Φοβάμαι τον φόβο
«Αν έχεις τύχη διάβαινε». Γι’ αυτό θα γράψω μερικές γραμμές πάλι σήμερα. Για κάποιο λόγο, που δεν γνωρίζω, στην ανάστατη ζωή μου, βίωσα πολύ έντονα το παράδοξο. Και είμαι σίγουρος γι’ αυτά που τολμώ να σου γράψω.
Νοιώθω πως, είμαι ένας από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Του ορυμαγδού. Ήρθε πολλές φορές αυτός με το δρεπάνι και αντί για μένα που κυαλάριζε από την πρώτη στιγμή πήρε έναν, έναν τους φίλους μου κι έμεινα μονάχος να τον περιμένω. Στάθηκα πολύ τυχερός μέσα στην ατυχία μου. Δεν ξέρω πόσο καλό ή κακό είναι αυτό, να ζεις επικινδύνως με τόση αδρεναλίνη, τέτοια αγωνία, αβεβαιότητα, τόσο φόβο. «Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο». Γι’ αυτό δεν θα σε κακιώσω αν με καταγγείλεις για μοιρολάτρη, ανόητε. Καρφάκι δεν μου καίγεται.
«Πήγε στον Άγιο Πέτρο και γύρισε». Για την ύστατη, τη σωτήρια τύχη μέσα στην αδιανόητη ατυχία, για την τύχη της τελευταίας στιγμής, το σημερινό σημείωμα. Για τις απίθανες ιστορίες ανθρώπων που έγιναν ταινίες, μυθιστορήματα, μέχρι και διδακτορικές διατριβές. Για εκείνους που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο αεροπλάνο που έπεσε, στο πλοίο που βυθίστηκε, στο τρένο που εκτροχιάστηκε, στο κτήριο που βομβαρδίστηκε και ήταν οι μοναδικοί επιζώντες. Κι αν αυτό δεν συνέβη μία, αλλά πολλές φορές, αν συμβαίνει συνέχεια; Ποια λογική μπορεί να το εξηγήσει; Έχασαν το αεροπλάνο που έπεσε την τελευταία στιγμή. Από μια γκαντεμιά, μια αλυσίδα συμπτώσεων, γλίτωσαν σαν κάποιος να μην τους επέτρεπε να προλάβουν το τρένο από την Θεσσαλονίκη. Γλιτώνουν πάντα από του χάρου τα δόντια. Λες και έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Πεθαίνουν από βαθειά γεράματα. Καρκινοπαθείς που δεν τους έδινε κανείς περισσότερο από ένα χρόνο ζωής. Ζουν και βασιλεύουν. Και «τον πιο μεγάλο βασιλιά η γη θα τον εφάει». Πότε; Ποιος ξέρει; «Όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει»; Θυμάσαι εκείνον που πνίγηκε στο ναυάγιο της Πάρου, αφού επιβίωσε από τα αεροπορικά ατυχήματα;
Το πιο ασφαλές μέσο μετακίνησης δεν είναι πλέον το τραίνο, αλλά το αεροπλάνο. Περισσότερες είναι οι πιθανότητες, λένε, να πέσει ο ουρανός να σε πλακώσει από το να φύγεις, να πας αλλού, με αεροπορικό δυστύχημα. Αν όμως είσαι ήδη στο αεροπλάνο που πέφτει, «μέσα από την κάλπη τη στατιστική, σε κοιτάζει ο Χάρος και του τρέχουνε τα σάλια». Μέχρι και στη Θεωρία των Πιθανοτήτων του Αλμπέρτου υπάρχει η εξαίρεση για να επιβεβαιώσει τον κανόνα. Είναι γεγονός πως ξεκοκάλισες τον διπλανό σου και γλύτωσες στο αεροπορικό ατύχημα της Ουρουγουάης, επιβίωσες στην πτώση των Δίδυμων Πύργων και βγήκες την 28η μέρα από τα ερείπια της Αντιόχειας, αυτό δεν σε εξασφαλίζει όμως από μια απίθανη σύγκρουση των συρμών στο Μετρό της Νέας Υόρκης.
Φοβάσαι. Το ξέρω. Και σε δικαιολογώ. Όλοι όσοι φοβούνται είναι δικαιολογημένοι. Ο άνθρωπος δεν έχει φτερά, είναι αφύσικο να πετάει στον ουρανό ασφυκτιώντας μέσα σ ένα σιδερένιο πουλί, ένα τρένο-βολίδα, το καταμαράν της τρικυμίας που το οδηγεί άλλος. Ποιος είναι αυτός ο άλλος; Κι αν μόλις έχει βρει τη γυναίκα του, μετά από 20 χρόνια ευτυχισμένου γάμου, με τους δύο πατωματζήδες, γυρίζοντας σπίτι, πει «δεν έχει νόημα πια η ζωή» και το ρίξει στις Άλπεις; Δεν το έριξε; Τον έλεγχο θέλεις, άρα. Το τιμόνι δικό. Να είσαι εσύ ο κλειδούχος. Κι ας μην ξέρεις να οδηγείς ελικόπτερο. Αρκεί να μπορείς να διαγράψεις το τέλος σου μόνος σου. Στα μαγαζιά δεν μπαίνεις μέσα, μέσα. Στη πόρτα στέκεσαι και το ασανσέρ το αποφεύγεις τελευταία. Είσαι ο σπόνσορας του ψυχίατρου για να κάνει διακοπές στην Μύκονο. Ούτε τα Ζάναξ δεν φτουράνε πλέον. Η κρίση πανικού είναι το μεγαλείο σου. Ας ξέρεις καλύτερα απ’ όλους ότι εκεί που περπατάς, το πιθανότερο για σένα είναι να πέσει ένα κεραμίδι να σου ανοίξει το κεφάλι. Από εκεί που δεν το περιμένεις θα την βρεις. Μεγαλειότατε.
Είμαι φοβοφοβικός. Φοβάμαι τον φόβο. Και όσους φοβούνται. Δεν υπάρχει ασφάλεια. Ακόμη και να κλειστείς σπίτι σου, μπορεί να γίνει μεγάλος σεισμός και να σου πέσει το ντουβάρι στο κεφάλι. Ετσι το ξεπέρασα. Φεύγω και λέω στον εαυτό μου: «Όταν φτάσεις πάρε με». Τι νόημα έχει να συνδιαλέγομαι συνέχεια με μένα δεν ξέρω. Για ένα είμαι σίγουρος, όπως και εσύ. Πως όσα συμβαίνουν γύρω μας, μέσα μας, δεν γίνεται να εξηγούνται με την κοινή λογική. Ζήσαμε και οι δύο μια ζωή που την καθόριζαν οι νόμοι του Μέρφι. Ποιος είναι αυτός, τι είναι αυτό, που με κρατάει από μια κλωστή και ηδονίζεται όταν βασανίζομαι από τα πολλαπλά αρνητικά του τζακ-ποτ; Γιατί πιστεύω πως γι’ αυτό δικαιούμαι να κερδίσω όλα τα λεφτά στο Τζόκερ; Διάβασα μια διδακτορική διατριβή ενός τυπάκου, που μελέτησε την ζωή όσων κέρδισαν τον πρώτο λαχνό. Ο ένας αγόρασε μια Πόρσε στον γιό του και στουκάρισε, ο άλλος έπαθε καλπάζουσα λευχαιμία. Η τεράστια τύχη, συνήθως φέρνει φοβερή ατυχία και τούμπαλιν. Αυτή είναι η εμπειρική διαπίστωση του διδάκτορα κι ας μην βρίσκει θεωρητικά πατήματα για να την τεκμηριώσει.
«Όλα θα πάνε καλά», λέει ο μέσος άνθρωπος, σαν ευχή, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αλλά, τις περισσότερες φορές και κυρίως στο τέλος, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Απαισιόδοξοι είναι όλοι οι καλά ενημερωμένοι αισιόδοξοι. Ο κόσμος το πρώτο που ζητάει είναι ασφάλεια. Και το «αν θες ασφάλεια, γίνε ασφαλίτης», δεν τον διασκεδάζει. Στρέφεται στη μεταφυσική με πιο προσιτή επιλογή τις θρησκείες. Κι όταν σκοτώνεται το παιδί του, ψάχνει να βρεί τι κακό έχει κάνει και τον τιμώρησε ο Θεός του. Αναζητά την ασφάλεια στην επιστήμη, στην τεχνολογία και οπωσδήποτε στην πολιτική. Όποιος καταφέρει να πουλήσει τη μεγαλύτερη ασφάλεια, θα κερδίσει. Η ασφάλεια εννοιολογείται κατ’ αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης με την ελευθερία, ωσάν τα δύο μεγέθη να τελούν σε διαρκή εγγενή αλληλεξουδετέρωση. Αλλά, πόση ελευθερία έχει ο καθένας απέναντι στην τύχη του; Όταν η τυχαιότητα είναι απλώς η μέθοδος που χρησιμοποιεί το χάος για να επιβάλει την, αδιανόητη σε μας, συλλογιστική του.
Δεν υπάρχει τύχη, ούτε ασφάλεια. Τα πάντα όλα είναι μόνο λόγια παρηγοριάς. Γι’ αυτό, πάμε κι όπου βγεί. Πάρε με όταν φτάσεις. «Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ’ αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι οι χήρες κονομιούνται».