Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Πλήττει την ανάπτυξη η φοροκεντρική λιτότητα
Τους κινδύνους παραμονής της χώρας σε συνθήκες μόνιμης οικονομικής υπανάπτυξης και υπερχρέωσης αν δεν εγκαταλειφθούν οι λογικές της υπερφορολόγησης και των αντιδράσεων σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς της οικονομίας αλλά και αν δεν αναδιαρθρωθεί το δημόσιο χρέος επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην νέα τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Οι συντάκτες της έκθεσης επαναλαμβάνουν τις προτάσεις τους για στοχευμένες εξοικονομήσεις δαπανών π.χ. στις δημόσιες προμήθειες, τα δημόσια έργα και τις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους και για επανεξέταση των φοροαπαλλαγών, αλλά και για άρση των ασφυκτικών δημοσιονομικών κανόνων που υποχρεώνουν την κυβέρνηση να προσφεύγει σε αντιαναπτυξιακά φοροεισπρακτικά μέτρα για να επιτύχει τους υπερφιλόδοξους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Προειδοποιούν δε ότι:
– Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα (ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία) σύντομα πλησιάζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους!
– Με τις συνεχείς αυξήσεις φόρων πριονίζεται το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται η παραγωγή και η δημόσια οικονομία.
Επισημαίνουν εξάλλου ότι «η χώρα παραμένει υπό αυστηρότερη εποπτεία και οικονομικό έλεγχο από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη («πολυμερής εποπτεία») και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν!»
Τονίζουν ακόμη οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να υποστηριχθούν με δύο τρόπους, που προφανώς δεν εξαρτώνται μόνον από την κυβέρνηση:
(α) Με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών (ώστε οι μεταρρυθμίσεις να έχουν μακροοικονομική στήριξη) και
(β) με την οριστική ρύθμιση του ελληνικού χρέους πέραν των ελαφρύνσεων που αποφασίσθηκαν τον Μάϊο του 2016 στην Ευρωομάδα. Πρόκειται για θέματα, τα οποία έχει θέσει η ελληνική πλευρά στους θεσμούς. Η ικανοποίησή τους θα εξαρτηθεί από την πορεία του προγράμματος προσαρμογής.
Αναλυτικά, τα βασικότερα σημεία της έκθεσης του ΓΠΚΒ έχουν ως εξής:
Η ύφεση συνεχίζεται: Παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του α΄ εξαμήνου 2015 που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου.
Υπερχρέωση: Διαπιστώνεται περαιτέρω ανησυχητική διόγκωση των χρεών των ιδιωτών προς όλους – προς τις Τράπεζες (προβλέψεις για μεγαλύτερη αύξηση των «κόκκινων» δανείων), προς την εφορία (€ 1,1 δισ. ανά μήνα κατά μέσο όρο περίπου το πρώτο οκτάμηνο), τα ασφαλιστικά ταμεία (ανήλθαν σε περίπου € 25 δισ.), ακόμα και προς τη ΔΕΗ. Οι διαστάσεις είναι τέτοιες που το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα (ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία) σύντομα πλησιάζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους!
Δημοσιονομικές εξελίξεις:
α) Ο προϋπολογισμός 2017 έχει υφεσιακό χαρακτήρα.
Η κυβέρνηση συμφώνησε (με το πρόγραμμα προσαρμογής) σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ (2016) και 1,75% του ΑΕΠ (2017). Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα ο στόχος για το 2016 θα επιτευχθεί. Το προσχέδιο Προϋπολογισμού 2017 προβλέπει για το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα 0,63 % του ΑΕΠ (έναντι μνημονιακού στόχου 0,5%) και 1,8% του ΑΕΠ για το 2017 (έναντι μνημονιακού στόχου 1,75% ΑΕΠ)! Με βάση τις προβλέψεις αυτές είναι συνεπώς εφικτό να αποφύγουμε την εφαρμογή του λεγόμενου «κόφτη» το 2017, παρά τις προφανείς δυσκολίες.
Το Προσχέδιο είναι συμβατό με τις μνημονιακές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, αλλά έχει, όπως σημειώσαμε, βραχυπρόθεσμα υφεσιακή επίπτωση σύμφωνα πάντοτε με τη συμβατική ανάλυση: μειώνει τις δαπάνες και επιζητεί να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα. Μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων αναπόφευκτα λειτουργούν υφεσιακά. Αυτά υποκρύπτει η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα.
Βέβαια, το ζήτημα της λιτότητας γίνεται γενικά επίκαιρο όχι μόνον σε συνθήκες ύφεσης, όπως στην Ελλάδα, αλλά και λόγω της ασθενικής μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη, των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Ιταλία αλλά και άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Όμως, ειδικά, η δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα και αλλού θα έπρεπε, θεωρητικά, να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στην αντιμετώπιση της ύφεσης και των κινδύνων δυνητικής στασιμότητας. Και όμως στην Ελλάδα αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές και συγκρατούνται οι δαπάνες του κράτους. Αυτό φυσικά οφείλεται στην κληρονομιά του παρελθόντος (χρέη, κουλτούρα της φοροδιαφυγής, διαφθορά κ.λπ.) αλλά και στους μη ρεαλιστικούς στόχους του Μνημονίου για συνεχή αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2018. Επομένως, τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ!
β) Η λιτότητα είναι φοροκεντρική
Μια ειδικότερη πτυχή σε σχέση με τις υφεσιακές επιπτώσεις του Προσχεδίου είναι το «μείγμα οικονομικής πολιτικής» η σχέση κρατικών δαπανών και φόρων.
Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα για την επίτευξη του στόχου ως προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ σύμφωνα με το τρέχον Πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται για το 2017 οριακή μείωση δαπανών κατά € 78,8 εκατ. και εκτεταμένη αύξηση εσόδων κατά € 2,513 δισ. Όπως έχει επισημάνει το ΓΠΚΒ κατά το παρελθόν, η συντριπτική υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις (και εν γένει οι δημοσιονομικές προσαρμογές που βασίζονται κυρίως σε αυξήσεις εσόδων παρά σε μόνιμες περικοπές πρωτογενών δαπανών), δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση ή περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της.
Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης.
γ) Αναγκαίες οι εξοικονομήσεις δαπανών με συνολική επανεξέταση της κατανομής τους («spending Review»)
Τα περιθώρια για οριζόντιες περικοπές δαπανών έχουν εξαντληθεί. Έτσι, το κέντρο βάρους πρέπει να μετατεθεί στην ανακατανομή φορολογικών βαρών και δαπανών. Και στα δύο ζητήματα αναπτύσσεται αργά κινητικότητα.
Ως προς τα φορολογικά έσοδα: Το ΓΠΚΒ υποστηρίζει από καιρό16 ότι οι ανοδικές τάσεις στη φορολογία πρέπει να αναστραφούν. Άλλωστε προκαλούν νέα προβλήματα στη δημοσιονομική διαχείριση π.χ. οδήγησαν σε αύξηση κατά περίπου € 10,3 δισ. των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο το εννεάμηνο (Ιανουάριος Σεπτέμβριος) του 2016.17 Με τις συνεχείς αυξήσεις φόρων πριονίζεται το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται η παραγωγή και η δημόσια οικονομία. Η αναστροφή των τάσεων από την πλευρά των εσόδων μπορεί να γίνει με την αποτελεσματικότερη περιστολή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και τη ριζική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Τώρα, ως προς την πλευρά των κρατικών δαπανών, σημειώνουμε κατ΄αρχάς ότι η συζήτηση για τις δαπάνες παραμένει ακόμα υποτυπώδης. Συχνά συρρικνώνει το αντικείμενό της σε οριζόντιες μειώσεις των δαπανών του κράτους. Γεγονός είναι ότι οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ κατατάσσονται στις υψηλότερες στην Ευρωζώνη, με 55%, δηλαδή πάνω από τον μέσο όρο της (49%). Αυτό έχει προέλθει φυσικά, πέραν από τη μεγάλη μείωση των δημοσίων δαπανών (σε απόλυτα μεγέθη) και λόγω της μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ. Μόνον σε Φινλανδία και Γαλλία το ποσοστό είναι υψηλότερο.
Το μέγεθος των δαπανών είναι ένας πρόσθετος λόγος για να εξετασθεί σοβαρά και σε βάθος πως μπορούν όχι μόνο να μειωθούν αλλά και να γίνουν φιλικότερες προς την ανάπτυξη ή να υπηρετήσουν κοινωνικούς σκοπούς π.χ. μέσω μιας καλύτερης κατανομής τους. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο η συγκριτική ανάλυση δείχνει ότι χώρες με πολύ χαμηλότερο ποσοστό δαπανών στο ΑΕΠ έχουν πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις (και ποιότητα υπηρεσιών), πράγμα που υποδεικνύει έστω έμμεσα, ότι πρέπει να υπάρχουν περιθώρια για βελτιώσεις στην Ελλάδα με παρόμοια στόχευση. Με άλλα λόγια το ζητούμενο είναι όχι λιγότερο, αλλά καλύτερο κράτος!
Οριζόντιες περικοπές (πχ. μισθών) δεν βοηθούν ιδιαίτερα για πολλούς λόγους. Εν τούτοις μένει πάντοτε ανοιχτό το ζήτημα της κακοδιαχείρισης και της σπατάλης. Συμμεριζόμαστε την υπόθεση πολλών (σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση) ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια για στοχευμένες εξοικονομήσεις δαπανών π.χ. στις δημόσιες προμήθειες, τα δημόσια έργα και τις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους.
Γενικά απαιτούνται συστηματικότερες πολιτικές παρεμβάσεις στην πλευρά των δαπανών στο πλαίσιο μιας συνολικής επανεξέτασης της σύνθεσής τους (spending review), ώστε να επιτευχθούν κατά περίπτωση εξοικονομήσεις ή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δαπανών. Το κλειδί βέβαια για την υπέρβαση των φαύλων κύκλων είναι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις.
Μια διαδικασία σταδιακών αλλαγών στη σύνθεση των δαπανών έχει ήδη αρχίσει, αλλά πρέπει να επιταχυνθεί και να συνδεθεί με άλλες μεταρρυθμίσεις (π.χ. κατάργηση περιττών φορέων του δημοσίου). Ξεχωρίζει η διοχέτευση πόρων από διάφορους κωδικούς στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης. Είναι ένα πρώτο βήμα. Ένα ακόμα θα είναι η εξέταση διαφόρων κωδικών (π.χ. των φοροαπαλλαγών) προκειμένου να εξοικονομηθούν μόνιμοι πόροι για να χρηματοδοτηθεί το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κυρίως από το 2018. Πρόκειται για μια δαπάνη ύψους € 720 εκατ. Δεν δικαιολογείται οικονομικά να χρηματοδοτηθεί το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης με νέους φόρους για να αποφευχθούν οι περικοπές άλλων δαπανών.
Σημειώνουμε ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση συζητά θέματα ανακατανομής των δαπανών στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας εκλογίκευσης αλλά και μείωσής τους και επεξεργάζεται συγκεκριμένες προτάσεις.
Μεταρρυθμίσεις
Το ΓΠΚΒ διαπιστώνει για πολλοστή φορά ότι η χώρα παραμένει υπό αυστηρότερη εποπτεία και οικονομικό έλεγχο από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη («πολυμερής εποπτεία») και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν!
Παρά ταύτα, σε ορισμένες περιοχές πολιτικής μάλιστα αποφεύγονται τομές, που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό π.χ. σε ζητήματα δικαιοσύνης και χωροταξίας, ενώ σε άλλες ανακύπτουν συνεχώς εμπόδια. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται η εντύπωση ότι η χώρα στο μικροεπίπεδο εξακολουθεί να είναι, όπως πριν, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ισορροπίας συμφερόντων, αμετάβλητων συμπεριφορών και συνεχών εμπλοκών που βέβαια δεν εγγυάται μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτή η κατάσταση αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα στις συνεχείς καθυστερήσεις ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για τα προαπαιτούμενα κάθε δόσης του νέου δανείου, που με τη σειρά τους επιβάρυναν το οικονομικό κλίμα, τροφοδότησαν τις επιφυλάξεις για την έκβαση του εγχειρήματος και έτειναν να εξουδετερώσουν εν τέλει τα αναμενόμενα οφέλη από το κλείσιμο των φακέλων.
Γενικά διαπιστώνουμε ότι δεν θεραπεύονται αιτίες και συμπτώματα της θεσμικής αναιμίας, δηλαδή της αδυναμίας της χώρας σε πολλούς τομείς να καθιερώσει και να εφαρμόσει γενικής ισχύος και σταθερούς κανόνες του παιγνιδιού.
Από την άλλη πλευρά, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να υποστηριχθούν με δύο τρόπους, που προφανώς δεν εξαρτώνται μόνον από την κυβέρνηση:
(α) Με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών (ώστε οι μεταρρυθμίσεις να έχουν μακροοικονομική στήριξη) και
(β) με την οριστική ρύθμιση του ελληνικού χρέους πέραν των ελαφρύνσεων που αποφασίσθηκαν τον Μάϊο του 2016 στην Ευρωομάδα. Πρόκειται για θέματα, τα οποία έχει θέσει η ελληνική πλευρά στους θεσμούς. Η ικανοποίησή τους θα εξαρτηθεί από την πορεία του προγράμματος προσαρμογής.
Εργασιακές σχέσεις
Πρώτον, κύριο καθήκον του κράτους (και της πολιτικής) είναι να επιτύχει, στον βαθμό που μπορεί, χαμηλό επίπεδο ανεργίας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται διάφορες παθολογίες στις αγορές εργασίας. Αναμφίβολα καθοριστική σημασία διαδραματίζει η ανάπτυξη – αυτό πια είναι κοινός τόπος. Σε συνθήκες ανάπτυξης είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά ή να βελτιωθούν πάσης φύσης «εργαλεία», όπως ο κατώτατος μισθός, η φορολογική σφήνα («tax wedge») και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε μια κουλτούρα διαλόγου.
Δεύτερον, θεσμοί που προάγουν την ευελιξία και την ασφάλεια των εργαζομένων ευνοούν την ανάπτυξη αν και βέβαια όχι μόνον αυτοί. Θα ήταν όμως ουσιώδες μέρος ενός γενικότερου μετασχηματισμού του ρυθμιστικού συστήματος της χώρας. Η ευελιξία βελτιώνει την ικανότητα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Θα της επιτρέψει, επίσης, να αντιμετωπίσει καλύτερα μια ενδεχόμενη νέα ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις έπρεπε να είναι και ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου.
Με τον τρόπο αυτόν, οι μεν επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στις συνθήκες της αγοράς (ή να επιβιώσουν στην κρίση), ενώ οι εργαζόμενοι θα διατηρούσαν τις θέσεις εργασίας τους και το κράτος δεν θα επιβαρυνόταν με νέα επιδόματα ανεργίας.
Η πολιτική (και η αποτελεσματική διοίκηση) έχουν βεβαίως ρόλους με κυριότερο τη μείωση των κινδύνων ομαδικών απολύσεων (και γενικά απολύσεων και κλεισίματος επιχειρήσεων). Αυτός συνίσταται στο να διαμορφώνουν συνθήκες που ευνοούν τις επενδύσεις και επομένως την ανάπτυξη και τη βελτίωση των συνθηκών στις αγορές. Όταν στην ελληνική αγορά εργασίας υπάρχουν 432 χιλ. εργαζόμενοι με μεικτό μηνιαίο μισθό κάτω από € 510,27 είναι κρίσιμης σημασίας για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων η εφαρμογή των νόμων, ειδικά όσον αφορά την ασφάλεια των εργαζομένων.
Το ζήτημα του χρέους
Μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης. Η διεθνής εμπειρία υποδεικνύει ότι, πρώτον, η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική, όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Επίσης, υποδεικνύει, δεύτερον, ότι η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης ως μέρους της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα.
Προσθέτουμε ότι όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτηση του χρέους μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (αντί να το καρπώνονται άμεσα οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά. Επηρεάζει επομένως αρνητικά τη διάθεση για ενστερνισμό του προγράμματος προσαρμογής από ηγεσίες και πολίτες.
Το γεγονός ότι 80% του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια επισήμων δανειστών (διακρατικών θεσμών) δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δραστική «ελάφρυνσή» του. Γενικά, αναδιάρθρωση και περικοπή δημοσίων χρεών γίνεται στο πλαίσιο διεθνών μηχανισμών («Paris Club») πάντοτε σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Το κύριο εμπόδιο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι η χώρα είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αλλά, αν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της θα βρεθεί λύση ή, έστω, η πίεση για λύση θα μετατοπισθεί προς την ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή πλευρά τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η συζήτηση για την οριστική διευθέτηση του χρέους θα αρχίσει μόλις γίνει σαφές ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου εφαρμόζεται κανονικά (υπάρχει θετική δεύτερη αξιολόγηση) και γίνει νέα εκτίμηση της βιωσιμότητάς του, δηλαδή από το 2018. Αυτό άλλωστε συμφωνήθηκε με τους εταίρους στην Ευρωομάδα και φαίνεται να αποδέχεται η κυβέρνηση. Στο μεταξύ όμως προχωρούν οι προετοιμασίες για την εφαρμογή των προβλεπόμενων, στην απόφαση της Ευρωομάδας, μέτρων ελάφρυνσης πριν από το 2018. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί, όμως, κάτι περισσότερο.
Ενδιαφέρον έχει πάντως η πρόταση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης κ. Γιάννη Δραγασάκη να καθιερωθεί ένα «φρένο χρέους» στην σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Η πρόταση δίνει συνέχεια σε προηγούμενες σχετικές συζητήσεις για την «πειθάρχηση της πολιτικής» μέσω περιοριστικών ποσοτικών συνταγματικών ρυθμίσεων σε δημοσιονομικά ζητήματα.
Βέβαια, σήμερα ισχύουν (και για την Ελλάδα) οι ποσοτικοί περιορισμοί των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και των Μνημονίων. Το περιβόητο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» («fiscal compact») προβλέπει ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν τον κανόνα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, θέτει ανώτατο όριο για το «διαρθρωτικό έλλειμμα» στο 0,5% ΑΕΠ (και υπό ορισμένες συνθήκες στο 1%). Αλλά, μπορεί ένα όριο χρέους στο ελληνικό Σύνταγμα να ενισχύσει τους ισχύοντες περιορισμούς του κοινοτικού πλαισίου και να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και αγορές.
Όλα αυτά έχουν λοιπόν τη σημασία τους, αλλά το χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο (με όσες βελτιώσεις μπορούν να γίνουν).