Δημήτρης Γιατζόγλου: Τίτλοι τέλους
“Μοιάζει να αγνοούμε ότι η διαδρομή από τον Μπερλινγκουέρ και τον Ινγκράο στον Ρέντσι οδηγεί τελικά στον Ντράγκι” τονίζει με νόημα ο Δημήτρης Γιατζόγλου σε άρθρό του στη Εφημερίδα των Συντακτών, ασκώντας κριτική στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας “Η εκτίμηση συνοψίζεται στο «ρεαλιστικό» δίλημμα «αριστερός ριζοσπαστισμός ή εκλογική νίκη», με αυτονόητη την απάντηση. Το αξιοσημείωτο είναι ότι το δίλημμα συναντά την παθητική αποδοχή ακόμα και πολλών από αυτούς που το απορρίπτουν στο επίπεδο της θεωρητικής ανάλυσης”.
Και επισημαίνει “Στο όνομα της «νίκης», μια ιδιόμορφη διατασική σύγκλιση στην κομματική κορυφή στηρίζει στην πράξη τη διεκδίκηση μιας δεσπόζουσας θέσης στο «πολιτικό κέντρο» με την αντίστοιχη διεύρυνση των κοινωνικών αναφορών (ο φετιχισμός των μεσοστρωμάτων στα καλύτερά του), την άμβλυνση των ρητορικών αριστερών ακροτήτων (με έναν νέο λαϊκισμό κεντρώας μετριοπάθειας), την κατασκευή μιας όσο γίνεται πιο ευρύχωρης ταυτότητας”.
Αναλυτικά το ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Γιατζόγλου πρώην πανεπιστημιακού και πρώην στέλεχους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Εσωτερικού, υπό τον τίτλο…”Τίτλοι τέλους”, έχει ως εξής:
“Η παρατεταμένη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και τώρα που πληθαίνουν τα σημάδια εξασθένησης της πολιτικής επιρροής της Ν.Δ., επιταχύνει μια ακόμα πιο ριζική μετατόπισή του από τις καταγωγικές του προκείμενες σε σχέση με την προνομιακή του κοινωνική απεύθυνση, με τον πολιτικό του προσανατολισμό, ακόμα και με τα στρατηγικά του προτάγματα – με τις αρχές του όπως συνηθίζουμε να λέμε. Διότι το πρόβλημα με τις «αρχές» δεν είναι η συχνότητα της εκφώνησής τους σε συνέδρια, σε σεμινάρια, σε κείμενα διακηρύξεων, στις επετείους.
Το πρόβλημα είναι πόσο υπαρκτή είναι η σύνδεσή τους με τις τρέχουσες πολιτικές σου επιλογές και την πολιτική σου πράξη και αν αυτή η σύνδεση γίνεται κατανοητή από τον κόσμο και πρωτίστως από τον κόσμο της Αριστεράς. Πόσο, αλήθεια, ανιχνεύσιμη έστω είναι η ύπαρξη αρχών στην υπερψήφιση της σύμβασης για το Ελληνικό, στη συναίνεση για τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα, στην από δεξιά κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά, στην κατά κανόνα επικέντρωση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. στο ζήτημα της διαχειριστικής της επάρκειας, στην αμήχανη αφωνία απέναντι στο αγοραίο ιδεολόγημα της «συνέχειας του έθνους» το οποίο ενσωματώνει την επαναστατική στιγμή του ’21 στη νεοφιλελεύθερη αναπτυξιακή παλιγγενεσία;
Στο εγχείρημα της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς πέφτουν βιαστικά οι τίτλοι του τέλους. Μέσα από ένα εσωκομματικό μορατόριουμ, επιλογές που θα έπρεπε να αποφασιστούν στο συνέδριο έχουν προεξοφληθεί και υλοποιούνται στην πολιτική πρακτική του ως δομικά στοιχεία μιας νέας ταυτότητας. Οποιος πιστεύει ότι οι δεσμεύσεις που δημιουργούνται μπορεί να ανατραπούν εκ των υστέρων σε ένα συνέδριο απροσδιόριστης διεξαγωγής υποτιμά ή αγνοεί τις ιστορικές εμπειρίες – τα συνέδρια έρχονται για να επικυρώσουν εκ των υστέρων τα ήδη συντελεσμένα.
Μια βασική εκτίμηση στο επίπεδο της ηγεσίας, εκφρασμένη ρητά ή υπόρρητα, θεμελιώνει και καθοδηγεί τη συγκυριακή αλλά και τη στρατηγική μετατόπιση του εγχειρήματος: Ο ιστορικός κύκλος συγκρότησης που προηγήθηκε έχει κλείσει. Η πολιτική δυναμική του έχει εξαντληθεί. Η επιλογή και η απόπειρα να επανεγγραφεί η ριζοσπαστική αμφισβήτηση του καπιταλισμού στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων τού σήμερα ως ιστορική δυνατότητα –και επομένως ως Πολιτικό Πρόγραμμα– δεν μπορεί να διαμορφώσει μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες. Λειτουργεί, αντίθετα, ως παράγοντας καθήλωσης της εκλογικής επιρροής του κόμματος. Η εκτίμηση συνοψίζεται στο «ρεαλιστικό» δίλημμα «αριστερός ριζοσπαστισμός ή εκλογική νίκη», με αυτονόητη την απάντηση.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι το δίλημμα συναντά την παθητική αποδοχή ακόμα και πολλών από αυτούς που το απορρίπτουν στο επίπεδο της θεωρητικής ανάλυσης. Στο όνομα της «νίκης», μια ιδιόμορφη διατασική σύγκλιση στην κομματική κορυφή στηρίζει στην πράξη τη διεκδίκηση μιας δεσπόζουσας θέσης στο «πολιτικό κέντρο» με την αντίστοιχη διεύρυνση των κοινωνικών αναφορών (ο φετιχισμός των μεσοστρωμάτων στα καλύτερά του), την άμβλυνση των ρητορικών αριστερών ακροτήτων (με έναν νέο λαϊκισμό κεντρώας μετριοπάθειας), την κατασκευή μιας όσο γίνεται πιο ευρύχωρης ταυτότητας.
Αλλά ακόμα και αν, σε πείσμα όλων των ενδείξεων, αυτή η μετατόπιση είναι όρος και δρόμος για την εκλογική νίκη, μένει να απαντηθούν πολλά ερωτήματα: Μια τέτοια νίκη, πραγματοποιημένη με την αποδοχή των ιδεολογικών στερεοτύπων του αντιπάλου και του ορίζοντα των κοινωνικών προσδοκιών που αυτός έχει προδιαγράψει, συνιστά ανατροπή της συντηρητικής ηγεμονίας; Εγγράφεται, με αντοχή και διάρκεια, στην πορεία της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης; Συγκροτεί το αναγκαίο συλλογικό φρόνημα για μια επανίδρυση ενός εναλλακτικού μέλλοντος; Βάζει φραγμό στη διαβρωτική διείσδυση του ακροδεξιού αντισυστημισμού στο φαντασιακό των νέων;
Αν το πολιτικό παιχνίδι στο κέντρο, δηλαδή η «μικρή πολιτική» του αποσπασματικού μεταρρυθμισμού που αφήνει ανέπαφο τον σκληρό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, είναι η κεντρική ιδέα του νέου ΣΥΡΙΖΑ – αν το διαζύγιο πολιτικής και ηθικής είναι το τίμημα του πολιτικού ρεαλισμού – αν η φιλοδοξία της Αριστεράς εξαντλείται στη συμβολή της σε έναν «νέο συμβιβασμό καπιταλισμού και δημοκρατίας» με ολίγη από οικολογία – αν ένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο προσυπογράφει την καπιταλιστική μεγέθυνση ως ανάπτυξη, τότε μοιάζει να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα από τη στρατηγική ήττα του 1989 και τη διαρκή της ανακύκλωση. Μοιάζει να αγνοούμε ότι η διαδρομή από τον Μπερλινγκουέρ και τον Ινγκράο στον Ρέντσι οδηγεί τελικά στον Ντράγκι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «του 3%» λοιδορήθηκε και πολεμήθηκε με φανατισμό ως λαϊκιστική εκτροπή από την κανονικότητα του συντηρητικού καθεστωτισμού. Η πρώτη κυβερνητική του θητεία, περιχαρακωμένη στα όρια που όριζε το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, θεωρήθηκε ως το ναυάγιο μιας αδύνατης αντιστροφής. Το πολιτικό παράδοξο που δρομολογήθηκε το 2019, να αποτελεί ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο και ταυτόχρονα έκφραση μιας πολιτικής συμμαχίας, θεωρήθηκε ως έκφραση μιας διορθωτικής ωρίμανσης, που όμως δεν παρήγαγε την αναμενόμενη δυναμική. Ρευστοποίησε την ταυτότητα και επέτεινε την ιδεολογική και πολιτική απροσδιοριστία. Η αναζήτηση μιας νέας, περισσότερο δραστικής μετατόπισης κάνει την κρίση του εγχειρήματος ορατή διά γυμνού οφθαλμού”.