Χρέος και πληθωρισμός: Η διπλή «θηλιά» που πνίγει τη χώρα
Με επικοινωνιακά τερτίπια και μέσα από μια λαθραία ανάγνωση των αριθμών, το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί να παρουσιάσει μια επίπλαστη εικόνα κοιμίζοντας επί της ουσίας τον ελληνικό λαό. Είναι εύκολο κάνεις βάζοντας στην εξίσωση του χρέους την αύξηση του ΑΕΠ να ισχυριστεί πως όλα βαίνουν καλώς και πως διάγουμε μια περίοδο ομαλότητας, όμως το πρόσφατο παρελθόν, το 2010, με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια, τις συνέπειες των οποίων όλοι ζήσαμε στο πετσί μας, έρχεται να διαψεύσει όλους αυτούς τους ισχυρισμούς.
Τότε το χρέος της χώρας μας ήταν 300 δισεκατομμύρια και κάτι ψιλά και το ΑΕΠ της στα 226,21 δισεκατομμύρια, τα τέλη του 2022 το ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου της ΕΛΣΤΑΤ, ήταν στα 192,1 δισεκατομμύρια ευρώ και το χρέος μας σήμερα έχει εκτιναχθεί στα 404,7 δισεκατομμύρια ευρώ, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά περίπου 30 δισεκατομμύρια σε 30 περίπου μήνες. Ο καθένας από εμάς, αγαπητοί μου αναγνώστες, μπορεί να έχει τις δικές του απόψεις και οικονομικές θεωρήσεις, ένα όμως είναι το σίγουρο, πως οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέματα.
Σε αυτή μάλιστα την εξίσωση, αν προσθέσουμε και το γεγονός πως σήμερα πολλά από τα ασημικά της χώρας έχουν πουληθεί και πως στο άμεσο μέλλον θα έρθουν στο χρέος να προστεθούν αυξάνοντας το λογαριασμό και οι δόσεις από την αγορά των εξοπλιστικών προγραμμάτων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, αλλά και τα χρήματα που θα κληθούμε να επιστρέψουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης, τότε και μόνο τότε θα δούμε τον πραγματικό λογαριασμό.
Μπορεί μέχρι σήμερα η απορρόφηση από το Ταμείο Ανάκαμψης να είναι μικρή σε σχέση με τα χρήματα των 30,5 δισεκατομμυρίων που πρέπει να απορροφήσουμε, όμως θα πρέπει όλοι να ξέρουν πως τα χρήματα αυτά στο σύνολό τους δεν είναι χαριστικά και πως πρέπει ένα 40% από αυτά να επιστραφούν πίσω. Εδώ λοιπόν είναι που έρχεται και μπαίνει πραγματικά το ερώτημα αν η ελληνική οικονομία βαδίζει καλά ή πορεύεται με ξύλινα πόδια.
Ο λόγος που στο πρόσφατο παρελθόν η χώρα κατέρρευσε ήταν οι υπέρμετρες σπατάλες και κυρίως στο χώρο της Άμυνας, των Δημοσίων Έργων, των αναθέσεων κάτω από το πάπλωμα, την σπατάλη στο χώρο της υγείας και των υψηλότατων αμοιβών σε ημέτερους και κρατικούς αξιωματούχους σε συνδυασμό με θαλασσοδάνεια και τα υψηλά επιτόκια που η χώρα δανειζόταν. Τα στοιχεία όμως συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη και σήμερα αν κανείς αναλογιστεί τη σωρεία απευθείας αναθέσεων, τις λεόντειες συμβάσεις, τα φουσκωμένα εξοπλιστικά προγράμματα με αδιαφανείς σε αρκετές περιπτώσεις επιλογές, την στρατιά των χιλιάδων μετακλητών, τα θαλασσοδάνεια σε κανάλια και τον πακτωλό εκατομμυρίων που δίνονται για την διαμόρφωση κατά το δοκούν της κοινής γνώμης και την έλλειψη στρατηγικής στον πρωτογενή τομέα και στην βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας.
Τρείς μόνο χώρες στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αυτές που δεν έχουν ένα εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων και σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η χώρα μας. Α, ξέχασα να σας πω πως εκτός από αυτές τις τρείς χώρες είναι και το Σαν Μαρίνο, η Ανδόρα, το Λιχτενστάιν και το Μονακό, χώρες «κουκκίδες» στον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Χάρτη που και αυτές δεν παράγουν όπως και εμείς αυτοκίνητα.
Καλό μάλιστα είναι να θυμίσω πως στα τέλη του 2018 το χρέος της χώρας ανερχόταν στα 334,5 δισεκατομμύρια ή στο 181,1% του ΑΕΠ, σήμερα όμως στα 404,7 δισεκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς και τα συμπεράσματα αγαπητοί μου φίλοι δικά σας. Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ φαινομενικά μειώνεται, εξαιτίας της αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, που στηρίζονται κυρίως στις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα έσοδα από την είσπραξη του ΦΠΑ και τους υπόλοιπους φόρους (όπως στα καύσιμα πχ), όμως από την άλλη πλευρά το δημόσιο χρέος αυξάνεται διαρκώς σε απόλυτους αριθμούς και αυτό αποτελεί εν τέλη της ωρολογιακή βόμβα.
Διαρκώς κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας με πρόσχημα την φθίνουσα σχέση χρέους με ΑΕΠ και με αυτό το τέχνασμα το πολιτικό προσωπικό πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, την ώρα που το μόνο στοιχείο που ζει και βασιλεύει πραγματικά είναι η παραοικονομία που μπορεί να φτάνει και στο 25%. Η ελληνική όμως βιομηχανία πλην εξαιρέσεων βρίσκεται σε καθεστώς λήθαργου ενώ και στο κομμάτι του τουρισμού που αποτελεί την βαριά μας βιομηχανία οι υποδομές δεν είναι οι πρέπουσες. Όσο για το στόρι των περίφημων ξένων επενδύσεων, μόνο ως επενδύσεις κεφαλαίου επί μετοχών μπορεί να λογιστούν με μόνο και κύριο στόχο κάποιες υπεραξίες και τίποτα άλλο. Κανείς τις επενδύσεις αυτές δεν μπορεί πραγματικά να τις βαφτίσει ως παραγωγικές επενδύσεις.