Η αγορά ουρανίου και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Του Γρηγόρη Κοτσίρη*
Στην Ευρώπη, μιλούν πολύ για το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά από σκοπιμότητα σιωπούν για το εμπλουτισμένο ουράνιο. Ωστόσο, η Ε.Ε. εξαρτάται περισσότερο από αυτό παρά από το φυσικό αέριο.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και τεχνολογική εξάρτηση, την οποία οι ευρωπαϊκοί πυρηνικοί σταθμοί δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν χωρίς σοβαρές ζημιές στην παραγωγή. Το κλείσιμο από τη Μόσχα της «κάνουλας του ουρανίου» απειλεί να υπονομεύσει την παροχή ρεύματος σε ολόκληρες χώρες.
Στην ΕΕ βρίσκεται τώρα σε πλήρη εξέλιξη η συζήτηση για το πώς να εγκαταλείψει το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιμένει ότι αυτό πρέπει να γίνει «το συντομότερο δυνατό». Αλλά από σκοπιμότητα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί σιωπούν για την προμήθεια άλλων ρωσικών πρώτων υλών, δηλαδή του εμπλουτισμένου ουρανίου, το οποίο, στο πλαίσιο όλων των πρόσφατων συζητήσεων, δεν αναφέρθηκε καθόλου. Ταυτόχρονα, η ΕΕ εξαρτάται από αυτό πολύ περισσότερο παρά από το φυσικό αέριο, επειδή, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, αγοράζει περίπου το 40% του εμπλουτισμένου ουρανίου που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών, από τη Ρωσία και το Καζακστάν.
Παράλληλα, η Ένωση αποκτά από τη Μόσχα όχι μόνο πρώτες ύλες, αλλά και τεχνολογίες. Με τα χρόνια, το Κρεμλίνο επένδυσε δισεκατομμύρια στη βελτίωση της τεχνολογικής διαδικασίας εμπλουτισμού ουρανίου και κατάφερε να έχει αποτελέσματα: οι ρωσικές εγκαταστάσεις θεωρούνται από τις καλύτερες στον κόσμο. Επιπλέον, υπάρχουν χώρες στην ΕΕ όπου βρίσκονται 18 ρωσικοί πυρηνικοί αντιδραστήρες: δύο στη Βουλγαρία, έξι στη Δημοκρατία της Τσεχίας, δύο στη Φινλανδία, τέσσερις στην Ουγγαρία και τέσσερις στη Σλοβακία.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας τονίζει ότι σε αυτόν τον τομέα η Ευρώπη εξαρτάται πολύ από τη Ρωσία και είναι «εξαιρετικά ευάλωτη». Εξάλλου, οι αντιδραστήρες νερού υπό πίεση πρέπει να αντικαθίστανται τακτικά. Ταυτόχρονα, δουλεύουν μόνο σε εξάγωνες ράβδους ρωσικής κατασκευής. Οι δυτικοί κατασκευαστές έχουν ελάχιστη έως καθόλου εμπειρία με αυτά τα στοιχεία καυσίμου, γεγονός που καθιστά αδύνατο για τους Ευρωπαίους φορείς εκμετάλλευσης πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Ρωσία, χωρίς σοβαρές ζημιές στην παραγωγή.
Η στρατηγική του Κρεμλίνου ήταν να συνεχίσει να προμηθεύει τη Δύση με φθηνό ουράνιο και πυρηνική τεχνολογία. Παρά τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία, η συνεργασία στον τομέα αυτό συνεχίζεται. Η Ρωσία δεν κερδίζει τόσα χρήματα από το ουράνιο, όσο από την πώληση φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά και αυτά κατευθύνονται στην κάλυψη των στρατιωτικών δαπανών. Επιπλέον, τα γεγονότα στην Ουκρανία, ευνόησαν τη Ρωσία. Εξαιτίας αυτών, η τιμή του ουρανίου στην παγκόσμια αγορά αυξήθηκε κατά 30%, φτάνοντας στην υψηλότερη τιμή των τελευταίων 11 ετών.
Πολλοί διαχειριστές πυρηνικών σταθμών φοβούνται ότι η Μόσχα θα τους κλείσει την «κάνουλα του ουρανίου». Αυτό θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τη Δύση, γιατί όλο αυτό το διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα για διαφοροποίηση των προμηθειών σε αυτόν τον τομέα. Υπάρχουν πολύ λίγοι πωλητές αυτής της πρώτης ύλης και οι χρόνοι παράδοσης είναι πολύ μεγάλοι. Η διακοπή της πώλησης εμπλουτισμένου ουρανίου θα έβλαπτε σοβαρά τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και θα υπονόμευε τα ηλεκτρικά ολόκληρων χωρών, όπως η Σλοβακία και η Ουγγαρία, οι οποίες λαμβάνουν το ήμισυ της ηλεκτρικής τους ενέργειας από την πυρηνική ενέργεια.
Ο βαθμός εξάρτησης αυτών των χωρών από τη Ρωσία αποδεικνύεται από ένα σημαντικό επεισόδιο, όταν, παρά την απαγόρευση των κυρώσεων, επετράπη σε ρωσικά μεταφορικά αεροσκάφη να προσγειωθούν στη Σλοβακία και την Ουγγαρία την περασμένη άνοιξη, για να παραδώσουν στοιχεία καυσίμου. Χάρη στην εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, η Γερμανία εξαρτάται, φυσικά, λιγότερο από τις προμήθειες ουρανίου. Αλλά και η ρωσική εταιρεία Rosatom κερδίζει χρήματα και εκεί υλοποιώντας την αποθήκευση ραδιενεργών αποβλήτων και τη διάλυση πυρηνικών σταθμών. Επιπλέον, η διακοπή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες θα οδηγήσει σε απρόβλεπτη αύξηση των τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, από την οποία αναπόφευκτα θα επηρεαστούν και οι Γερμανοί.
Για να αποφευχθεί μια τέτοια κατάσταση, οι διαχειριστές πυρηνικών σταθμών των ΗΠΑ ζήτησαν από την Ουάσιγκτον να συνεχίσει τις εισαγωγές ρωσικού ουρανίου παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μέχρι σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά της Rosatom, αν και αυτή η κρατική εταιρεία είναι ο καταλληλότερος στόχος για τιμωρητικά μέτρα, λόγω της κυρίαρχης θέσης που κατέχει στις παγκόσμιες αγορές. Το πώς θα χειριστεί η Μόσχα το θέμα το επόμενο διάστημα, παραμένει άγνωστο.
* Δημοσιεύθηκε στο geoeurope, ιστότοπο που δημιουργήθηκε από επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με τη γεωπολιτική της Ευρώπης και έχουν διαπιστώσει συγκεκριμένα κενά στη ροή των πληροφοριών που διαμορφώνουν τις γεωπολιτικές συζητήσεις στην ήπειρό μας.