Eurobank: Πώς η τουριστική βιομηχανία ενίσχυσε την εγχώρια οικονομία
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην ελληνική οικονομία ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ διπλασιάστηκαν τα τελευταία 7 χρόνια, επισημαίνει στην έκθεσή της «7 ημέρες Οικονομία» η Eurobank.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην ελληνική οικονομία ανήλθαν στα €14,6 δις το 2017 σημειώνοντας ετήσια αύξηση της τάξης του 10,8% ή €1,4 δις. Στην πλευρά της χρέωσης των εξωτερικών συναλλαγών οι ταξιδιωτικές πληρωμές διαμορφώθηκαν στα €1,9 δις μειωμένες κατά -5,0% ή -€100,6 εκατ. σε σύγκριση με το 2016. Βάσει των παραπάνω στοιχείων το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου (το 73,0% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών) αυξήθηκε στα €12,7 δις από €11,2 δις το 2016. Επιπρόσθετα είχε υψηλή συμβολή στην διατήρηση της ισορροπίας των εξωτερικών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας καθώς κάλυψε το 69,3% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών.
Σε ό,τι αφορά στις ταξιδιωτικές εισπράξεις, από 4,3% το 2010 αυξήθηκαν στο 8,2% το 2017. Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει την ενίσχυση της σχετικής βαρύτητας της τουριστικής βιομηχανίας στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Η αύξηση του προαναφερθέντος μεριδίου ήταν αποτέλεσμα της σωρευτικής ανόδου των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 52,2% ή 5,0 δις (μέση ετήσια % μεταβολή 6,4%) και της σωρευτικής μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά -21,4% ή -€48,3 δις (μέση ετήσια % μεταβολή -3,3%). Συνεπώς η ενίσχυση των ταξιδιωτικών εισπράξεων ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ προήλθε κυρίως από την αύξηση του αριθμητή και σε λιγότερο βαθμό από τη μείωση του παρανομαστή, τονίζεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με τη Eurobank, η αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων σε όρους επιπέδων (όχι ως ποσοστό του ΑΕΠ) ερμηνεύεται αποκλειστικά από την άνοδο της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης (αποτέλεσμα κλίμακας). Πιο αναλυτικά, ο αριθμός των επισκεπτών κυριολεκτικά διπλασιάστηκε μέσα σε 7 χρόνια και από 15,0 εκατ. άτομα το 2010 ανήλθε στα 30,2 εκατ. το 2017 (ποσοστιαία αύξηση 101,0% ή μέση ετήσια % μεταβολή 10,6%). Από την άλλη πλευρά, η συνιστώσα της δαπάνης ανά ταξίδι συρρικνώθηκε κατά -24,3% ή -€155,4 (μέση ετήσια % μεταβολή -3,8%). Συνεπώς η ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των επισκεπτών υπεραντιστάθμισε την ποσοστιαία μείωση της δαπάνης ανά ταξίδι και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Επιπλέον, η πτώση της δαπάνης ανά ταξίδι ήταν προϊόν της μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής ανά ταξίδι. Συγκεκριμένα, οι διανυκτερεύσεις ανά ταξίδι μειώθηκαν κατά -24,2% ή -2,3 μέρες, ήτοι από 9,3 μέρες το 2010 στις 7,1 μέρες το 2017 (μέση ετήσια μεταβολή -3,8%). Η δαπάνη ανά διανυκτέρευση παρέμεινε σχεδόν στάσιμη και διαμορφώθηκε στα €68,5 από €68,6 το 2010. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πορεία που ακολούθησε η μεταβλητή της δαπάνης ανά διανυκτέρευση δεν ήταν καθόλου ομαλή. Επί παραδείγματι, από τα €68,6 το 2010 αυξήθηκε στα €75,1 το 2015 (+9,6%) προτού συρρικνωθεί στα €68,3 το 2016 (-9,1%). Συνεπώς η πτώση της δαπάνης ανά ταξίδι των επισκεπτών που ήρθαν στην Ελλάδα τα τελευταία 7 χρόνια ήταν αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του χρόνου διαμονής τους και όχι της ημερησίας δαπάνης τους.
Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων εξάγονται τα παρακάτω συμπεράσματα:
1ον τα τελευταία 7 χρόνια η σχετική βαρύτητα της τουριστικής βιομηχανίας στην εγχώρια οικονομία ενισχύθηκε σημαντικά. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις όπως αυτές καταγράφονται από την ΤτΕ αυξήθηκαν από 4,3% ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ το 2010 στο 8,2% το 2017. Η εν λόγω μεταβολή προήλθε σε μεγαλύτερο βαθμό από την άνοδο των ταξιδιωτικών εισπράξεων και σε μικρότερο από τη μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ.
2ον η άνοδος των ταξιδιωτικών εσόδων ήταν προϊόν αποτελέσματος κλίμακας, δηλαδή αύξησης των επισκεπτών (+15,0 εκατ. άτομα). Η δαπάνη ανά ταξίδι κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση παρουσιάζοντας σωρευτική πτώση -24,3% (-€155,4).
3ον η μείωση της δαπάνης ανά ταξίδι ήταν αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της μέσης διάρκειας ανά ταξίδι. Η ημερήσια δαπάνη παρέμεινε οριακά στάσιμη.
4ον κάνοντας την υπόθεση ότι υπάρχει ένας φυσικός περιορισμός ως προς τον μέγιστο αριθμό επισκεπτών και διανυκτερεύσεων (χρόνος διαμονής) που μπορεί η ελληνική οικονομία να προσεγγίσει (χώρος: η γεωγραφική έκταση της Ελλάδος καλύπτει μια περιοχή 131.957 τετραγωνικών χιλιομέτρων, 13.600 χιλιομέτρων ακτογραμμής και 6,0 χιλιάδων νησιών και νησίδων εκ των οποίων τα 227 είναι κατοικήσιμα, χρόνος: ένα έτος έχει 365 μέρες), εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η διαρκής αύξηση των ταξιδιωτικών εσόδων τουλάχιστον σε ότι αφορά τη μακροχρόνια περίοδο μπορεί να προέλθει μόνο από τις συνιστώσες της δαπάνης ανά ταξίδι και της δαπάνης ανά διανυκτέρευση.
Δηλαδή σε πρώτη φάση θα πρέπει να ενισχυθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των ομολογουμένως υψηλών δυνατοτήτων επέκτασης της τουριστικής βιομηχανίας σε όρους χώρου, π.χ. περισσότερες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις κ.α., και χρόνου π.χ. επέκταση της τουριστικής περιόδου κ.α., ωστόσο αυτό θα πρέπει να γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για διαρκή αύξηση της δαπάνης ανά επισκέπτη στη μακροχρόνια περίοδο. Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί μακροπρόθεσμη πρόκληση για το ελληνικό τουριστικό προϊόν.
Σημειώνουμε ότι όσο τα κατά κεφαλήν εισοδήματα παγκοσμίως ακολουθούν τη μακροχρόνια τάση τους (ανοδική), η συνιστώσα της δαπάνης ανά επισκέπτη δεν υπόκειται σε κάποιον φυσικό περιορισμό.