Eurovision 2025: Ας πάμε… «Παράδεισο»
Βρέθηκα, φίλοι μου, σε ένα ακόμη παραλήρημα προετοιμασίας για τη Μεγάλη Γιορτή: το αιώνιο παζάρι της Eurovision, εκεί όπου πωλείται τρέλα, όνειρο, μανία και –ενίοτε– αρμονία. Η αρένα μοιάζει με αλλόκοτο παζάρι γεμάτο χορούς, φώτα, κρότους, βαβούρα. Στη γωνία ένας στρατός μπαλαντοτραγουδιστών αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισε να γράψει τη μοίρα του σε ήσυχες μελωδίες. Βηματίζουν σαν προβληματισμένοι ποιητές, πιστεύοντας πως η συναισθηματική καθήλωση θα ανοίξει τα ουράνια κι οι κριτές θα πέσουν στα γόνατα.
Οι σιωπηλοί ρομαντικοί
Πρώτα-πρώτα, έχω τρεις διαφορετικές αποχρώσεις από μπαλάντες. Η μία θυμίζει δραματικό σενάριο με κλιμακώσεις που περιμένεις ότι θα σε βομβαρδίσουν με βιολιά, αλλά τελικά μένεις να ακούς μια όμορφη φωνή να πασχίζει να ξεχωρίσει. Η δεύτερη είναι τόσο φορτισμένη ψυχολογικά που σε κάνει να θες να στείλεις στο τραγουδιστή ένα πακέτο χαρτομάντηλα, μάλιστα αμέσως· όμως, για λόγους που ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν αντιλαμβάνονται, δεν βρίσκει ποτέ το κουμπί να απογειώσει τον ακροατή. Απλώς κάθεται εκεί, συναισθηματικότατη, αλλά κάπως… επίπεδη. Και, τέλος, μια τρίτη που μοιάζει σαν σουηδικό ενθύμιο – όλα προσεγμένα, στρογγυλεμένα, «βορειοευρωπαϊκά» λες και βγήκε από εργοστάσιο. Σαν να ακούς ένα μαγευτικό κουτί μουσικής όπου, ναι μεν, όλα είναι ωραία, αλλά ποιος θυμάται ένα συνηθισμένο κουτί μουσικής μετά από δυο-τρία λεπτά;
Είμαι λάτρης των ωραίων φωνών, δεν το αρνούμαι. Μα εδώ φαίνεται πως οι «ήρεμοι ποιητές» βγήκαν στη σκηνή γυμνοί από συναίσθημα ή, καλύτερα, χωρίς εκείνο το παρανοϊκό πάθος που μετατρέπει μια μπαλάντα σε εμπειρία ζωής. Ας είμαστε ειλικρινείς: στη σκηνή αυτή, αν δεν συμπληρωθεί η αισθαντική φωνή από κάποια θεατρικότητα, από ένα σκηνικό τρικ που να μαγνητίζει, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Οι ντισκοποπ επαναστάτες
Λίγο παραπέρα, στην άλλη πλευρά του παζαριού, ακούγονται μπουζουκοκρουστά, ηλεκτρονικές μπότες, παραδοσιακές φλογέρες μπλεγμένες με beat, κάτι σαν πίστα σε νησιωτικό πανηγύρι που συνεργάζεται με κλαμπ της Ίμπιζα. Μερικά κομμάτια φλερτάρουν με παράξενους ρυθμούς: μία πρόταση μπαινοβγαίνει σε διαφορετικές γλώσσες σαν τρελό ελαφάκι, προσπαθώντας να σου δείξει «κοίτα, είμαι εθνικό, είμαι και urban!». Ο ενθουσιασμός ξεχειλίζει και δεν θα σε άφηνε αδιάφορο, αν δεν ένιωθες κάπου ότι χάνεται η ροή – εκεί που λες «έχουμε χορό!» φεύγει σε στάση «χαθήκαμε στη μετάφραση». Άλλο κομμάτι κάνει άλμα στον ψηφιακό αιώνα, ένα mix & match ήχων τέκνο και παραδοσιακών στοιχείων, λες και ο DJ βγήκε σε οδοιπορικό στην ελληνική επαρχία και μετά κάθισε στα decks. Φαντάσου πολύχρωμα φώτα, καπνούς, θυμιάματα και μια φωνή που σε προσκαλεί να λικνιστείς κι ας μην καταλαβαίνεις ακριβώς το γιατί. Η ντισκομπάλα βέβαια συμπαθά τους τολμηρούς, μα σπάνια χαρίζει πρωτιές σε εκείνους που φωνάζουν «είμαι μόνο για την πίστα». Στη Eurovision θέλει και λίγο (ή πολύ) θέαμα. Ή αστραφτερό show ή μια κλασική κάππαρη, ξύδι και αλάτι.
Στη συνέχεια, ακούς άλλη μια σύνθεση τύπου «καλοδιάθετης pop», χαρούμενη, με ζωντάνια, σε φωνάζει να χοροπηδήσεις σαν να βρίσκεσαι σε neon pool party. Ανάλαφρη, ευχάριστη, μα εύθραυστη στον χρόνο – βγαίνεις από τη σάλα και σου διαφεύγει ο σκοπός. Τέτοια τραγούδια κάθε χρόνο μπορεί να κατακλύζουν τα ακουστικά μας, αλλά δύσκολα γίνονται σημαία σε κάτι τόσο ανταγωνιστικό όσο ο Μεγάλος Τελικός.
Ο ήχος της πατρίδας
Και έπειτα συναντώ κι εκείνη την ομάδα που παίρνει ατόφια την ελληνική ψυχή, την τυλίγει σε ηλεκτρονικά στρώματα ή μοντέρνες παραγωγές κι επιχειρεί να αγγίξει κατευθείαν την καρδιά των Ελλήνων (και, ιδανικά, των Ευρωπαίων). Μια πρόταση παντρεύει την παραδοσιακή μελωδία με έγχορδα, γλυκό ηλεκτρονικό vibe και στίχο σε καθαρά ελληνικό φόντο. Νιώθεις μια νοσταλγία για το παρελθόν και έναν ηλεκτρικό ρομαντισμό για το παρόν. Άλλη πρόταση φέρνει τον Πόντο στη 2020s εποχή – δυνατή ιδέα, αν έχεις την αίσθηση πως το κοινό διψάει για ελληνική λύρα και μοντέρνα ρυθμικά. Μερικές φορές, όμως, αναρωτιέσαι κατά πόσο ένα αμιγώς παραδοσιακό στοιχείο αρκεί για το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Το κόλπο είναι να το σερβίρεις σαν βουτιά στην πιο πηγαία ταυτότητά σου, να φωτίσεις ολόκληρη τη σκηνή με ελληνική αύρα κι όχι απλώς να πεις «μα εδώ ακούγεται ένα παραδοσιακό όργανο, είμαι αυθεντικός».
Είναι τότε που ξεχωρίζεις εκείνο το κομμάτι που πληροί σχεδόν όλα τα κριτήρια: συναισθηματική παλέτα, ηλεκτρονική πινελιά, διακριτική λαϊκή νότα, νοσταλγικό συναίσθημα. Έχει και μια αύρα που θυμίζει παλιά καλή συνταγή του ελληνικού ήχου σε σύγχρονο περιτύλιγμα. Συνήθως αποδεικνύεται αρκετά δυνατό να τραβήξει το ενδιαφέρον – αρκεί να το στηρίξει ένας μοναδικός ερμηνευτής.
Το δίδυμο που επιστρέφει με νοσταλγία
Ωστόσο, ανάμεσα σε όλα αυτά τα ηχοχρώματα, τις φωνές, τις εναλλαγές, υπάρχει μια φρέσκια-ρετρό πρόταση που σου θυμίζει συμμετοχές άλλων δεκαετιών: μια μελωδία που από την πρώτη νότα σου φέρνει στο μυαλό όλα τα κλασικά trademarks της ελληνικής γιουροβιζιονικής κληρονομιάς. Δυο ερμηνευτές, με φωνές που σε παραπέμπουν σε παραστάσεις ένδοξων χρόνων, όταν η λαϊκή νοσταλγία και η ποπ ευαισθησία συνυπήρχαν και έβαζαν φωτιά στη σκηνή – όχι με πυροτεχνήματα αλλά με το αληθινό νταλκαδιασμένο πάθος που μοιράζεται το ελληνικό D.N.A. Αυτό –θα έλεγα ψιθυριστά– μπορεί να είναι το χρυσό διαβατήριο.
Ναι, γιατί, κακά τα ψέματα, η Eurovision είναι μια σκηνή γεμάτη ακραίες εμφανίσεις, εκκεντρικότητες και εμπορευματοποιημένο θέαμα. Για να ξεπεράσεις τα fire shows, τα παράξενα κουστούμια και τις βουτιές σε synth-electro, έχεις δύο επιλογές: ή γίνεσαι πιο ακραίος (ένα μονοπάτι αμφίβολης τύχης, αφού πάντα θα βρεθεί κάποιος πιο έξαλλος από σένα) ή χτυπάς το φιλότιμο εκεί που πονάει· στις ρίζες σου, στην ταυτότητά σου. Κι αυτή η συγκεκριμένη νοσταλγική σύνθεση, που υπογράφεται από γνώριμες φωνές και καλλιτέχνες με πολλά «ένσημα» στο είδος, φέρει τη στάμπα της ελληνικής κουλτούρας τόσο αυθεντικά, που σε κολλάει στον τοίχο. Στο κάτω-κάτω, όλη η ουσία είναι να κοιτάξουν οι Ευρωπαίοι κι από την κλειδαρότρυπα της μουσικής μας ιστορίας, να πιάσουν ρυθμό από τα λόγια μας, να δουν τις γέφυρες με το παρελθόν και να χορέψουν οικειοθελώς στο μέλλον μας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, από τα χαριτωμένα pop ντιριντάχτα, τις μπουχτισμένες μπαλάντες και τις εκρηκτικές ηλεκτροπαραδοσιακές πινελιές, διαλέγω αυτό το ξεκάθαρα «νοσταλγικό» κομμάτι. Μου θυμίζει τον λόγο που η Ελλάδα άγγιξε πολλές φορές τις καρδιές των Ευρωπαίων: δεν είναι το εξωτικό, δεν είναι το φολκλόρ, είναι η αβίαστη έκφραση μιας κουλτούρας με γλέντι, συναίσθημα και λίγη αυθόρμητη τρέλα. Μπορεί το στήσιμο να μοιάζει βγαλμένο από προηγούμενες εποχές – όμως στο τέλος της ημέρας, αυτό θα τους κολλήσει στη μνήμη και θα ενώσει το κοινό σε μια ανάμνηση τύπου «μα, ναι, αυτό είναι Ελλάδα!».
Έτσι, ας φωνάξουμε τις προυπόθέσεις που θεωρούμε απαραίτητες: Σκηνικό αξιοπρεπές, φωνές με μέταλλο, μια αγκαλιά παρεΐστικη πάνω στη σκηνή και λόγια που βγάζουν τις ρίζες μας μπροστά. Χωρίς να κυνηγάμε υπερβολές και τερτίπια, αλλά με ξεκάθαρο μήνυμα: αυτό είμαστε – η Ελλάδα της ζωντάνιας και του ρομαντισμού. Και όταν στο φινάλε κάποιος ψιθυρίσει: «Νιώθω σαν να ξαναζώ τις καλύτερες εποχές της ελληνικής συμμετοχής», τότε θα ξέρουμε πως στο βωμό του νέου, καταφέραμε να κερδίσουμε με το αθάνατο δικό μας παλιό. Και, μεταξύ μας, αυτό είναι το πιο τίμιο βραβείο… να βλέπεις τον κόσμο να χορεύει στην γιορτή της Eurovision, με αίσθηση ότι τον καλωσόρισες στον δικό σου «Παράδεισο». Γιατί εκεί κρύβεται, τελικά, η νίκη: στην ελληνική ψυχή.
Άκης Λιάντζουρας, της AWGMeta