ΓΣΕΒΕΕ: 6 στις 10 επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους λόγω του υψηλού κόστους
Μεγάλες είναι οι επιπτώσεις που έχει η αύξηση του κόστους λειτουργίας για την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με σχεδόν το 60% αυτών να προχωρεί σε αύξηση των τιμών τους για να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το α’ εξάμηνο του 2022, καταγράφηκε ενίσχυση του οικονομικού κλίματος, από τη μείωση των καθυστερημένων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων σε προ πανδημίας επίπεδα και την αύξηση της απασχόλησης.
Ωστόσο, περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%) δήλωσαν ότι έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (27,8%)
Επιπλέον, σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,6%) εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον.
Σημειώνεται πως η ερευνά διενεργήθηκε από την Marc σε πανελλαδικό δείγμα 801 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), το διάστημα 6 έως 27 Ιουλίου 2022.
Δείκτης οικονομικού κλίματος
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε για τρίτο συνεχόμενο εξάμηνο και διαμορφώθηκε στις 54,3 μονάδες.
Ειδικότερα, το 24,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως η κατάσταση τους βελτιώθηκε και το 29,1% πως παρέμεινε αμετάβλητη. Από την άλλη μεριά το 45,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως η κατάστασή του επιδεινώθηκε.
Ο τζίρος
Για το 1ο εξάμηνο του 2022 το 24,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών, το 26,8% δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερός, ενώ το 46,3% δήλωσε μείωση του κύκλου εργασιών.
Για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών (24,2%) ο μέσος όρος αύξησης ήταν 22,4%, ενώ για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών (46,3%) ο μέσος όρος μείωσης ήταν 33,9%.
Η εικόνα είναι καλύτερη για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και σαφώς χειρότερη είναι στο εμπόριο, ενώ ο κλάδος της εστίασης παρουσιάζει πολύ χειρότερα στοιχεία σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών είναι αναλογικά περισσότερες σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις ενώ το αντίστροφο ισχύει για όσες δήλωσαν μείωση.
Παραγγελίες
Το 28,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση της ζήτησης, το 26,3% δήλωσε πως παρέμενε η ίδια, ενώ το 44,8% δήλωσε ότι μειώθηκε.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις καθώς και αυτές που ανήκουν σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε σχέση με τις υπόλοιπες ως προς την ζήτηση.
Το 25% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση των παραγγελιών προς προμηθευτές, το 27,1% δήλωσε πως έμειναν οι ίδιες, ενώ το 46,6% μείωσε τις παραγγελίες του.
Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα
Περισσότερες από 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (52,7%) δήλωσαν μείωση των ρευστών διαθεσίμων τους σε αντίθεση με το 22% που αυξήθηκαν.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν μικρότερα αλλά όχι αμελητέα προβλήματα ρευστότητας σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις ενώ καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν και οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές.
Περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%) δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (27,8%) ή διαθέσιμα που επαρκούν λιγότερο από μήνα (9,2%).
Τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες με βάση τον αριθμό εργαζομένων και τον κύκλο εργασιών επιχειρήσεις (49,6% και 46% αντίστοιχα που είτε δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα είτε αυτά επαρκούν για λιγότερο από μήνα), ενώ πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από μήνα ανέρχεται στο 58,9%.
Απασχόληση
Το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων είναι θετικό για όλους τους κλάδους με 9,4% των επιχειρήσεων να δηλώνουν αύξηση προσωπικού έναντι 8,5% που δήλωσαν μείωση.
Το 18,3% των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου δήλωσαν αύξηση της απασχόλησης, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τα αντίστοιχα των επιχειρήσεων στην Αττική (7,2%) στη Βόρεια Ελλάδα (8,8%) και στην Κεντρική Ελλάδα (8,5%).
Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000€ ή/και προσωπικό από 1 έως 4 άτομα περισσότερες επιχειρήσεις δήλωσαν ότι μείωσαν το προσωπικό τους σε σχέση με αυτές που το αύξησαν (προσλήψεις 2,5% και 7,7% αντίστοιχα έναντι αποχωρήσεων 6,2% και 10,5% αντίστοιχα).
Στον αντίποδα βρίσκονται οι μικρές επιχειρήσεις με πάνω από 500.000 € κύκλο εργασιών ή με προσωπικό πάνω από 10 έως 49 εργαζόμενους οι οποίες δήλωσαν αύξηση της απασχόλησης σε ποσοστά άνω του 25% και άνω του 42% αυτών αντίστοιχα.
Επενδύσεις
Σχεδόν 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (29,8%) πραγματοποίησαν κάποια μορφής επένδυση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Το 17,9% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 13,7% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 8,1% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 5,6% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού.
Υπάρχει μία σαφής θετική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους σε όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών.
Παρά τα αυξημένα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν κάνει επενδύσεις οι επενδύσεις αυτές είναι μικρής κλίμακας. Για 1 στις 2 επιχειρήσεις (51%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 €.
Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις παραμένει έντονο.
8 στις 10 επιχειρήσεις (81,3%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις τις χρηματοδότησαν με ιδίους πόρους. Το 9,6% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης και μόλις το 3,8% μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Τιμές
Οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές αυξάνονται περαιτέρω φτάνοντας στο 59,2% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το 1ο εξάμηνο του 2022, ενώ μειώνονται σημαντικά οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι μείωσαν τις τιμές τους, καθώς και αυτές που τις διατήρησαν σταθερές.
Μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους καταγράφονται στο εμπόριο και στη μεταποίηση (66,2% και 66,3% αντίστοιχα) έναντι των επιχειρήσεων στον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών (47,9%). Εξαίρεση του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών αποτελεί ο κλάδος της εστίασης όπου η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (61,6%) δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές τους.
Το 64,4% των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη δήλωσε ότι προχώρησε σε αύξηση τιμών έναντι του 61,9% στην Κεντρική Ελλάδα, του 59,5% στη Βόρεια Ελλάδα και του 55,3% στην Αττική.
Επιπτώσεις ανατιμήσεων
Οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στην προηγούμενη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2022) συνεχίζονται και εντείνονται.
Από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας εκτιμήθηκε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά:
-το κόστος ενέργειας αυξήθηκε κατά 76%,
-το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%,
-το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8%,
-το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Αξιολογώντας τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2022 για τη αντιμετώπιση της ακρίβειας η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (59,3%) θεωρεί ότι δεν προσέφεραν σχεδόν καμία βοήθεια, το 31,3% τα αξιολόγησε ως αναγκαία αλλά απαιτούνται περισσότερα, ενώ μόλις το 7,4% αξιολόγησε τα μέτρα ως μια σημαντική βοήθεια.
Όσον αφορά τα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών, από τα ευρήματα της έρευνας, προέκυψε ότι τα δύο πιο σημαντικά μέτρα για το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων θεωρούνται η μείωση του ΦΠΑ και η μείωση των ειδικών φόρων στα καύσιμα και στην ενέργεια.
Υποχρεώσεις-οφειλές
Το 38,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση, όχι μόνο με τις προηγούμενες έρευνες που έγιναν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, αλλά και σε σύγκριση με τα προ πανδημίας στοιχεία (38,7% τον Φεβρουάριο του 2020).
Σημαντική μείωση καταγράφεται και στα ποσοστά των επιχειρήσεων με πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Συγκεκριμένα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 2 ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές υποχωρούν στο 25,9% έναντι 34,1% που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο.
Ωστόσο, ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης, καθώς το 39,8% έχει 2 ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (33,5%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (32,2%).
Για κάθε κατηγορία υποχρεώσεων, τα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής :
-το 19% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
-το 17,5% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας,
-το 16% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές,
-το 15,9% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία,
-το 11,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου
-το 10,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές.
-το 7,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ.
Για 1 στις 2 μικρές και πολύ επιχειρήσεις που έχουν καθυστερημένες υποχρεώσεις το συνολικό ύψος οφειλών δεν ξεπερνά τα 15.000€. Αυτό σημαίνει πως η υιοθέτηση ρεαλιστικών ρυθμίσεων μπορεί να οδηγήσει στη διευθέτηση των υποχρεώσεων του μεγαλύτερου μέρους των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε αυτές.
Εκτιμήσεις για το δεύτερο εξάμηνο του 2022
Ο δείκτης προσδοκιών συνεχίζει να καταγράφει πολύ χαμηλές τιμές ευρισκόμενος στις 48 μονάδες, στα επίπεδα, δηλαδή, του 2017 όταν η οικονομία βίωνε ακόμα τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους και των capital controls.
Οι αρνητικές εκτιμήσεις για τον τζίρο, τη ζήτηση, την ρευστότητα και τις παραγγελίες προς προμηθευτές προσεγγίζουν το 50% ενώ αντίστοιχα οι θετικές κινούνται μόλις κοντά στο 20%.
Το 13% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα πραγματοποιήσει κάποιας μορφής επένδυση το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Από τα επιμέρους στοιχεία οι μεταποιητικές επιχειρήσεις καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου που θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις το επόμενο εξάμηνο (15,5%) και ακολουθεί ο τομέας των υπηρεσιών (14,2%).
Όσον αφορά την απασχόληση, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το 2ο εξάμηνο του 2022 είναι αισιόδοξες καθώς 7,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό του έναντι του 6,7% που δήλωσε ότι θα το μειώσει.
Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις είναι εκείνες που με κατά κύριο λόγο διαμορφώνουν το θετικό ισοζύγιο στην απασχόληση καθώς το 8,3% εκτιμά ότι θα προχωρήσει σε προσλήψεις έναντι του 4,7% που θα κάνει μειώσεις.
Η ανοδική τάση των τιμών φαίνεται πως θα συνεχιστεί και το επόμενο εξάμηνο, καθώς το 38,7% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει τις τιμές τους έναντι του 6,7% που δήλωσε πως θα τις μειώσει.
Σε κλαδικό επίπεδο τις περισσότερες επιχειρήσεις που προτίθενται να προχωρήσουν σε αύξηση τιμών συναντούμε στο εμπόριο (49,5%), ακολουθούν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις (39,4%) και τέλος οι επιχειρήσεις του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών (27,8%).
Όσον αφορά τις υποχρεώσεις-οφειλές:
-το 16,6% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
-το 15,5% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς την εφορία,
-το 15,4% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του στους λογαριασμούς ενέργειας,
-το 13,1% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς προμηθευτές,
-Το 12% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις τραπεζικές του υποχρεώσεις.
-Το 11,5% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του για το ενοίκιο.
-Το 10,2% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς το πρώην ΙΚΑ.
Δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας
Σημαντική άνοδο παρουσιάζει ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει αποτυπωθεί κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.
Συγκεκριμένα, σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,6%) εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον.
Αντίστοιχα, ο δείκτης βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων καταγράφει το χειρότερο ποσοστό από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης με το 6,5% των επιχειρήσεων να αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο διακοπής της δραστηριότητας του.