Έβαλε ο Θεός σημάδι…
Του Άκη Λιάντζουρα
Το 1980 ήμουν μαθητής της 4ης Δημοτικού, στον Μασταμπά, στο τελευταίο σπίτι πριν από το νταμάρι, αν το θυμούνται οι παλιοί. Εκεί, κάτω από τη σκόνη και τον ήλιο, οι δρόμοι μας μύριζαν χώμα και ιδρώτα, γεμάτοι με τα όνειρα παιδιών που κυνηγούσαν μικρές χαρές.
Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας να πουλάνε κάτι κάρτες στα μίνι μάρκετ. Ένα κομμάτι χαρτί που, αν ήσουν τυχερός, σου χάριζε ένα δώρο. Το μεγαλύτερο από όλα ήταν ένα πατίνι. Λαμπερό, μεταλλικό, κόκκινο, ένα σύμβολο ελευθερίας.
Είχα εθιστεί, όπως και όλα τα παιδιά στη φτωχογειτονιά μας, κάτω από το νταμάρι. Μαζεύαμε δραχμή τη δραχμή, κάθε κέρμα βαρύτερο από την ίδια την ελπίδα μας. Οι γονείς μας δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτή τη συνήθεια. «Τυχερά» τα έλεγαν, μα η τύχη για εκείνους ήταν κάτι που έπρεπε να κερδίζεις με ιδρώτα, όχι με κλήρωση.
Κι όμως, μια μέρα μετά το σχολείο, άνοιξα μια κάρτα και… τσουπ. Κέρδισα το πατίνι. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα πως θα πεταχτεί έξω. Το άρπαξα και ανηφόρισα τρέχοντας προς το σπίτι, με τα παιδιά της γειτονιάς ξοπίσω μου, γελώντας και φωνάζοντας. Το δώρο είχε πέσει στη γειτονιά μας. Ήταν δικό μας.
Μόλις έφτασα, άνοιξα την πόρτα λαχανιασμένος, κρατώντας το πατίνι σαν τρόπαιο. Μα αντί για χαμόγελα, είδα τη μάνα μου, την κυρά Κωστούλα, να κλαίει απαρηγόρητη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, τα χέρια της τρεμάμενα. Δεν πρόσεξε το πατίνι, ούτε το χαμόγελό μου. Νόμιζα πως έκλαιγε γιατί είχα χαλάσει το χαρτζιλίκι μου στα “τυχερά”, παρά την απαγόρευσή της.
Έπεσα στα γόνατα, τα δάκρυά μου ανακατεύτηκαν με τα δικά της. «Μπορούμε να πουλήσουμε το πατίνι, μαμα! Θα πάρουμε πίσω τα λεφτά! Δεν το ήθελα έτσι!» Ήταν τα λόγια ενός δεκάχρονου παιδιού που νόμιζε πως μπορούσε να διορθώσει τον κόσμο αν απλώς επέστρεφε ένα δώρο.
Όταν κατάλαβε τι νόμιζα, με τράβηξε κοντά της και μου εξήγησε. «Δεν κλαίω για το πατίνι, παιδί μου. Πέθανε ο Αρχάγγελος της Κρήτης.»
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα με απορία.
Έβαλε στο κασετόφωνο ένα τραγούδι. “Έβαλε ο Θεός σημάδι”. Οι νότες γέμισαν το δωμάτιο, διαλύοντας τη χαρά μου και γεμίζοντας την καρδιά μου με κάτι άγνωστο, βαρύ. Καθώς έπαιζε το τραγούδι, ακούστηκαν μπαλοτιές έξω. Οι φωνές της γειτονιάς, άλλοτε γεμάτες ζωντάνια, τώρα θρηνούσαν με έναν τρόπο που μόνο η κρητική παράδοση γνωρίζει. Ήταν ένα πένθος που έμπαινε στα κόκαλα, όχι μόνο στην ψυχή.
Για μέρες, ο αέρας μύριζε λύπη. Τα εισιτήρια για το καράβι εξαφανίστηκαν, ο κόσμος έτρεχε να προλάβει την κηδεία. Θυμάμαι τον θείο μου να εξηγεί στη μάνα μου πώς θα ανέβαινε λαθρεπιβάτης, τόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη του να αποχαιρετήσει τον Νίκο Ξυλούρη. Τον Αρχάγγελο που τραγουδούσε για τις χαρές και τις λύπες μας.
Έτσι έζησα τον θάνατο του Ξυλούρη. Μέσα σε μια μέρα που ξεκίνησε με πατίνι και τελείωσε με την αίσθηση πως κάτι σπουδαίο χάθηκε για πάντα. Ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τη θνητότητα ενός θρύλου, κρυμμένη ανάμεσα σε παιδικά όνειρα και την απώλεια ενός ανθρώπου που, χωρίς να τον ξέρω, σημάδεψε την καρδιά μου για πάντα.