Γραφείο Προϋπολογισμού: «Τα υπερ-πλεονάσματα και το μέρισμα βλάπτουν την ανάπτυξη της οικονομίας»!
«Γραμμή Μητσοτάκη» υιοθετεί πλέον το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθώς στα πορίσματά του χρησιμοποιεί μεγάλο μέρος από την αντιπολιτευτική επιχειρηματολογίας της Νέας Δημοκρατίας.
Στην έκθεση αξιολόγησης του κρατικού προϋπολογισμού του 2018, την οποία συνέταξε πρόσφατα και ανακοίνωσε το μεσημέρι της Πέμπτης, το Γ.Κ.Π.Β. ασκεί αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση επειδή πέτυχε τα δύο τελευταία χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από τους στόχους του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και, βάσει αυτών, … τόλμησε να εγκρίνει και πέρυσι και φέτος τη χορήγηση «κοινωνικού μερίσματος» στις οικονομικά ασθενείς ομάδες του πληθυσμού! Όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων και ελάχιστα στη μείωση των δημοσίων δαπανών, ενώ η αναδιανεμητική πολιτική της χορήγησης «κοινωνικού μερίσματος» έχει «δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη» της οικονομίας αφού χρηματοδοτείται μέσω των φόρων! Το Γραφείο παρουσιάζει μάλιστα στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι τα επιτευχθέντα τη διετία 2016-2017 πρωτογενή πλεονάσματα και το προβλεπόμενο για το 2018 πλεόνασμα υπερβαίνουν συνολικά κατά 7,5 δισ. ευρώ τους αντίστοιχους στόχους του εφαρμοζόμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και ανέρχονται αθροιστικά σε 17,9 δισ. ευρώ.
Οι εμπειρογνώμονες του Γ.Π.Κ.Β. επισημαίνουν ότι «η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας των παλαιοτέρων ετών δεν υποβοηθά την οικονομική δραστηριότητα και την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία», καθώς «αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης». Τονίζουν δε ότι «στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους». Συστήνουν επίσης στην κυβέρνηση «να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις μέσω του «κοινωνικού μερίσματος» … «έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων»!
Πιο αναλυτικά, στην έκθεσή της για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2018 η επιστημονική επιτροπή του Γ.Π.Κ.Β. εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων. Τονίζει δε ότι τα υψηλότερα του στόχου πλεονάσματα «συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη». Στη συνέχεια, ωστόσο, χαμηλώνει απότομα τους τόνους της κριτικής σημειώνοντας ότι τα υψηλότερα του στόχου πλεονάσματα «επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».
Όπως τονίζουν όμως λίγο παρακάτω, οι συντάκτες της έκθεσης:
– O συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής. Τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α.)
– Tο ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού αδυνατίζει εν μέρει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο στόχος του προϋπολογισμού είναι να συζευχθεί η «δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη», όπου «υπευθυνότητα», εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής.
– Η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας των παλαιοτέρων ετών δεν υποβοηθά την οικονομική δραστηριότητα και την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δηλαδή αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
– Στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.
– Επίσης και συναφώς, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η όλη σχετική συζήτηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις, μέσω του «κοινωνικού μερίσματος». Μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία, αλλά έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων. Σημειώνεται επίσης ότι τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα.