Ελλάδα: 1,7 δισ. τα έσοδα από τις συνεδριακές εκδηλώσεις
“Ως το διαμάντι του ελληνικού τουρισμού που δεν έχει ακόμα αξιοποιηθεί” χαρακτήρισε τον συνεδριακό τουρισμό η πρόεδρος του συνδέσμου επαγγελματιών οργανωτών συνεδρίων ( Hellenic Association of Professional Congress Organizers ) Σίσυ Λυγνού, σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σήμερα σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.
Στην παρουσίαση της, η κυρία Λυγνού ανέδειξε τη συνεισφορά των συνεδριακών εκδηλώσεων στα τουριστικά μεγέθη της χώρας. Μάλιστα για το 2022 τα τουριστικά έσοδα από τον συνεδριακό τουρισμό υπολογίζονται σε 1,7 δισ ευρώ, ενώ για το 2023 διάχυτη είναι η αισιοδοξία για μια νέα εξαιρετική χρονιά.
Σε δήλωση της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Λυγνού εξήγησε ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια ενίσχυσης του συνεδριακού-επαγγελματικού τουρισμού αναφέροντας, μάλιστα, ότι αυτός συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα τόνισε ότι η συγκεκριμένη μορφή τουρισμού είναι αναξιοποίητη γιατί δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί η αξία του και η συμβολή του. “Προσκαλούμε εξειδικευμένο κοινό από το εξωτερικό, που με τη σειρά του είναι πρεσβευτές του ελληνικού τουρισμού στο εξωτερικό και την ίδια στιγμή δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας”.
Για το 2023 τα μηνύματα, όπως είπε η κυρία Λυγνού, είναι πολύ θετικά και κάλεσε και την πολιτεία να συνδράμει άμεσα στην προβολή της χώρας και ως συνεδριακό τουρισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος συνεδριακός χώρος της Αθήνας, το Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σημείωσε ρεκόρ συνεδρίων το 2022, ενώ για το 2023 εκτιμάται ότι θα κινηθεί και πάλι ανοδικά.
Βασικό αίτημα του συνδέσμου παραμένει η υλοποίηση ενός σύγχρονου συνεδριακού κέντρου στην Αθήνα, χωρητικότητας άνω των 5.000 θέσεων, αλλά και η δημιουργία μητρώου συνεδρίων. Με το μεν συνεδριακό κέντρο θα επιμηκυνθεί σοβαρά η τουριστική σεζόν στην Αθήνα, με το δε μητρώο, θα υπάρξει καταγραφή στοιχείων που θα ενισχύσουν σοβαρά το σύνδεσμο να κινηθεί με στοχευμένα σχέδια δράσης, όπως τονίστηκε. Τέλος η εξάλειψη του ΦΠΑ για την οργάνωση των συνεδρίων κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για τον σύνδεσμο, αφού ήδη ανταγωνιστικές χώρες, Πορτογαλία, Ισπανία, τον έχουν ήδη καταργήσει.