Deutsche Bank: Η ΕΚΤ δεν μπορεί ακόμα να εφαρμόσει νέο πρόγραμμα στήριξης
Το γεγονός πως η ΕΚΤ δεν ανακοίνωσε ένα νέο πιθανό πρόγραμμα στήριξης της αγοράς ομολόγων, όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, δεν είναι κάτι το περίεργο, και εξηγεί γιατί η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί ακόμα να προβεί σε κάτι τέτοιο, αν και εκτιμά πως αργά ή γρήγορα θα “αναγκαστεί” να το ενεργοποιήσει. Παράλληλα, η γερμανική τράπεζα βλέπει τα επιτόκια στο 1% έως το τέλος του 2022 και στο 2% τον Ιούνιο του 2023.
Όπως σημειώνει η Deutsche Bank, οι FT τη Δευτέρα αναφέρθηκαν στην πιθανότητα ισχυρότερης δήλωσης από το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την πρόθεση για τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου κατά του κατακερματισμού στη δήλωση νομισματικής πολιτικής του Ιουνίου. Τελικά, η διατύπωση της δήλωσης παρέμεινε αμετάβλητη, δεσμευόμενη για ευελιξία και καταπολέμηση του κατακερματισμού, και ανέφερε έμμεσα, όχι άμεσα, την πιθανότητα ενός νέου εργαλείου με νέα μέσα.
Ωστόσο, στη συνέντευξη Τύπου, η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε έντονα τις προηγούμενες αναφορές της στη δέσμευση της ΕΚΤ να αποφύγει τον κατακερματισμό καθώς και την τεχνογνωσία της ΕΚΤ όσον αφορά το σχεδιασμό και την ανάπτυξη τέτοιων εργαλείων – “το έχει κάνει στο παρελθόν και είναι πρόθυμη να το κάνει ξανά στο μέλλον” – ιδιαίτερα εάν ο κατακερματισμός απειλεί να υπονομεύσει την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να επιτύχει την εντολή της για τη σταθερότητα των τιμών.
Η αγορά παραμένει απογοητευμένη και νευρική από την έλλειψη ενός προληπτικού εργαλείου και οι αποδόσεις των 10ετών ιταλικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 20-25 μονάδες βάσης στο 3,60% μετά τη δήλωση νομισματικής πολιτικής του Ιουνίου.
Ωστόσο, η έλλειψη ειδήσεων σχετικά με αυτό, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, τονίζει η Deutsche Bank.
Πρώτον, η ΕΚΤ έκανε το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP πιο ευέλικτο ως πρώτη γραμμή άμυνας έναντι του κατακερματισμού. Πρόκειται για πολύπλευρες ευελιξίες, που επιτρέπουν στην ΕΚΤ να προσαρμόζει τις επανεπενδύσεις του PEPP “σε βάθος χρόνου, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες ανά πάσα στιγμή”. Κατά μία έννοια, αυτή η ευελιξία πρέπει να αποδειχθεί ανεπαρκής για να μπορέσει να εμφανιστεί ένα νέο εργαλείο και φάνηκε ότι η Λαγκάρντ έδινε μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το PEPP στην καταπολέμηση του κατακερματισμού στη συνέντευξη Τύπου.
Δεύτερον, όπως προσθέτει η γερμανική τράπεζα, γνωρίζουμε από την τελευταία απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου το 2020 ότι τα νέα εργαλεία της ΕΚΤ πρέπει να είναι αναλογικά για να είναι νομικά ανθεκτικά. Είναι ευκολότερο να δημιουργηθεί ένα αναλογικό εργαλείο ως απάντηση σε ένα πρόβλημα παρά εκ των προτέρων. Έτσι, καθυστερώντας, η ΕΚΤ θα περιορίζεται λιγότερο από το Δικαστήριο.
Το μόνο που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ εκ των προτέρων, όπως τονίζει η Deutsche Bank, είναι να επικοινωνήσει όσο το δυνατόν πιο ισχυρά την προθυμία και την ικανότητά της να δημιουργήσει ένα νέο εργαλείο για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού, εάν είναι απαραίτητο. Αυτό και κάνει η ΕΚΤ.
Η απουσία ενός εργαλείου μέχρι στιγμής δεν αποτελεί ένδειξη ότι είναι λιγότερο πιθανό να εφαρμοστεί. “Στην πραγματικότητα, βλέπουμε πως είναι αναπόφευκτο να ενεργοποιηθεί ένα νέο εργαλείο στήριξης της αγοράς”, τονίζει η Deutsche Bank. “Δεν πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει πολύ με τον κύκλο σύσφιξης χωρίς ένα εργαλείο σταθερότητας”. Ένα νέο πρόγραμμα, όπως προσθέτει η γερμανική τράπεζα, θα ενίσχυε επίσης τις αντιλήψεις για το πόσο υψηλό θα μπορούσε να είναι το τερματικό επιτόκιο: με ένα νέο εργαλείο αγορών, θα μπορούσε να επιτευχθεί η αυστηροποίηση των οικονομικών συνθηκών που απαιτούνται για τον περιορισμό του πληθωρισμού περισσότερο με την αύξηση των επιτοκίων πολιτικής, παρά με τα υψηλότερα spreads, όπως εξηγεί.
Οι νέες προβλέψεις της Deutsche Bank για τα επιτόκια είναι μία αύξηση 25 μ.β τον Ιούλιο, 50 μ.β τον Σεπτέμβριο, 50 μ.β τον Οκτώβριο και 25 μ.β τον Δεκέμβριο. Το επιτόκιο καταθέσεων θα βρεθεί στο 1% μέχρι το τέλος του έτους. Στη συνέχεια αναμένει ότι θα ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης το πρώτο εξάμηνο του 2023, με τα επιτόκια να κινούνται στο 2% έως τον Ιούνιο του 2023.