Ντράγκι: Πλήρης η ευθύνη των τραπεζών έναντι των πληρωτών
Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν «την πλήρη ευθύνη έναντι των πληρωτών για την ορθή εκτέλεση των πράξεων πληρωμής», επισημαίνει ο Μάριο Ντράγκι, απαντώντας σε ερώτηση του Δημήτρη Παπαδημούλη σχετικά με την προστασία των πολιτών κατά τις υπηρεσίες πληρωμών που διενεργούνται μέσω τραπεζών ή άλλων επιχειρήσεων και την εφαρμογή της σχετικής οδηγίας PSD (Payment Services Directive).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αυτό σημαίνει ότι «εάν μια πράξη δεν εκτελεστεί ή είναι εσφαλμένη, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή πρέπει να τη διορθώσει ή να επιστρέψει το σχετικό ποσό στον πληρωτή».
Σχετικά με την οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών (οδηγία PSD) και την αναθεωρημένη οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών (οδηγία PSD2) -την οποία τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο ως 31 Ιανουαρίου του 2018 κατά την ΕΚΤ-, ο Μάριο Ντράγκι απαντά ότι «οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν πλήρη ευθύνη έναντι των πληρωτών για την ορθή εκτέλεση των πράξεων πληρωμής». Ωστόσο «αν τα χρηματικά ποσά που εμπλέκονται σε πράξη πληρωμής πιστώνονται σε λάθος αποδέκτη επειδή ο πληρωτής παρέχει λανθασμένο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούνται μόνο να καταβάλουν εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών, την ανίχνευση της πράξης πληρωμής και τη γνωστοποίηση του αποτελέσματος στον πληρωτή», προσθέτει ο κεντρικός τραπεζίτης.
Η ΕΚΤ επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι κανόνες για τις μεταφορές χρηματικών ποσών θεσπίστηκαν το Μάιο του 2015 εξυπηρετούν «τους σκοπούς της πρόληψης, του εντοπισμού και της διερεύνησης περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».
Στην ερώτησή του, ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης είχε επισημάνει ότι «στα πλαίσια της εφαρμογής της PSD (Payment Services Directive) προβλέπεται ότι στους πελάτες μιας τράπεζας δεν γίνονται γνωστά τα κατώτατα όρια συναλλαγών, με βάση τα οποία οι τράπεζες ή άλλες επιχειρήσεις θα πρέπει να προβαίνουν σε ταύτιση του ονόματος του δικαιούχου του εμβάσματος προς το όνομα του κατόχου του IBAN-λογαριασμού».
Στην απάντησή της η ΕΚΤ παραπέμπει στους κανόνες που θεσπίστηκαν το 2015, σύμφωνα με τους οποίους καθορίζονται «ειδικά όρια» -1.000 ευρώ και ισχύουν τόσο για μεμονωμένες συναλλαγές όσο και για ομαδικές συναλλαγές, υπό ορισμένους όρους- «πάνω από τα οποία οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι τράπεζες υποχρεούνται να διαβιβάζουν ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον πληρωτή και τον δικαιούχο της πληρωμής (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης συναλλαγής) όταν διενεργούν μεταφορές χρηματικών ποσών». Ο Μ. Ντράγκι σημειώνει στην απάντησή του σχετικά με τα όρια συναλλαγών ότι εφόσον «αυτά θεσπίζονται με κανονισμό, εφαρμόζονται άμεσα και ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη».
Τέλος, στην ερώτηση του Δημ. Παπαδημούλη σχετικά με το «ποια βήματα σχεδιάζει η ΕΚΤ στην κατεύθυνση ενίσχυσης του υφιστάμενου πλαισίου που διέπει τους κανονισμούς για τα εμβάσματα και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές», η ΕΚΤ απαντά ότι «η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) έχει αναπτύξει, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την ισχυρή εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών και την ασφαλή επικοινωνία». Πάντως, όπως κάνει γνωστό η ΕΚΤ «τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βρίσκονται ακόμη υπό εξέταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εν συνεχεία θα υποβληθούν σε διεξοδικό έλεγχο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Θα εφαρμοστούν 18 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθούν σε ισχύ».
Ακόμη, η κεντρική τράπεζα επισημαίνει ότι ανέπτυξε σε συνεργασία με την ΕΑΤ «σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σχετικά με περιπτώσεις απάτης». «Τα στοιχεία αυτά θα χρησιμοποιούνται από την ΕΚΤ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές στα διάφορα κράτη μέλη προκειμένου να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων κανονισμών, να εντοπίζονται τάσεις όσον αφορά την απάτη και δυνητικούς κινδύνους και να λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με μελλοντικές ρυθμιστικές ή εποπτικές ενέργειες» τονίζει η ΕΚΤ.