DZ Bank: Θέμα χρόνου η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα
Η Ελλάδα, κάνει με αποφασιστικότητα βήματα προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σύμφωνα με τη DZ Bank.
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης ωστόσο, εξακολουθούν να έχουν μικτές απόψεις για την Ελλάδα. Ενώ η S&P αξιολογεί αυτήν τη στιγμή τη χώρα με BB+ (θετικές προοπτικές), που σημαίνει πως η αναβάθμιση μπορεί να γίνει σύντομα, η Moody’s παραμένει πιο “σφιχτή”. Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα δεν είναι μόνο απαραίτητη για να αφήσει η Ελλάδα πίσω της τα ίχνη της κρίσης του ευρώ, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ΕΚΤ για τα collaterals, τονίζει ο γερμανικός οίκος.
Ειδικότερα, με βάση τη νέα ανάλυση της τράπεζας, η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο να επαναφέρει τη χώρα στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας, 13 χρόνια μετά το 2010 όταν λόγω της κλιμάκωσης των προβλημάτων χρέους η Ελλάδα έχασε αυτή τη βαθμολογία. Χάρη στην πορεία της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας, ο στόχος αυτός είναι πλέον εφικτός. Το αποτέλεσμα των εκλογών διασφαλίζει πολιτική συνέχεια και σταθερότητα πέραν της προόδου που έχει ήδη σημειωθεί.
Η S&P βρίσκεται πιο κοντά από όλους τους οίκους ώστε να δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, όπως επισημαίνει η DZ Bank. Ο οίκος αξιολογεί επί του παρόντος τη χώρα με BB+ και θετικές προοπτικές και στις 20 Οκτωβρίου έχει προγραμματίσει την επόμενη και τελευταία ημερομηνία αξιολόγησης του τρέχοντος έτους. Στην πιο πρόσφατη αξιολόγησή της τον Απρίλιο, όταν οι προοπτικές αναβαθμίστηκαν σε θετικές, η S&P είπε ότι η αναβάθμιση της αξιολόγησης μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες θα εξαρτηθεί από τη συνεπή δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψης έως το 2026 καθώς και από τον σταθερό ρυθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ακόμη και μετά τις εκλογές. Κατά την άποψη της DZ Bank, οι πιθανότητες η S&P να είναι η πρώτη που θα αναβαθμίσει την Ελλάδα σε investment grade είναι υψηλές, καθώς σίγουρα ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτεί ο οίκος, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Παράλληλα, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS αξιολογεί αυτήν τη στιγμή την Ελλάδα με BB (High) με σταθερές προοπτικές. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας αναθεωρήθηκε και επιβεβαιώθηκε τελευταία φορά πολύ πριν από τις πρόσφατες εκλογές, τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους. Η επόμενη και τελευταία ημερομηνία αξιολόγησης για το τρέχον έτος είναι στις 8 Σεπτεμβρίου. Η DBRS εντοπίζει δύο βασικούς παράγοντες αξιολόγησης που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια αναβάθμιση: τη συνεχή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και τη διαρκή δέσμευση για συνεχή δημοσιονομική εξυγίανση.
Πράγματι, ο δείκτης επενδύσεων της Ελλάδας έχει αυξηθεί σημαντικά από την ανάληψη των καθηκόντων του πρωθυπουργού Μητσοτάκη, φτάνοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Κατά την άποψη του γερμανικού οίκου, η κυβέρνηση πληροί αυτά τα κριτήρια, αλλά τελικά μένει να δούμε πώς οι Καναδοί αξιολογούν την εκπλήρωση των κριτηρίων. Στο παρελθόν, η DBRS έτεινε να κατατάσσει τις χώρες της ευρωζώνης υψηλότερα σε σύγκριση με τους άλλους τρεις μεγάλους οίκους. Επιπλέον, ήταν επίσης η πρώτη που αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα σε πολλές περιπτώσεις. Η DBRS μπορεί επομένως να μην διστάσει να δώσει μια αξιολόγηση investment grade στην Ελλάδα σύντομα.
Η Fitch επιβεβαίωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας μόλις τον Ιούνιο σε BB+ με σταθερές προοπτικές, ενώ ανέφερε την αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική και τη βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού ως κριτήρια για μια αναβάθμιση. Η Fitch κατέληξε σε αυτή την εκτίμηση λίγες μόνο ημέρες πριν τις εκλογές. Ως εκ τούτου, φαίνεται να είναι λίγο πιο επικριτικός από τις S&P και DBRS παρά την πολιτική συνέχεια, καθώς η Fitch δεν ευθυγραμμίστηκε με την S&P και δεν “ανέβασε” τις προοπτικές σε θετικές.
Τέλος, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s έχει δώσει στην Ελλάδα βαθμολογία Ba3 από τον Νοέμβριο του 2020. Αυτή δεν είναι μόνο η χειρότερη βαθμολογία για τη χώρα, αλλά έχει παραμείνει αμετάβλητη για πολύ μεγάλο διάστημα. Αν και οι προοπτικές ορίστηκαν θετικές τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Moody’s είναι απίθανο να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε Investment grade σύντομα.
Το παράδειγμα της Πορτογαλίας δείχνει πόσος χρόνος μπορεί να πάρει για την Moody’s να κάνει μία τέτοια κίνηση. Η χώρα αναβαθμίστηκε για πρώτη φορά σε IG από την S&P τον Σεπτέμβριο του 2017. Η Moody’s έκανε αυτό το βήμα περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2018. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Κύπρος, η οποία εξακολουθεί να έχει Ba3 και όχι επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s, παρά το γεγονός ότι οι S&P και Fitch το έχουν κάνει.
Οι S&P, Moody’s, Fitch και DBRS έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι γίνονται αποδεκτοί από την ΕΚΤ ως εξωτερικά ιδρύματα πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) στο πλαίσιο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του Ευρωσυστήματος (ECAF). Αυτό σημαίνει ότι για τις απαιτήσεις των collaterals στο πλαίσιο των πράξεων νομισματικής πολιτικής καθώς και για τη συμμετοχή στα προγράμματα αγοράς ομολόγων, η Ελλάδα χρειάζεται γενικά τουλάχιστον μια αξιολόγηση IG από τους τέσσερις οίκους. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ μέλος του προγράμματος APP της ΕΚΤ.
Ωστόσο, η ΕΚΤ χορήγησε εξαιρέσεις για το PEPP, αλλά και για τις απαιτήσεις εξασφαλίσεων. Ο τρέχων κανόνας περί εξασφαλίσεων για τα ελληνικά ομόλογα συνδέεται με το τέλος των επανεπενδύσεων PEPP και, όπως έχουν τα πράγματα, λήγει τον Δεκέμβριο του 2024. Τότε το αργότερο λοιπόν, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει και πάλι τουλάχιστον μία αξιολόγηση IG ώστε ο τραπεζικός της τομέας να συνεχίσει να έχει απεριόριστη πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ.
Εκτός από την αναβάθμιση των S&P, Moody’s, Fitch και DBRS, η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να βοηθηθεί με την ένταξη του ευρωπαϊκού οίκου Scope Ratings στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος. Από τις αρχές του 2022, η Scope βρίσκεται στη διαδικασία αναγνώρισης από την ΕΚΤ – εκκρεμεί ακόμη η τελική απόφαση. Μόλις πρόσφατα, η Scope αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα και στο BBB- (με σταθερές προοπτικές). Εάν η Scope αναγνωριστεί από το Ευρωσύστημα, τότε για την Ελλάδα δεν θα είναι πλέον απαραίτητη η εξαίρεση για τις απαιτήσεις των collaterals.
Όσο καλές και αν είναι οι πιθανότητες της Ελλάδας να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, η DZ Bank αναμένει ότι ο αντίκτυπος μιας αναβάθμισης στην αγορά θα είναι περιορισμένος. Η πορεία των ελληνικών ομολόγων ήταν πολύ ισχυρή τους τελευταίους μήνες, γεγονός που αντανακλά το ότι η επενδυτική βαθμίδα πρέπει να είναι σχεδόν πλήρως αποτιμημένη. Τα spreads διαπραγματεύονται επί του παρόντος κοντά στα χαμηλά τους από την κρίση του ευρώ. Το risk premium δεκαετίας διαπραγματεύεται επί του παρόντος σε κάτι λιγότερο από 130 μονάδες βάσης.
Συγκριτικά, το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2010 είναι οι 100 μονάδες βάσης και επιτεύχθηκε την άνοιξη του 2021. Και σε ότι αφορά το σύνολο της περιφέρειας της ευρωζώνης, η Ελλάδα τα πάει επίσης πολύ καλά. Σχεδόν ολόκληρη η καμπύλη των ελληνικών ομολόγων διαπραγματεύεται τώρα πολύ κάτω από την αντίστοιχη των ιταλικών, και η ισπανική καμπύλη δεν είναι επίσης πολύ μακριά, ανάλογα τη διάρκεια. Ακόμη και αν επιτευχθεί η επενδυτική βαθμίδα, τα ελληνικά ομόλογα συγκαταλέγονται επομένως μεταξύ των πιο ακριβών στη σύγκριση της Νότιας Ευρώπης.
Επομένως, η DZ Bank συνιστά στους επενδυτές να μην κτίσουν περαιτέρω θέσεις σε ελληνικά ομόλογα, αλλά να διατηρήσουν τις τρέχουσες. Μεγάλο μέρος του ράλι λόγω επενδυτικής βαθμίδας έχει ήδη καταγραφεί. Ωστόσο, οι επενδυτές μπορούν ακόμα να περιμένουν προτού κατοχυρώσουν τα κέρδη τους καθώς υπάρχει μικρό περιθώριο για περαιτέρω μικρή βελτίωση – αλλά το ράλι είναι απίθανο να συνεχιστεί.