοιχτά παραμένουν τα διαρθρωτικά προβλήματα τόσο από πλευράς δαπανών όσο και από πλευράς φόρων. Αναγνωρίζουμε ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά δεν πρέπει να παρακάμπτουμε κρίσιμα δεδομένα. Στην πλευρά των δαπανών είναι κυρίως αφενός μεν η διαπλοκή και η διαφθορά που ακόμα προκαλούν υψηλό κόστος σε υποδομές και προμήθειες και αφετέρου η προβληματική κατανομή των κοινωνικών δαπανών. Δεν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες συγκράτησης ή και μείωσης των κρατικών δαπανών. Αυτό αναμένουμε να δείξει η επανεξέτασή τους (spending review) την οποία έχει ήδη δρομολογήσει το υπουργείο Οικονομικών με ευθύνη του κ. Χουλιαράκη. Η επανεξέταση πραγματοποιείται ως μέρος μιας σχετικής προσπάθειας στην ΕΕ.

Η γενική εικόνα παραμένει απογοητευτική λόγω των διακυμάνσεων της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, εσφαλμένων χειρισμών ( π.χ. κατάργηση του νόμου για τη «μικρή ΔΕΗ»), και των καθυστερήσεων σε περιοχές πολιτικής που σχετίζονται με την κοινωνική πολιτική και την ανάπτυξη – ιδιωτικοποιήσεις, επιχειρηματικό περιβάλλον, φορολογία, τράπεζες- που προκάλεσαν αβεβαιότητες. Οι μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει ανεξάρτητα από τη διαπραγμάτευση.

Π.χ. η διαπραγμάτευση δεν εμπόδιζε την κυβέρνηση να λύσει νωρίς το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» που θα εξομάλυνε την κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, ή να διευρύνει τη φορολογική βάση μειώνοντας το αφορολόγητο όριο, ή να επιταχύνει μερικές συμβολικά σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις.

Συνοπτικά, διαπιστώνουμε μεταρρυθμιστική υστέρηση, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν έγιναν κάποια βήματα.

Θετικές επιπτώσεις και ευκαιρίες.

Στη θετική όψη των πραγμάτων ξεχωρίζει το γεγονός ότι η νέα συμφωνία, αν εφαρμοσθεί ομαλά, θα εξαλείψει αρκετές από τις σημερινές αβεβαιότητες για την οικονομική πολιτική. Θα προβλέπει, σε συνδυασμό με το «μεσοπρόθεσμο», τα επόμενα βήματα για την περίοδο μέχρι το 2019-2021. Με τον τρόπο αυτό και παρά τις φορολογικές επιβαρύνσεις, θα ενισχυθεί πιθανόν η δυναμική που θα προκύψει από την υλοποίηση πολλών επενδύσεων που έ- χουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο της πολιτικής αποκρατικοποιήσεων (Fraport, Cosco, ΤΡΑΙ- ΝΟΣΕ κ.α.) Οι επιπτώσεις θα είναι ακόμα μεγαλύτερες αν οι αποκρατικοποιήσεις συνεχισθούν χωρίς αμφισημίες.

Αν η αξιολόγηση ολοκληρωθεί και η πολιτική προσαρμογής συνεχισθεί, θα γίνει εκταμίευση € 7 δισ. της δανειακής σύμβασης μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου στους προμηθευτές του και, επομένως, στην τόνωση της οικονομίας, ενώ θα γίνει δυνατή η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εντός του 2017 που θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τραπεζών και τις δυνατότητές τους να χρηματοδοτούν την οικονομία και θα έχει πιθανότητες ένα δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων π.χ. επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά όχι όπως άφηναν πολλοί να εννοηθεί για τη γενική διεύρυνση της δημόσιας απασχόλησης.

Και, αν τελικά το ΔΝΤ παραμείνει στο πρόγραμμα, θα καταστεί ευκολότερη η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές για τη (μερική αρχικά) αναχρηματοδότηση του χρέους και το 2018 θα κατα- στεί δυνατό το άνοιγμα προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ΕΜΣ όπως ακριβώς συνέβη με τις άλλες χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία). Η χώρα θα βρεθεί μεν σε τροχιά εξόδου από την αυστηρή εποπτεία των Μνημονίων, θα παραμείνει όμως στη συνήθη «αμοιβαία εποπτεία» που προβλέπεται στις συνθήκες (ΕΕ, ΕΜΣ). Αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο.

Οι κίνδυνοι αποτυχίας

Η συμφωνία με τους εταίρους για τη δεύτερη αξιολόγηση δεν θα ωφελήσει αν καθυστερήσει περαιτέρω η εφαρμογή της και αν την επόμενη μέρα συνεχισθεί η πρακτική των επιφυλάξεων π.χ. καθοδόν προς την τρίτη αξιολόγηση που ακολουθεί. Αν επαναληφθεί το δράμα της δεύτερης, απλά θα παραταθεί η αβεβαιότητα και θα εξουδετερωθεί το «ατμο- σφαιρικό» όφελος της συμφωνίας.

Εκτός τούτου, η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ως το 2023) ισοδυναμεί με παράταση της λιτότητας που θα πιέζει την οικονομία προς τα κάτω καθώς συνεπάγεται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις (ως το 2020 το αργότερο) οι οποίες όμως θα νομοθετηθούν σήμερα. Με άλλα λόγια δεν αίρεται μια πηγή της αβεβαιότητας που αφορά κυρίως στους φόρους! Η συμφωνία δεν συμβάλλει θετικά στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος. Το χειρότερο όμως είναι ότι, κατά γενικό κανόνα, το οικονομικό κλίμα δεν αντιστρέφεται εύκολα. Μετά από μια σειρά θεσμικών αλλαγών ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας απαιτούνται χρόνια για να αποκατασταθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αναθερμανθούν οι μη ευκαιριακές επενδυτικές δραστηριότητες.

Άλλοι κίνδυνοι προέρχονται από το υπέρογκο χρέος, οι προθεσμίες και τα χρονοδιαγράμματα του οποίου είναι ασφυκτικά. Αν δεν επιτευχθεί δραστική ελάφρυνση του χρέους, θα συνεχισθεί η πίεση μετά το 2018 για περιοριστική μακροοικονομική πολιτική που στοχεύει σε υψηλά «πρωτογενή πλεονάσματα» και από τη φύση της επενεργεί υφεσιακά. Αν αντίθετα επιτευχθεί, θα δημιουργήσει «δημοσιονομικό χώρο» για διόρθωση του «μείγματος πολιτικής». Όμως, θα ήταν επιστέγασμα και όχι υποκατάστατο των μέτρων εξορθολογισμού της δημοσιονομικής διαχείρισης, του ασφαλιστικού που αποτελεί πηγή αβεβαιοτήτων για τη δημόσια οικονομία και των λοιπών μεταρρυθμίσεων που προάγουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Συνοπτικά, η κατάσταση απαιτεί διπλή προσπάθεια: Από μεν την ελληνική πλευρά να «ενστερνισθεί» το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, από δεν την ευρωπαϊκή να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτή η διπλή προσπάθεια θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός.

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra