Αρθροπλαστική ισχίου: Αυξάνει και το προσδόκιμο ζωής;
Στην επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής φαίνεται να συμβάλει η αρθροπλαστική ισχίου, πέραν της βελτίωσης της ποιότητάς της. Έχει διαπιστωθεί ότι συγκριτικά με τους ανθρώπους παρόμοιας ηλικίας και φύλου, όσοι υποβάλλονται σ’ αυτήν την επέμβαση προσθέτουν χρόνια στη ζωή τους αλλά και ζωή στα χρόνια που θα ζήσουν, τουλάχιστον για τη δεκαετία που ακολουθεί την επέμβαση αντικατάστασης της άρθρωσης.
«Ο αριθμός των κατ’ επιλογή αρθροπλαστικών ισχίου, αυξάνεται συνεχώς σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χειρουργικές επεμβάσεις, διότι βοηθά τους ανθρώπους να ξανακερδίσουν τη ζωή τους, να είναι ανεξάρτητοι και δραστήριοι. Η απόφαση για τη διενέργεια αρθροπλαστικής λαμβάνεται όταν όλες οι άλλες θεραπευτικές επιλογές έχουν αποτύχει να παρέχουν επαρκή ανακούφιση από τον πόνο και βελτίωση της λειτουργικότητας της άρθρωσης. Κατά τη διάρκειά της αφαιρείται η επώδυνη άρθρωση του ισχίου με αρθρίτιδα ή άλλες παθήσεις/τραυματισμούς και αντικαθίσταται με μια τεχνητή, η οποία είναι μεταλλική, κεραμική ή πλαστική. Μετεγχειρητικά οι ασθενείς δεν πονούν, οπότε κινούνται περισσότερο και με μεγαλύτερη ευκολία», μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Νικόλαος Γρανίτσας.
Ωστόσο, παρά την υψηλότερη πολυπλοκότητα και την αύξηση των ιατρικών συννοσηροτήτων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αρθροπλαστική ισχίου φαίνεται να αντιμετωπίζουν πια χαμηλότερη θνησιμότητα από ό,τι πριν από μία δεκαετία. Γνωρίζοντας ήδη τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που προσφέρει η επέμβαση, ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν εάν συμβαίνει το ίδιο και με την επιβίωση, συγκριτικά με τα άτομα παρόμοιας ηλικίας και φύλου, δεδομένου του ότι από αυτήν εξαρτάται και η ανάγκη για αναθεώρηση (επανεπέμβαση) μετά από χρόνια. Επιπρόσθετα, η αναμενόμενη επιβίωση ενός ασθενούς μπορεί να επηρεάσει την απόφαση του χειρουργού για την τεχνική τοποθέτησης, στήριξης και σταθεροποίησης του εμφυτεύματος.
Εξετάσθηκαν στοιχεία από 132.000 ασθενείς, μέσης ηλικίας 68 ετών, με οστεοαρθρίτιδα που υποβλήθηκαν σε αρθροπλαστική ισχίου στη Σουηδία και διερευνήθηκαν δυνητικές διαφορές στην επιβίωση μεταξύ των ασθενών με διαφορετικές προεγχειρητικές διαγνώσεις που επέσπευσαν την αρθροπλαστική ισχίου, όπως η πρωτοπαθής οστεοαρθρίτιδα, η φλεγμονώδης αρθρίτιδα, παιδικές ασθένειες του ισχίου και η οστεονέκρωση της μηριαίας κεφαλής.
Μετά από ανάλυση του μετεγχειρητικού δείκτη επιβίωσης καταδείχθηκε ότι οι ασθενείς έχουν υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, κατά τον πρώτο μετεγχειρητικό χρόνο η επιβίωση ήταν βελτιωμένη κατά 1%, διαφορά που αυξήθηκε στο 3% στην 5ετία. Στη 10ετία μειώθηκε στο 2%, και 12 χρόνια μετά την επέμβαση η επιβίωση εξισώθηκε με εκείνη του γενικού πληθυσμού. Η διαφορά επιβίωσης ήταν σημαντική κυρίως στους ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με αρχικού σταδίου οστεοαρθρίτιδα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και σε ασθενείς με άλλες διαγνώσεις – συμπεριλαμβανομένης της οστεονέκρωσης, της φλεγμονώδους αρθρίτιδας και της οστεοαρθρίτιδας που οφείλεται σε άλλες παθήσεις ή παράγοντες κινδύνου – αποτέλεσμα αναμενόμενο.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι οι ασθενείς με μη ενισχυμένες προσθέσεις είχαν καλύτερη επιβίωση, εύρημα που έχει επιβεβαιωθεί και από άλλη μελέτη. Ωστόσο, η μέση ηλικία στους ασθενείς που λαμβάνουν ενισχυμένες προθέσεις είναι συνήθως υψηλότερη ενώ η μέση ηλικία των ασθενών με μη ενισχυμένες προθέσεις είναι σημαντικά χαμηλότερη, οπότε οι ερευνητές υπέθεσαν ότι είναι αποτέλεσμα της επιλογής των ασθενών στην ηλικιακή ομάδα. Η χαμηλότερη εκπαίδευση και η εργένικη οικογενειακή κατάσταση συνδέονταν επίσης με χαμηλότερη επιβίωση.
«Οι αιτίες της αύξησης της επιβίωσης είναι πολυπαραγοντικές. Παρότι η μελέτη αυτή δεν τις διασαφήνισε, ένας λόγος θα μπορούσε να είναι η προστασία από συννοσηρότητες (όπως καρδιοπάθειες και σακχαρώδης διαβήτης) που μπορεί να αποβούν μοιραίες, αφού οι χειρουργημένοι ασθενείς δεν περιορίζουν τις δραστηριότητές τους από τον πόνο μιας κατεστραμμένης άρθρωσης, αλλά αντιθέτως μπορούν να κινούνται, να ασκούνται ή ακόμα και να αθλούνται κατά βούληση», σημειώνει ο Δρ. Γρανίτσας.
Ειδικά με τις νέες, ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές, όπως είναι η AMIS, οι ασθενείς περπατούν την ίδια ημέρα, επανέρχονται στις δραστηριότητές τους σταδιακά, και η επάνοδος στην εργασία τους μπορεί να γίνει σε 6 εβδομάδες. Για τους νεότερους ασθενείς η συγκεκριμένη τεχνική μπορεί να τους επιτρέψει να αθλούνται και να ασχολούνται με τα αγαπημένα σπορ, όπως το έκαναν πριν από το χειρουργείο.
«Η AMIS δίνει αυτή τη δυνατότητα γρήγορης ανάρρωσης, γιατί η προσπέλαση στο σημείο γίνεται διαμέσου των μυών, δηλαδή χωρίς να κόβονται μύες και νεύρα, αλλά και γιατί δεν χάνεται αίμα κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Επιπλέον, η μέθοδος ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο μιας σοβαρής επιπλοκής, του εξαρθρήματος, κάτω από 1%!! Τέλος, επειδή είναι μια τεχνική πρόσθιας προσπέλασης και ο ασθενής χειρουργείται ανάσκελα, υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου του μήκους του ποδιού, ώστε να μην υπάρξει ανισοσκελία. Η επέμβαση είναι εξατομικευμένη και από την ανατομία της άρθρωσης εξαρτώνται τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν.
Όσον αφορά δε στη μακροβιότητα της πρόθεσης και στην ανάγκη επαναληπτικής επέμβασης (ένας από τους λόγους που πραγματοποιήθηκε και η προαναφερόμενη σουηδική μελέτη), αυτή εξαρτάται σαφώς από τη μακροβιότητα των υλικών, αλλά πρωτίστως από τη σωστή τοποθέτησή της ώστε να μη δημιουργηθούν μηχανικά προβλήματα, και από παράγοντες που είναι ανεξάρτητοι από το είδος της πρόθεσης και την τεχνική τοποθέτησής της, όπως για παράδειγμα από την ύπαρξη οστεοπόρωσης ή μόλυνσης», καταλήγει ο Δρ. Νικόλαος Γρανίτσας.