Δήλωνε ανοιχτά λεσβία σε μία εποχή που αυτό εθεωρείτο αδιανόητον
Πολλά φράγκα έβγαλε. Ο,τι έβγαζε το παιζε στο μπαρμπούτι. Κι ό,τι περίσσευε το χάριζε σε αυτούς που είχαν ανάγκη.
Η κορυφαία, λαική τραγουδίστρια και ρεμπέτισα, γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά (στα Χάλια) της Χαλκίδας, ενώ η καταγωγή της ήταν και από το χωριό Οκτωνιά της Εύβοιας.
Παντρεύεται σε μικρή ηλικία έναν μέθυσο. Οι ξυλοδαρμοί γίνονται καθημερινότητα. Απ’ το πολύ ξύλο ενώ είναι έγκυος αποβάλει.
Ο άντρας της συνεχίζει να μεθά και μόλις γυρίζει στουπί στο σπίτι να την χτυπάει. Κάποια στιγμη του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλακή.
Το 1943 θα συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Καισαριανή, καθ’ υπόδειξη ενός ντόπιου ρουφιάνου – καταδότη.
Την μεταφέρουν στην Μέρλιν και την βασανίζουν για τρείς μέρες.
Μένει στην φυλάκα μέχρι το 1944, και με την απελευθέρωση την αφήνουν ελεύθερη.
Τέλη του 1944 παίρνει μέρος στα Δεκεμβριανά και στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή.
Με την έναρξη του εμφυλίου συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες και αρχίζει ένας νέος κύκλος άγριων ξυλοδαρμών και βίας, αυτή την φορά λόγω των φρονημάτων της.
Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές και αριστερούς στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου.
Σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια ο θεατρικός συγραφέας Φαίδων Καπετανάκης την γνωρίζει στον Τσιτσάνη. Το 1946 πιάνει δουλειά στο μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού με τον Τσιτσάνη.
Μια βραδιά οι χίτες αδελφοί Κατελάνοι μαζι με μια παρέα από λούμπεν ακροδεξιά στοιχεία μπαίνουν στο μαγαζί που ήτανε Αχαρνών 77 και ο μικρός Κατελάνος της λέει: «πες μωρή, παλιοκουμμούνα, «Του αϊτού ο γιος» (ήταν στρατιωτικό εμβατήριο που δημιουργήθηκε για να υμνηθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α’ κατά τον εθνικό διχασμό).
Η γυναίκα που δεν έχει μάθει ποτέ να σκύβει κεφάλι σε κανέναν καταπιεστή απαντά: «Α, πάενε, ρε, δεν το ξέρω»!
Τότε οι χίτες, της ορμάνε και την ξυλοφορτώνουν εκεί, πάνω στην πίστα, μπροστά σε όλους. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το περιστατικό. Φωνάζανε «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), και ούτε οι μουσικοί, ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης δεν τόλμησαν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Αναγκάζεται να φύγει γιατί ο Τζίμης εκείνο το ίδιο βραδυ λεει στην κομπανία «κοιτάξτε να βρείτε άλλη γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».
Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι: Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, Άνοιξε, Άνοιξε” με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, “Είπα Να Σβήσω Τα Παλιά” με τον Απόστολο Καλδάρα.
Το 1966 είπε τρία απ τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών. Συνεργάστηκε με τον Διονύση Σαββόπουλο (“Ζεϊμπέκικο”), τον Ηλία Ανδριόπουλο (Μην Κλαις) και τον Δήμο Μούτση (Δε Λες Κουβέντα).
Από τα μέσα του 1940 έως τα μέσα του 1990, συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Δημήτρης Γκόγκος, Στέλιος Κερομύτης, Μπάμπης Μπακάλης, Τάκης Λαβίδας, Μαρίνος Γαβριήλ, Αργύρης Κουνάδης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Βασίλης Δημητρίου και Δημήτρης Λάγιος. Ο τζόγος, το πιώμα, η κατάθλιψη.
Το 1993 διαγνώστηκε με καρκίνο του λάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο, να βγει μονη της να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε μέσα σε μία ώρα.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης με ένα μπουκέτο λουλούδια στο νοσοκομείο. Η ιδιαίτερη πατρίδα μας, δεν την τίμησε. Γιατί ο Τζον Λένον είχε λιγότερες αδυναμίες; Ηρθε να τραγουδίσει στα στερνά της και το γήπεδο της Χαλκίδας ήταν άδειο.
27 Αυγούστου 1997 πεθαίνει η Σωτηρία Μπέλλου.
Στα Χάλια θα έπρεπε να υπάρχει ένα μουσείο, ένα μουσικό σχολείο, να γίνεται ένα μεγάλο φεστιβάλ κάθε χρόνο προς τιμήν της, κάτι. Ελπίζω, τώρα που θα εκλεγεί δήμαρχος Χαλκιδαίων ο παιδικός μου φίλος ο Γιώργος ο Σπύρου.
Είμαι τυχερός γιατί μου έδωσε μια συνέντευξη εξομολογητική, γιατί την είδα ζωντανή, την συναναστράφηκα, την άκουσα κάποια βράδια να τραγουδάει στην παρέα. Ουδείς αντικαταστάσιμος. Η ιερή φωνή της μας συνοδεύει για πάντα, παντού. Σεβασμός αιώνιος.
Το παρακάτω περιστατικό που περιγράφει ο Σαββόπουλος απαθανατίστηκε στο ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω Πολύ… Σαββόπουλος».
Πώς δημιουργήθηκε το εκπληκτικό τραγούδι. Η δεύτερη εκδοχή με την Μπέλλου και τι έχει πει ο Σαββόπουλος για τους στίχους.
Λένε πως ένα καλό τραγούδι πρέπει να αγγίζει τη καρδιά σου και να ζεσταίνει την ψυχή σου. Το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου καταφέρνει κάτι περισσότερο, προκαλεί ανατριχίλα. Δεν το ακούς απλά, το νιώθεις, από τις πρώτες νότες και τους πρώτους στίχους. Είναι η επιβλητική εισαγωγή, κάτι σαν πένθιμο εμβατήριο, και η μοναδική φωνή της Μπέλλου σε πιάνουν από τον… λαιμό από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Και όσο ξετυλίγεται το τραγούδι μέσα στους στίχους βλέπεις τη ζωή των προσφύγων και τον βασανισμένων. Η δεύτερη φωνή του Σαββόπουλου έρχεται σαν ένας χορός αρχαίας τραγωδίας για να κορυφώσει το δράμα. Το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» έχει μπει πλέον στην πέμπτη δεκαετία του, αλλά έχει κερδίσει ήδη την αιωνιότητα.
Το βρώμικο ψωμί και ο Μπάτης
Ο Διονύσης Σαββαπουλος έγραψε τους στίχους και τη μουσική το 1972, εν μέσω δικτατορίας. «Είχαμε Χούντα τότε και δεν τιμούσαν τα 50 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για εμένα είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, έχω γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας μου από την Κωνσταντινούπολη, η μητέρα μου από τη Βόρεια Θράκη, τη Φιλιππούπολη που πλέον ανήκει στη Βουλγαρία. Το σπίτι ήταν γεμάτο από διηγήσεις προσφύγων και από τα δύο σόγια. Το ’72 ήμουν σε ένα μικρό δωμάτιο σε ένα ξενοδοχειάκι στη Θεσσαλονίκη. Δεν έβγαινα από το δωμάτιο καθόλου. Εκεί ξεκίνησα το Βρώμικο Ψωμί. Ήθελα να φτιάξω ένα ζεϊμπέκικο. Κρατάω τον ρυθμό και προσπαθώ να μιμηθώ τον Καζαντζίδη. Όσο και αν αυτό φαίνεται αστείο. Προσπαθούσα να κάνω μια μελωδία κάπως έτσι αλλά μου βγαίνει αλλιώς διότι σε ένα δεδομένο σχήμα βάζω τη δική μου ζωή. Αφού έφτιαξα τη μελωδία σκέφτηκα να βάλω και διαφορετικά λόγια. Ήταν κάτι που το έκαναν από τον Μεσαίωνα. Τραγουδούσαν όχι μόνο διαφορετικές μελωδίες αλλά και διαφορετικά λόγια. Νιώθεις σαν να σχίζεται το κεφάλι στα δύο, είναι ωραία παρανοϊκό. Τραγούδησα ο ίδιος και τις δύο φωνές. Είναι πολύ παράξενο» θα πει ο καλλιτέχνης.
Πολλές φορές έχει ρωτηθεί για τους στίχους του «Ζεϊμπέκικου». Σε συνέντευξη του κλήθηκε να εξηγήσει την φράση «σε αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί». Ο Σαββόπουλος θα πει: «Στο Ζεϊμπέκικο ακούγεται σαν παράπονο, σαν διαπίστωση, σαν εγκαρτέρηση απέναντι στην αδικία. Ναι, αλλά προσέξτε τώρα. Σας λέω τη φράση “σε αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε, ζουν με την αδικία”. Και σας λέω και τη φράση “σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί”. Αυτό είναι ουσιαστικότερο και ακριβέστερο. Ενώ το πρώτο είναι απλώς μία πληροφορία. Να για ποιον λόγο πρέπει να αφηνόμαστε στην τέχνη και να αφήνουμε τη λογική για άλλα πράγματα».
Όσο για τον Μπάτη θα τονίσει: «Καταρχάς ο Μπάτης είναι ένας μουσικός από τα Μέθανα. Ήταν στον Πειραιά και έπαιζε μπαγλαμαδάκι. Έχει γράψει ωραία τραγούδια και ωραία στιχάκια. Ταυτόχρονα μπορεί να είναι και το αεράκι από την Ιωνία. Λοιπόν ο μουσικός, το αεράκι, ο αξέχαστος μου μπαμπάς. Όλα αυτά κάνουν μια σύνθεση μέσα στο τραγούδι που δεν είναι εύκολο να την εξηγήσει κανείς. Στον αέρα επίσης στέκει μία παρθένος η οποία κυβερνάει ηλεκτρικά φεγγάρια. Μες στο τραγούδι στέκει επίσης ο Μάρκος με μία χρυσή λόγχη. Φαίνεται ότι τα τραγούδια μου είναι η δική μου ψυχανάλυση που δεν έχει τελειώσει ακόμα».
Το κομμάτι, αφού πέρασε τη λογοκρισία της Χούντας, μπήκε στον δίσκο «Βρώμικο Ψωμί» ο οποίος κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες του 1972. Ήταν το 4ο τραγούδι της Α’ πλευράς του δίσκου ο οποίος θεωρείται από τους κορυφαίους του Σαββόπουλου και περιέχει εκπληκτικά κομμάτια όπως το «Δημοσθένους Λέξις».
Το «Βρώμικο Ψωμί» κυκλοφορεί με εξώφυλλο μια φωτογραφία του Σαββόπουλου (τραβηγμένη από τον φίλο του Άλκη Σαχίνη στην οδό Αθηνάς) και χωρίς να αναφέρεται πουθενά ο τίτλος. Είναι η πρώτη φορά που ο καλλιτέχνης θα βάλει «ρεαλιστική» φωτογραφία του σε άλμπουμ. Ο δίσκος έχει τεράστια επιτυχία και ακούγεται φανατικά από τη νεολαία της εποχής. Το «Ζεϊμπέκικο» όμως περιμένει κάτι για να εκτοξευθεί. Θα το περιμένει περίπου τρία χρόνια.
«Αχ βρε Διονύση με έκανες και τραγουδάω ποπ»
Το 1974 ο Σαββόπουλος αποφασίζει να ηχογραφήσει τον δίσκο «10 Χρόνια Τραγούδια». Προτείνει στην Σωτηρία Μπέλλου να ερμηνεύσουν μαζί το «Ζεϊμπέκικο» σε μια πιο λαϊκή έκδοση του. «Δεν είχα πολλά-πολλά με τη Σωτηρία στην αρχή. Απ’ όταν βγήκα όμως από τη φυλακή με είδε με άλλο μάτι. Με προσέγγισε διαφορετικά, σαν να με αισθάνθηκε πιο κοντά της. «Διονύση, καθάρισες εντάξει;», μου είπε. Είχε πλέον αυτή την αίσθηση ότι δεν είμαι ένας άνθρωπος… κανονικός που λειτουργεί με τους κανόνες. Σου λέει το παιδί συμπαθητικό είναι, γιατί έχει κάτι τι λοξό κι αυτός» θα πει ο Σαββόπουλος για τη σχέση του με την Μπέλλου.
Αναφορικά για το πώς έκλεισε η συνεργασία θα τονίσει: «Είχα ζητήσει από την δισκογραφική να πει στην Μπέλλου αν θέλει να τραγουδήσει το «Μ’Αεροπλάνα και Βαπόρια». Απάντησε ότι δέχεται ευχαρίστως και ήρθε στο στούντιο έτοιμη, μελετημένη. Το ηχογράφησε ωραιότατα». Στην ηχογράφηση ο Σαββόπουλος ήταν ενθουσιασμένος αλλά: «Ήμουν συγκινημένος. Σκεφτόμουν ότι έγραψα επιτέλους ένα λαϊκό τραγούδι. Η Σωτηρία όμως βγαίνει από το καμαράκι που ηχογραφούσαμε, ξεφυσάει και λέει: Αχ βρε Διονύση με έκανες και τραγουδάω ποπ. Έμεινα άφωνος. Το έβαλε όμως στο ρεπερτόριο της. Το τραγουδούσε πάντοτε. Θεϊκά το είπε, θεϊκά».